Λόγια...της Λέσβου

12/12/2015 - 12:26

Οι άνθρωποι του Αυγούστου

&n

bsp;   του Κώστα Βελούτσου * Μάτια που γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι, μάτια που πεισματικά αρνούνται να κλείσουν και η ματιά μου σκόρπια αλητεύει μέσα στον χώρο του σπιτιού.  Τα χέρια δεμένα πίσω στο κεφάλι το κρατούν σταθερά, μα αδυνατούν να συγκρατήσουν τις θύμησες που ξεπροβάλουν από το μυαλό μου και αχαλίνωτες στήνουν τον δικό τους καθημερινό χορό για να με κάνουν πάλι μπροστάρη τους. Σκέψεις, αναμνήσεις και φωνές είναι ξανά εδώ σ’ ένα σκηνικό που παραμένει το ίδιο μουντό, σ’ ένα σκηνικό που επαναλαμβάνεται μήνες τώρα. Και ένας άφιλτρος καπνός από τα ξενόφερτα τσιγάρα που συνεχίζει τα δικά του ταξίδια. Ανταμώνει τη ματιά μου, κυκλώνει τις σκέψεις, τις αναμνήσεις για τις κάνει πιο θολές δίχως όμως ποτέ να έχει καταφέρει να τις διαλύσει και να τις συμπαρασύρει στον δικό του αχρωμάτιστο πια κόσμο. Δίχως να έχει καταφέρει να σβήσει το πρόσωπό σου, τα λόγια σου, εσένα την ίδια. Είσαι πάλι εδώ, είσαι κοντά μου, πάλι σε νοιώθω κοντά μου υπάρχεις ακόμα παντού.

Σε θυμάμαι. Θυμάμαι και δεν θα σ’ αφήσω ποτέ να δραπετεύσεις από τη σκέψη μου. Κρατώ δυνατά μέσα στο μυαλό μου τις εικόνες κρατώ τα λόγια μας, αυτά που λέγαμε οι δυο μας κι έτσι θαρρώ πως σε κρατώ γερά. Όλα είναι εδώ, όλα περνούν από μπροστά μου και σε ξαναζώ από την αρχή.

Δειλά ανασηκώνω το βλέμμα για να δω το μαύρο της νύχτας που σταδιακά δίνει τη θέση του στο ξημέρωμα μιας άλλης ημέρας και η ματιά μου παρακολουθεί τα πρώτα χρώματα του καλοκαιρινού Αυγουστιάτικου ορίζοντα. Ελάχιστα μένει εκεί προσηλωμένη στην ώριμη αυγή του καλοκαιριού και παίζει με τα χρώματα της πρώτης μέρας του Αυγούστου. Την αφήνω ελεύθερη κι αυτή επίμονα στέκεται πάνω σε κάποια χαρτιά πάνω στα βιβλία σε καθετί δικό σου για να μείνει σταθερά πάνω σε σένα. Άλλο ένα πρωί που σε βλέπω να χαμογελάς στις φωτογραφίες σου, άλλο ένα πρωί που ακούω τον ήχο από τη φωνή σου.  Καιρό τώρα οι σκέψεις παραμένουν ίδιες και οι εικόνες από μια άλλη ζωή αυτή μαζί σου είναι ξανά εδώ.

Ξημέρωσε και τα μάτια αρχίζουν να γίνονται υγρά. Ανασαίνω βαθιά και περιμένω το πρώτο βράδυ του Αυγούστου για να χαθώ πάλι μέσα στα στενά της πρωτεύουσας.

Μ’ αρέσει ο Αύγουστος λέω μέσα μου και ξεκινώ τον διάλογο με το εαυτό μου. Μ’ αρέσει ακόμα αυτός ο μήνας, μα περισσότερο μ’ αρέσουν οι νύχτες του και οι μοναδικές διαδρομές των ασημένιων φεγγαριών του πάνω στον ανέφελο αττικό ουρανό. Μου θυμίζουν τις δικές μας  διαδρομές, τις Αυγουστιάτικες βόλτες μας στην Αθήνα.

Εξάρχεια-Κυψέλη-Αμπελόκηποι είναι το δικό μου πια μοναχικό οδικό τρίγωνο.

