Κοινωνία

26/04/2015 - 08:08

Ιστορίες προσφύγων. Άφησαν δουλειές και καριέρες για να σωθούν από τον πόλεμο

Είναι γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, καθηγητές. Ανθρωποι με σπουδές, πτυχία, εργασιακή εμπειρία και όνειρα για καριέρα. Μέλη μιας αστικής τάξης που διαλύθηκε και παίρνει τον δρόμο της προσφυγιάς.
 
Σύμφωνα με όλες τις στατιστικές, η πλειονότητα των ανθρώπων που φτάνουν ασταμάτητα πια στα ελληνικά νησιά έχουν προσφυγικό προφίλ. Είναι κυρίως Σύροι που προσπαθούν να σώσουν τη ζωή τους, από έναν πόλεμο που δεν φαίνεται να τελειώνει σύντομα. Από τους 10.500 που μπήκαν στη χώρα το πρώτο τρίμηνο, οι 6.000 ήταν Σύροι.
Ολο και πιο συχνά πρόκειται για ολόκληρες οικογένειες, που ταξιδεύουν με σκοπό να φτάσουν στην κεντρική Ευρώπη, νέους με πτυχία που θέλουν να ζήσουν και να χτίσουν μια καριέρα σε μια χώρα με ισχυρή οικονομία. Κάποιοι αναγκάζονται να χωριστούν από τις οικογένειές τους. Οπως η γιατρός Σουπία Ζέμι, από την Νταρά, που ήρθε με τα δύο παιδιά της εδώ και άφησε πίσω τα άλλα δύο με τον άντρα της. Ή ο Μπασάμ Χασάν, καθηγητής στο Χαλέπι, που έμαθε μόλις την προηγούμενη εβδομάδα πως σκοτώθηκε ο γιος του, ηλικίας ενός έτους. Ηρθε μόνος του στην Ελλάδα με σκοπό να έρθουν αργότερα η γυναίκα του και ο γιος. Δεν πρόλαβαν. Αλλά και η Σουπία το μόνο που σκέφτεται είναι τα παιδιά της. Να προλάβουν να έρθουν εδώ και να ζήσουν τελικά όλοι μαζί κάπου ασφαλείς.
 
Ζούσαμε καλύτερα από τον μέσο Ελληνα
 
Ο 29χρονος Μαχμούτ Γετσόζι και η γυναίκα του, η 27χρονη Ράμα Μπεϊντάκ, είναι πολιτικοί μηχανικοί. Τους ακούς να μιλούν με πάθος για τη δουλειά τους και την καριέρα που ονειρεύονται. Ο Μαχμούτ αγαπά πολύ τις σπουδές, θέλει να κάνει ένα μεταπτυχιακό. Η Ράμα δεν βλέπει την ώρα να μπει σε εργοτάξιο, να σχεδιάσει κτίρια, γέφυρες, δρόμους. Το βλέπεις πως είναι άνθρωποι της καριέρας. «Η ζωή μας καταστράφηκε από τις βόμβες και τον πόλεμο».
Πριν από πέντε μέρες αποβιβάστηκαν στο Φαρμακονήσι με φουσκωτό από την Τουρκία, πληρώνοντας 1.000 δολάρια ο καθένας. «Είχαμε μια ωραία ζωή στο Χαλέπι. Πριν από τον πόλεμο ζούσαμε μάλλον καλύτερα από ό,τι ζει σήμερα ο μέσος Ελληνας. Τώρα η γειτονιά μας έχει ισοπεδωθεί, τα σπίτια μας δεν έχουν ρεύμα ούτε νερό και οι βόμβες πέφτουν βροχή. Πέφταμε να κοιμηθούμε το βράδυ και δεν ξέραμε αν θα ξυπνήσουμε το πρωί».
Οι πολιτικοί μηχανικοί Μαχμούτ Γετσόζι και Ράμα Μπεϊντάκ 
Οι πολιτικοί μηχανικοί Μαχμούτ Γετσόζι και Ράμα Μπεϊντάκ
Ο Μαχμούτ έχει δει νεκρούς στην πόλη του, στους δρόμους. Υπάρχουν, λέει, μέρη στο Χαλέπι που πρέπει να τρέχεις για να τα διασχίσεις, ακόμη και με το αυτοκίνητο, επειδή υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές και δεν είναι δύσκολο να βρεθείς νεκρός... Τώρα θέλουν να πάνε στη Γερμανία. Το σχέδιό τους είναι η Ράμα να δουλέψει και ο Μαχμούτ να συνεχίσει τις σπουδές του. Θα κάνουν αίτηση ασύλου; «Μπορούμε να πάμε στη Γερμανία και να μείνουμε εκεί μόνιμα αν κάνουμε εδώ αίτηση ασύλου;» ρωτούν γεμάτοι αγωνία.
 
