Πολιτισμός

21/12/2014 - 11:11

Οδυσσέας Ελύτης: Μυτιλήνη, η αιώνια επιστροφή του ποιητή

Σπάνια ένας τόπος μικρός, όπως το νησί που γέννησε τη Σαπφώ, μπορεί να συγκροτεί μέσα στον χρόνο μια τόσο πλούσια τοιχογραφία σε πολιτικά προοδευτικές κινήσεις αλλά πρωτίστως σε δημιουργούς (ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες). Με αποκορύφωμα εκείνο του εκλεκτότερου τέκνου του, του δημιουργού της «Μαρίας Νεφέλης», του τιμημένου με το βραβείο Νομπέλ.

 

«Πουθενά σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ο Ηλιος και η Σελήνη δεν συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δεν μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους, όσο επάνω σε αυτό το κομμάτι γης που κάποτε, ποιος ξέρει σε τι καιρούς απίθανους, ποιος θεός, για να κάνει το κέφι του, έκοψε και φύσηξε μακριά, ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους. Μιλώ για το νησί, που αργότερα, όταν κατοικήθηκε, ονομάστηκε Λέσβος και που η θέση του, όπως τη βλέπουμε σημαδεμένη στους γεωγραφικούς χάρτες, δεν μοιάζει να ανταποκρίνεται και πολύ στην πραγματικότητα. Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά μια δυο ώρες αφού το πλοίο της γραμμής εγκαταλείψει τη Χίο είναι σαν να εγκαταλείπει ολόκληρο τον γνωστό κόσμο. Μπαίνει σε θάλασσες που άξαφνα μοιάζουν ανεξερεύνητες και ο απροειδοποίητος ταξιδιώτης, που ταλαντεύεται με το ρυθμό της πρωινής φουσκοθαλασσιάς, κρατημένος από τα κάγκελα της γέφυρας, ατενίζει τον ορίζοντα με το ίδιο αίσθημα που θα είχε σε καιρούς αλλοτινούς ένας τυχερός θαλασσοπόρος».

Αν χρειαζόταν να εξηγήσει κανείς γιατί ο Οδυσσέας Ελύτης είναι ο δημιουργός μιας καινούργιας γλώσσας, θα αρκούσε το απόσπασμα αυτό από το μελέτημά του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», που μας αποκαλύπτει, αν και πεζό κείμενο, την ουσιαστική υφή της ποίησής του. Ενας κόσμος γνωστός, συχνά εξαντλημένος, αποκτά την παρθενικότητα και την επαναμάγευσή του χάρη στον ποιητή, που ταιριάζει με τέτοιον τρόπο τις λέξεις ώστε να μας παραδίδει τα πράγματα - την ίδια τη ζωή - στην αρχέγονη, μυστηριώδη τους σημασία. Οπως θα παραμείνει ο κόσμος αυτός έως της συντελείας των αιώνων, όσες αλλαγές κι αν πρόκειται να γνωρίσουν τα πράγματα στην επιφάνεια.

 

Αν και πρόκειται για ένα στοιχείο που, μαζί με άλλα πολλά, διατρέχει σύνολη την ποίηση του Ελύτη, εντυπωσιάζει βαθιά να το συνειδητοποιούμε τόσο άμεσα σε ένα μελέτημά του για τον ζωγράφο Θεόφιλο που, επόμενο είναι, να τον κάνει να αναφέρεται στη Μυτιλήνη. Γιατί όμως να πιστώνεται η Μυτιλήνη ως γενέτειρα του Ελύτη που, αν και μεγάλωσε και έζησε όλη τη ζωή στην Αθήνα, γεννήθηκε στην Κρήτη; Για τον απλούστατο λόγο ότι τόσο ο πατέρας του όσο και η μητέρα του υπήρξαν γέννημα-θρέμμα της Μυτιλήνης (στη συνέχεια θα σημειώσουμε πώς «συγκροτεί» ο ίδιος ο Ελύτης τη σχέση του με το νησί που αναφέρεται συχνά και ως Λέσβος).