Είναι ξεχωριστός όμως αυτός ο μήνας για δυο ακόμα λόγους. Για τους ανθρώπους του, για τους ανθρώπους του Αυγούστου, αλλά επειδή είναι κοντά στην εποχή που από παιδί με γοήτευε. Είναι κοντά στο φθινόπωρο, είναι μια ανάσα, μια μικρή ανάσα από τα θαμπά τα ομιχλώδεις πρωινά και από το κόκκινο-καφέ χρώμα του Σεπτέμβρη που λατρεύω.

Κάθε  ασημένιο βράδυ του Αυγούστου, μόνος πια, θέλω να σεργιανίζω, να χάνομαι στους δρόμους της Αθήνας να περνώ από τις ερημωμένες από τον κόσμο συνοικίες της, από τις λεωφόρους, να μπορώ να περνάω ακόμα και τις διαβάσεις με κόκκινο. Να βλέπω, να παρατηρώ αυτή τη νυχτερινή πρωτευουσιάνικη ζωή, να βαδίζω στο φαρισαϊκό σιωπηλό σκοτάδι της.

Δεν ζηλεύω όλους αυτούς που φεύγουν στα νησιά, δεν θέλω να ακούσω τον ξακουστό παφλασμό που κάνουν τα κύματα του Αιγαίου, δεν θέλω να περπατήσω πάνω στα γραφικά σοκάκια, ποτέ δεν πόθησα τις γαλαζοπράσινες ακρογιαλιές, τα κρυστάλλινα νερά των νησιών και αυτή την αύρα του θαλασσινού αέρα. Συνειδητά επέλεξα και μένω εδώ, ανασαίνω τον πρωτευουσιάνικο αέρα κι ας μου σαπίζει τα σωθικά. Προτιμώ να κολυμπώ μέσα στου μυαλού μου τα απύθμενα βάθη, να ακούω το δικό μου φλοίσβισμα, να κρατώ την ανάσα μου να φτάνω μέχρι τον πάτο και μετά να δίνω μια δυνατή ποδιά να ξαναβρίσκομαι έξω στο φως της αθηναϊκής ζωής, ας είναι αυτό σκούρο.

Δεν με νοιάζει που δεν έχει κόσμο, που είναι άδεια, έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν μ’ άρεσε η πολύβουη Αθήνα. Στέκομαι μακριά από τον θόρυβο που κάνουν οι κοσμοπολίτικοι Αύγουστοι και επιδεικτικά αδιαφορώ για τους φρενήρεις ρυθμούς των νησιώτικων καλοκαιριών. Κλείνω μάτια και αυτιά και γυρίζω τις πλάτες μου σε κάθε τέτοιου είδους εφήμερης και κίβδηλης ψευδαίσθησης. Όλα αυτά τα θεωρώ ότι είναι μια πλάνη. Μια εποχική πλάνη που κατακυριεύει κάθε ζωτικό εκατοστό που σε κάνει και νομίζεις πως ακουμπάς την απόλυτη ευτυχία.  

   Χαμογελώ άηχα δίχως να το νοιώθω και αυτό το χαμόγελο γίνεται σιωπηλό γέλιο, μα ακούγεται τόσο ηχηρά μέσα μου και με ταράζει συθέμελα όπως ταρακουνά τους χρήστες παραισθησιογόνων ουσιών όταν μού ’ρχεται κατά νου η λέξη ευτυχία. Τι είναι άραγε η ευτυχία;. Μικρές στιγμές. Μικρές πρόσκαιρες στιγμές που σε κάνουν να πιστεύεις ότι θα διαρκέσουν πολύ, ότι θα κρατήσουν για πάντα… Έτσι πίστευα κι εγώ. Μάταια όμως. Με τα χρόνια διαπίστωσα ότι τίποτα χαρούμενο δεν διαρκεί περισσότερο από μια στιγμή για να γίνει πολύ εύκολα παρελθόν που θυμάσαι όμως. Ανατρέχεις σ’  αυτό, το ποθείς σφοδρά όπως ποθείς τον πρώτο σου έρωτα, αναζητάς επίμονα να ξαναζήσεις τέτοιου είδους καταστάσεις για να σε απογειώσουν, αντιθέτως όμως βλέπεις να πετούν μακριά η επιθυμία και η λαχτάρα γι’ αυτό το ταξίδι κι εσύ παραμένεις στα γνωστά σου επίγεια εδάφη.