Ο μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών Ουασίμ Μοχάμεντ
Δούλευα σε μεγάλη πολυεθνική
Ο 27χρονος Ουασίμ Μοχάμεντ είναι μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αποφοίτησε το 2006 από το πανεπιστήμιο της Δαμασκού και αμέσως βρήκε δουλειά σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία, διάσημη για τα κινητά της τηλέφωνα, που έχει βάση τη Νότιο Κορέα. «Από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος, όλες οι μεγάλες εταιρείες εγκατέλειψαν τη χώρα. Τίποτα και κανείς δεν είναι πλέον ασφαλής εκεί», λέει ο Ουασίμ.
Εκείνος εργαζόταν στο τμήμα δικτύων της εταιρείας. Εκαναν προγραμματισμό υπολογιστών, έφτιαχναν εσωτερικά δίκτυα για άλλες εταιρείες κ.λπ. «Είχα μια καλή καριέρα εκεί. Επαιρνα αρκετά καλό μισθό. Είχα μια σύντροφο, σκοπεύαμε να παντρευτούμε, αλλά μετά ξέσπασε ο πόλεμος. Δεν υπάρχει πια καμία ασφάλεια στη Δαμασκό. Η ζωή μου ήταν σε κίνδυνο. Κάθε στιγμή μπορεί να πέσει μια βόμβα στο κεφάλι σου. Ολα καταστράφηκαν. Γι' αυτό και έφυγα, λόγω του πολέμου». Αποφάσισε να φύγει για Τουρκία και πριν από δύο μήνες πέρασε με ένα φουσκωτό στη Μυτιλήνη, πληρώνοντας στον δουλέμπορο 1.000 δολάρια. Θέλει να μείνει εδώ;
«Είμαι ακόμη νέος και θέλω να συνεχίσω την καριέρα μου. Η Ελλάδα είναι υπέροχη χώρα, οι άνθρωποι έχουν πολύ καλή καρδιά, αλλά δεν φτάνει αυτό για να μείνει κανείς εδώ. Προς το παρόν, μπορούν ακόμη να με στηρίζουν οι δικοί μου, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να δουλέψω». Η σύντροφός του είναι χριστιανή και το σχέδιό τους, λέει ο Ουασίμ, είναι να φτάσουν στις ΗΠΑ, να παντρευτούν και να ζήσουν εκεί.
 