 

Ο πατέρας του Παναγιώτης (Αλεπουδέλης) αλλά και τα αδέλφια του πατέρα του, η Μαριγώ, η Βικτωρία και ο Θρασύβουλος, είχαν γεννηθεί στο χωριό Παναγιούδα, στο ίδιο χωριό όπου είχαν γεννηθεί και ο παππούς του Θόδωρος και η γιαγιά του Αμερσούδα. Ενα παραθαλάσσιο ψαροχώρι η Παναγιούδα, απέναντι από τις μικρασιατικές ακτές, θα χρησιμεύσει ως βάση για την έναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας του πατέρα τού ποιητή Παναγιώτη σε συνεργασία με τον αδελφό του Θρασύβουλο. Με τη συνδρομή του ελαιοκτηματία πατέρα τους, του Θόδωρου, θα κτίσουν στην Παναγιούδα εργοστάσιο σύνθλιψης ελαιών, δραστηριότητα που στα τέλη του 19ου αιώνα θα τη μεταφέρουν στο Ηράκλειο της Κρήτης.

 

Ο,τι είναι το χωριό Παναγιούδα για τον πατέρα του ποιητή, είναι το χωριό Παπάδος (της Μυτιλήνης) για τη μητέρα του Μαρία. Εδώ θα γεννηθεί η ίδια και τα αδέλφια της Πηνελόπη και Στρατής, όπως στον Παπάδο είχε γεννηθεί και ο πατέρας τους, ο Βρανάς Νικολάου - Χατζημιχαλάκης, ενώ η μητέρα τους Μελισσηνή Χατζηβασιλείου είχε γεννηθεί στο χωριό Μεσαγρός. Γονείς και παππούδες αλλά και προπάπποι από την καρδιά της Μυτιλήνης, επόμενο ήταν ο Ελύτης να τη λογαριάσει ως γενέτειρά του και να αναπτύξει μαζί της τους δεσμούς που μας είναι ήδη γνωστοί. Δεσμοί που δεν θα πάψουν να εκπλήσσουν ως προς την αποκαλυπτική δύναμη ενός νησιού, που ο Ελύτης το μετέβαλε από ένα γεωγραφικό σημείο σε «τόπο» ποιητικό, δηλαδή συμπαντικό. Φτάνει να διαβάσουμε λίγους στίχους «Της Σελήνης της Μυτιλήνης»: «Τόσο μου ομόρφηνες τη δυστυχία - που ξέρω: / Μόνο σε Σένα θα το πω παλιά θαλασσινή Σελήνη μου. / Ητανε στο νησί μου κάποτες κει που αν δεν γελιέμαι / Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά / Σ' έφερε μέσ' στον κήπο του παλιού σπιτιού μας /  Κρούοντας βότσαλα μέσ' στο νερό ν' ακούσω /  Πώς σε λένε Σ ε λ ά ν α  και πως εσύ κρατείς /  Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου». Θα αρκούσε το ποίημα αυτό για να έχει «καθαρίσει» τους λογαριασμούς του με τη Μυτιλήνη ο Ελύτης. Αλλά ο δημιουργός των «Προσανατολισμών» ήταν ταυτόχρονα ένας γήινος άνθρωπος, που μέσα από τη φιλία του με ανθρώπους που αγαπούσε ήθελε να γίνεται ποικιλότροπα χρήσιμος και αποτελεσματικός. Ετσι, ανάμεσα στο πρώτο ταξίδι στη Μυτιλήνη, το καλοκαίρι του 1915, ενώ είναι 4 μόλις χρονών, και το τελευταίο του που έγινε τον Σεπτέμβριο του 1986 για να παρευρεθεί στα εγκαίνια της παραλιακής οδού, που είχε ονομασθεί Λεωφόρος Οδυσσέα Ελύτη, θα παρεμβληθούν πολλά ακόμη ταξίδια στο νησί των προγόνων του. Ταξίδια που συνδέονται στο σύνολό τους με κρίσιμες περιστάσεις της ζωής και της δημιουργίας του, σε βαθμό που θα έλεγε κανείς ότι αποτελούσαν μια ευκαιρία προκειμένου να αναζωογονηθεί και να σχεδιάσει άλλου τύπου εξορμήσεις.