Δακρύζω γιατί είμαι πια μόνος δίχως εσένα πλάι μου, κλαίω που δεν μπόρεσα ποτέ να πετάξω ψηλά, τόσο ψηλά για να σε βρω. Σκουπίζω τα μάτια μου και νοερά προχωρώ τους δικούς μας δρόμους. Αυτούς που βαδίζαμε κάθε Αυγουστιάτικο βράδυ, περνώ ξανά και ξανά από τα ίδια μέρη κι όλο σε ψάχνω.  Βλέπω εικόνες που  κοιτούσαμε μαζί, βλέπω τα δικά σου σημάδια, ακούω τους ήχους των φιλιών μας.

Μ’ αρέσουν και οι άνθρωποι που μένουν εδώ τον Αύγουστο, που ζουν μαζί μου, που είμαστε ίδιοι. Από μικρό παιδί αυτούς είχα σαν ένα είδος πρότυπου, με εξίταρε αυτή η στάση τους ήθελα να μοιάσω σ’ εκείνους και τώρα είμαι ένας απ’ αυτούς.

 Είναι οι άνθρωποι των πολυκατοικιών, των παλιών πολυκατοικιών των ξεθωριασμένων χρωμάτων, των άβαφων ή των παλ αποχρώσεων, που στοιβάζονται σαν τις σκέψεις που έχω μέσα στο μυαλό μου. Που ασφυκτιούν μέσα στα στενά διαμερίσματά τους, μέσα στα σπίτια σαν κλουβιά, που κάνουν ολόκληρους διαλόγους με τα παραδείσια πτηνά τους, που τα ρωτούν και απαντούν οι ίδιοι, που χαϊδεύουν τις γάτες αντί για τους ανθρώπους, που μένουν πίσω τα καλοκαίρια. Είναι εκείνοι που κολυμπούν στα δικά τους πελάγη, σαν κι  αυτά που ονειρεύτηκαν, στα έρημα στα γαλαζοπράσινα πελάγη κάποιων αχαρτογράφητων νησιών.  Είναι οι ίδιοι που κάθε καλοκαίρι και ειδικότερα τον Αύγουστο θαρρούν ότι μετέτρεψαν τις στενές και μικρές βεράντες τους σε καταπράσινους και ονειρεμένους κήπους, και περηφανεύονται εκστασιασμένοι γι’ αυτό, μα η θέα τους  φτάνει ως την απεραντοσύνη της μοναξιάς τους.

Ένας απ’  αυτούς είμαι και εγώ που πεισματικά αρνούμαι οτιδήποτε ξέφρενο, οτιδήποτε συνοδεύεται από μια φρενίτιδα πρόσκαιρου ενθουσιασμού και εκούσια έχω μείνει πίσω.  Μ’ αρέσει που παραμένω εδώ στην Αθήνα τον Αύγουστο και καθημερινά ανασέρνω από τη λήθη του χρόνου το παρελθόν μου. Αυτό πραγματοποιώ από την εφηβική μου ηλικία και αυτό ακριβώς κάναμε οι δυο μας. Ταξίδια.

Ταξίδια νοερά με ακυβέρνητες καραβέλες μιας άλλης εποχής που αρμένιζαν στους δικούς μας ωκεανούς και μοναδικούς επιβάτες εμάς.  Σαλπάραμε από τα απάνεμα λιμάνια των ψυχών μας και η ρότα ήταν μία και μοναδική. Ν’ αγναντέψουμε θέλαμε καινούριους κόσμους, να βρούμε μια άλλη γη που πάνω στο χώμα της θα καρποφορούσαν οι καρποί της δικής μας αγάπης.