Η καθηγήτρια Καμάρ Σεκ Αμπντό
Είχαμε το σπίτι, τα αυτοκίνητά μας...
«Φύγαμε κυνηγημένοι. Είχαμε μια ολόκληρη ζωή και τα αφήσαμε όλα πίσω». Η 38χρονη Καμάρ Σεκ Αμπντό είναι καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Δαμασκού. Ζούσε με την οικογένειά της, τις τρεις κόρες, τον γιο και τον άντρα της στο προάστιο Χαράστα. Ανήκαν στην αστική τάξη της συριακής πρωτεύουσας. Ο σύζυγός της διατηρούσε ένα μικρό εργοστάσιο τροφίμων. «Είχαμε το σπίτι μας, τα αυτοκίνητά μας, τη γη μας και μικρή περιουσία. Είχαμε μια καλή οικονομική επιφάνεια, αλλά λόγω του πολέμου τα αφήσαμε όλα πίσω. Βομβάρδισαν το σπίτι μας, το σχολείο μας. Σιγά σιγά εγκαταλείψαμε όλοι τη Χαράστα λόγω των βομβαρδισμών. Είναι αδύνατο να ζήσει πια κανείς εκεί».
Εφτασαν στην Ελλάδα πριν από μερικούς μήνες. Πέρασαν με βάρκα στη Μυτιλήνη, πληρώνοντας 4.000 ευρώ. «Δεν θέλαμε να γίνουμε πρόσφυγες. Φύγαμε λόγω του πολέμου». Η Ελλάδα της αρέσει, λέει, αλλά η ζωή εδώ δεν είναι εύκολη για τον πρόσφυγα. «Σε δημόσιο σχολείο δεν παίρνουν τις κόρες μου, επειδή δεν μιλούν Ελληνικά. Υπάρχουν ιδιωτικά σχολεία, αλλά δεν έχουμε πια τόσα λεφτά και μου ζητούν και τα απολυτήρια. Εμείς φύγαμε κυνηγημένοι, δεν πήραμε τίποτα μαζί μας». Δεν έχει κάνει αίτηση ασύλου. «Αν κάνω αίτηση εδώ τι μπορεί να μου δώσει το κράτος; Κι αν προσπαθήσω να πάω σε χώρα της Ευρώπης, ίσως εκεί μου αρνηθούν να εγκατασταθώ αν έχω κάνει εδώ αίτηση ασύλου». Το σχέδιό τους είναι φτάσουν στην Κεντρική Ευρώπη.
 
Ο γιατρός Αμζάντ Χαλί Αουάντ
Είχα δικό μου ιατρείο στη Δαμασκό
Ο 35χρονος Αμζάντ Χαλί Αουάντ είναι γιατρός χειρουργός. Σύρος παλαιστινιακής καταγωγής έχει εργαστεί, μας λέει, σε διάφορα νοσοκομεία της Συρίας και τα τελευταία χρόνια πριν από τον πόλεμο είχε δικό του ιατρείο στη Δαμασκό. «Είχαμε μια καλή οικονομική επιφάνεια, το σπίτι μας, το αυτοκίνητό μας, αλλά δεν έμεινε τίποτα όρθιο».
Σπούδασε στον Λίβανο και έμενε στη συνοικία Αλ - Ταλ. «Ανά πάσα στιγμή κινδύνευε η ζωή μου. Γι' αυτό έφυγα». Οι βομβαρδισμοί, λέει, τα ισοπέδωσαν όλα, το σπίτι του την επιχείρησή του. Η γυναίκα του έφυγε με τα δύο παιδιά του να βρει καταφύγιο στο σπίτι των γονιών του και ο ίδιος πήρε πριν από έναν χρόνο τον δρόμο της προσφυγιάς, με την ελπίδα να φτάσει σε μια ευρωπαϊκή χώρα, να εγκατασταθεί, ώστε να μπορέσει να έρθει μετά και η οικογένειά του. «Στη Συρία διαλύθηκαν όλα. Δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο. Και για να φύγεις από εκεί θέλεις πολλά λεφτά».
Εφτασε πριν από έναν χρόνο στην Ελλάδα, με βάρκα στη Λήμνο. Μένει σε ένα μικρό διαμέρισμα μαζί με άλλους Σύρους και για τις καθημερινές ανάγκες του εξυπηρετείται από το Κέντρο Ημερήσιας Υποδοχής Αστέγων της PRAKSIS. Κατάφερε πρόσφατα να πάρει την άδεια παραμονής του πρόσφυγα και ταξιδιωτικά έγγραφα από τη χώρα μας. Τώρα, λέει, θέλει να πάει στη Σουηδία. Το ξέρει πως δεν μπορεί να εγκατασταθεί εκεί μόνιμα, αλλά θέλει να προσπαθήσει και θα δει.
 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΩΣΚΟΛΟΣ / εφημερίδα ΕΘΝΟΣ

Μοιράσου το άρθρο!