Δεν γράφουμε ότι το χρειαζόταν το ταξίδι στη γενέτειρά του για να εμπνευστεί, γιατί για τον Ελύτη δεν χρειαζόταν καμιά μετακίνηση προκειμένου να γράψει. Αν και δύσκολα κατανοείται, η τρομακτική έμπνευσή του συνδυαζόταν με μια μάλλον «ασάλευτη ζωή», αφού τα ταξίδια του (με ηχηρότερο εκείνο στη Σουηδία για την παραλαβή του Νομπέλ) υπήρξαν ελάχιστα, ώστε θα έλεγε κανείς πως ακόμη και κλεισμένος διαρκώς στο ασκητικό του διαμέρισμα, το έργο του θα ήταν αυτό ακριβώς που είναι. Η ελαχιστότερη μετακίνηση άλλωστε του προκαλούσε μεγάλη ταραχή και κατάπληκτος ρωτούσε τον φίλο του, τον σπουδαίο σκηνογράφο Διονύση Φωτόπουλο, πώς γίνεται ένας άνθρωπος, όπως ο ίδιος ο Φωτόπουλος, να ταξιδεύει τόσο πολύ χωρίς να χάνει τον μπούσουλα της ζωής του και της εργασίας του.  Την απαθανατισμένη με τόσους τρόπους σχέση του Οδυσσέα Ελύτη με τη Μυτιλήνη την ενισχύει ιδιαίτερα μια αποστροφή του ίδιου, αμέσως μετά την απονομή σ' αυτόν του Νομπέλ: «Οι αρχαίοι Αιολείς βλέπανε τα πάντα μέσα από τη φύση κι έτσι εξηγούν οι αρχαιολόγοι το γεγονός ότι στη Λέσβο δεν βρίσκουνε μνημεία. Η Αιολίδα κρατούσε επαφή με τις Σάρδεις, το Παρίσι της εποχής. Γι' αυτό και οι γυναίκες στη Λέσβο είχαν ελεύθερα ήθη, ήταν αισθησιακές και κομψά ντυμένες και γι' αυτό μπόρεσε να υπάρξει και η Σαπφώ. Είναι μια παράδοση που έφτασε κατά μυστηριώδη τρόπο ώς τις μέρες μας. Εγώ, που μεγάλωσα στην Αθήνα και όχι στη Μυτιλήνη, όπως λένε, έχω αυτή την αίσθηση, σύμφωνα με κάποιον μυστηριώδη νόμο. Ετσι, ένας φίλος μού είχε πει ότι, όταν διαβάζει τα ποιήματά μου, βλέπει τη Μυτιλήνη».

---------

 φώτο: 

Ο Οδυσσέας Ελύτης ενώ ατενίζει τη θάλασσα από τη βεράντα του αρχοντικού Αλεπουδέλη. Στην ένθετη φωτογραφία, το αρχοντικό που βρίσκεται στη συνοικία της Σουράδας, ανάμεσα σε εντυπωσιακά διατηρητέα μνημεία αρχιτεκτονικής – αδιάψευστους μάρτυρες μιας μεγάλης περιόδου ακμής που έζησε η Μυτιλήνη


Ο Οδυσσέας Ελύτης (πραγματικό ονοματεπώνυμο: Οδυσσέας Αλεπουδέλης, 2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Βραβεύτηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμάται με Νόμπελ. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, ο Ήλιος ο πρώτος και οι Προσανατολισμοί. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

Μοιράσου το άρθρο!