 

Είναι η πρώτη νύχτα του Αυγούστου κι εγώ περιφέρομαι άσκοπα στους ίδιους πρωτευουσιάνικους δρόμους, μετράω τα βήματά μου που έγιναν χιλιόμετρα, βλέπω τις ρωγμές πάνω στις πλάκες των πεζοδρομίων που μακραίνουν μέρα με τη μέρα, όπως μακραίνουν όλο και πιο πολύ οι δρόμοι που περπατώ,  ακούω τους ήχους της Αθήνας. Ακούω τους ήχους των λιγοστών αυτοκινήτων πάνω στην καυτή άσφαλτο, τους τριγμούς των συρμών των τραίνων, ακούω τις σιωπές των έρημων δρόμων που φτάνουν στα αυτιά μου σαν κραυγές.

Περπατώ σκυφτός, πατάω πάνω στις μύτες των ποδιών μου προσπαθώντας να χάσω τα ίχνη του γυρισμού και μαζί τους να χαθώ εγώ ο ίδιος για να βρω μια καινούρια αρχή, να βρω τις απαντήσεις στα ερωτήματα που χρόνια με ταλανίζουν, να φιλοσοφήσω ακόμα πιο πολύ τη ζωή. Να γευτώ μια σταγόνα από το σοφό απόσταγμά της για να ’ρθω έτσι ακόμα πιο κοντά σε σένα.  Ξέρω όμως ότι θα καταλήξω στο μεταίχμιο της ύπαρξης και του θανάτου στο ίδιο ανώφελο πρωινό άλλης μιας ανούσιας ημέρας. Στις ίδιες λεωφόρους, στα ίδια πρόσωπα, στις ίδιες ανάσες, στις ίδιες και απαράλλαχτες σκέψεις που κάνω. Αυτές που έκανα χθες, προχθές, αυτές που έκανα πριν από έναν μήνα, πριν από πολλά χρόνια.

Χάνομαι νυχτιάτικα μέσα σε μια ελώδη πρωτευουσιάνικη σιωπή που πνίγει ακόμα και τις δικές μου άναρθρες κραυγές που μ’  ακολουθά πιστά, βαδίζει πάνω στα δικά μου σημάδια που μπαίνει μέσα μου και είναι αυτή που δυναμώνει και δίνει ανάσες στη ζωή της μοναξιάς.

Με σαγηνεύει όμως αυτή η μοναξιά. Αυτή η πρωτευουσιάνικη παράξενη μοναξιά. Να είσαι και να νοιώθεις μόνος ανάμεσα σε τόσους πολλούς, να φωνάζεις αλλά η φωνή σου να είναι ένας ψίθυρος. Να βγάζεις κραυγές  από μέσα σου αλλά να μην ακούγεσαι από κανέναν, να λες «καλημέρα», «καληνύχτα» μόνο στον εαυτό σου, να είσαι μια μοναδικότητα μέσα σ’ έναν όχλο που δεν νοιάζεται, που σε προσπερνά σαν να μην υπάρχεις, να  τρέχεις αλλά να στέκεσαι ακίνητος. Να ισορροπείς επικίνδυνα μεταξύ σε μια ζωή που κατ’  ανάγκη υπάρχει και στο ακλόνητο πρόσχημα του θανάτου.

Αυτή είναι η δική μου μοναξιά. Μια ασπρόμαυρη και απροσπέλαστη μονήρη σαν κι αυτή που βιώνει ο καθένας από εμάς τους ανθρώπους του Αυγούστου παρακολουθώντας ένα  φίλμ νουάρ του γαλλικού σινεμά μιας παλιάς δεκαετίας…  


Ο Κώστας Ν. Βελούτσος γεννήθηκε, ζει κι εργάζεται στη Μυτιλήνη. Υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.

Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του :  "Σεργιάνι στη ζωή" ,  "Τελευταία Φορά" , "Ζωή από τον θάνατο" ,"Κόκκινα Φεγγάρια" και πρόσφατα "Άλικες Ζωές"

 

Η  στήλη του Lesvosnews.net  "Λόγια ... της Λέσβου"  είναι ανοιχτή σε κάθε φίλο της Λέσβου που γράφει ή θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο διήγημα. Περιλαμβάνει διηγήματα με φόντο τη Λέσβο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στο info@lesvosnews.net

Μοιράσου το άρθρο!