Συνεντεύξεις

19/07/2017 - 06:05

43 χρόνια από την πτώση της Χούντας - Συνέντευξη του Χαράλαμπου Αναγνωστή στον Απόστολο Κομνηνάκα

Με αφορμή την επικείμενη συμπλήρωση της 43ης επετείου από την πτώση της εφτάχρονης χούντας των συνταγματαρχών (24-7-1974), οι ΦΙΜΠΟΔ (Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας) ξεκινούν μια σειρά σχετικών δημοσιευμάτων, αρχής γενομένης από τη συνέντευξη που μας παραχώρησε στις 7-4-2017 ο Χαράλαμπος Χριστόφα Αναγνωστής, που συνελήφθη και εκτοπίστηκε επί δικτατορίας, επειδή τότε ήταν γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη Αγίας Παρασκευής.

 

Συνέντευξη του Χαράλαμπου Αναγνωστή (ΧΑ) στον Απόστολο Κομνηνάκα (ΑΚ)

ΑΚ. Είμαστε στην Αγία Παρασκευή, 7 Απριλίου 2017. Έχουμε μαζί μας το Χαράλαμπο τον Αναγνωστή στο πλαίσιο μιας καταγραφής που κάνουμε για τα ιστορικά γεγονότα της 21ης Απριλίου 1967. Τι συνέβη τότε στον τόπο μας. Ο Χαράλαμπος ο Αναγνωστής ήταν για αρκετά χρόνια Πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού της Αγίας Παρασκευής. Ο πατέρας του ο Χριστόφας Αναγνωστής ήταν ο ιστορικός Πρόεδρος της Κοινότητας (Αγ. Παρασκευής) μετά τη μεταπολίτευση για πολλά χρόνια και ο Χαράλαμπος ήταν από τους νέους που συνελήφθησαν με το πραξικόπημα, γιατί ήταν τότε Γραμματέας της Νεολαίας Λαμπράκη. Θα μας πει ο ίδιος ποιοι και πόσοι άλλοι ήταν από την Αγία Παρασκευή που συνελήφθησαν το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου. Το λόγο έχει ο Χαραλάμπης.

ΧΑ. Τότε εγώ ήμουν γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, αλλά όταν έγινε το πραξικόπημα δεν μ’ έπιασαν την πρώτη μέρα. Εγώ έφυγα αυγή στο χωράφι και θυμάμαι ότι ήρθε κατά τις 10 η ώρα το πρωί να μου το πει ο πατέρας μου. Πραξικόπημα έγινε, λέει, και έγιναν και συλλήψεις. Είχαν πιάσει μέσα στο χωριό μας (από την πρώτη μέρα) τους Παναγιώτη Ευαγγελινό, Γεώργιο Κυπραίο, Παναγιώτη Καρακωνσταντή, Χαράλαμπο Καμναρόκο, Χαράλαμπο Χατζηκυριαζή, Ποσειδώνα Γιαννακή, Απόστολο Τζάνο και άλλους. Όλοι αυτοί ήταν στην Εθνική Αντίσταση. Τον πατέρα μου δεν τον έπιασαν. Η 21η Απριλίου ήταν μέρα Παρασκευή. 22 του μήνα Σάββατο του Λαζάρου, 23 του μήνα Κυριακή του Βαγιού. Εγώ όταν ήρθα από το χωράφι δεν κυκλοφόρησα. Έμεινα στο σπίτι. Ήμουνα τότε αρραβωνιασμένος δυο μήνες. Τη μέρα του Βαγιού πήρα την αρραβωνιαστικιά μου και τον κουνιάδο μου να πάμε στης μάνας μου το σπίτι να συλλυπηθούμε μια γειτόνισσα που πέθανε ο άντρας της. Περάσαμε μέσα από την αγορά, μας είδαν, είχα δει κινήσεις, λέω κάτι δεν πάει καλά και ετοιμαζόμουν. Πήγαμε πράγματι στο πατρικό μας σπίτι. Σε μια στιγμή τους βλέπω που κατέβαιναν. Απ’ το παραθυρόφυλλο πήρε το μάτι μου ένα χωροφύλακα. Βγαίνω από το σπίτι και τους ρωτώ τι συμβαίνει. Λένε, για σένα ήρθαμε. Τους είπα να πάμε από ένα άλλο μέρος, για να μη με δουν από το παράθυρο και ανησυχήσουν. Είδαν βέβαια που αργήσαμε. Βγαίνοντας στο δρόμο ήταν ένας ενωμοτάρχης, και μου λέει, τι είναι αυτά, ρε Χαράλαμπε; Λέω, ποια; Λέει, πάνω στα γραφεία σας τι βρήκαμε; Λέω, τι βρήκατε; Λέει, βρήκαμε ομάδες εθνικόφρονων πολιτών που θέλατε να σφάξετε. Του λέω, σε προκαλώ να τα δημοσιεύσεις τούτη τη στιγμή μέσα στην αγορά να τα δει ο κόσμος. Να δουν ποιοι είμαστε οι Λαμπράκηδες.

Και προχωρούσαμε να πάμε στην αστυνομία. Σε λίγο, μόλις πέρασε μισή ώρα, φέρανε το Νίκο το Τζάνο, που ήταν πρόεδρος της Κοινότητας. Τον βάλανε μαζί μας, τον κατεβάσανε κάτω μέσα σε ένα υπόγειο, δεύτερο. Τρίτον έφεραν το Χριστόφα το Σκαρλατή, που ήταν Πρόεδρος Εργατών Γης. Σπουδαίοι άνθρωποι και οι δυο. Τότε ο Νίκος ήταν καλός σαν Πρόεδρος. Μας έβαλαν μέσα εμάς. Επάνω που ήταν το γραφείο του αστυνόμου ακούγαμε κινήσεις και ποιους χωριανούς μας φέρνανε. Τους φέρνανε μέσα και τους ζητούσαν να τους δείξουν ποιοι δίνανε συνδρομή στην ΕΔΑ, για να τους πιάσουνε. Φέρανε το Νίκο τον Αναστασίου τον Πρόεδρο, φέρανε το Μητρέλ’ τον Κομνηνάκα, φέρανε το Μιχάλη τον Καρούσο, φέρανε τον Τίμο τον Αϊντρά, φέρανε τον πατέρα μου. Ακούσαμε τον πατέρα μου να λέει, αφήστε το γιο μου και στείλετε εμένα. Λέει ο σταθμάρχης, και οι δυο θα φύγετε.

Μετά μας είπαν ότι θα σας πάμε στο Αστυνομικό Τμήμα της Καλλονής. Μας βάλανε μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο και μας πήγαν στην Καλλονή. Δεν είχε συλληφθέντες από άλλα χωριά. Ήμασταν τρία άτομα. Εγώ, ο Νίκος ο Τζάνος και ο Χριστόφας ο Σκαρλατής. Μας βάλανε σ’ ένα δωμάτιο κάτω. Σαν αύριο το πρωί μας φόρτωσαν σ’ ένα αυτοκίνητο και μας πήγαν στην Ακαδημία Μυτιλήνης. Μέσα στο αυτοκίνητο εγώ κι ο Νίκος καθόμασταν μπροστά δεμένοι με χειροπέδες, δεν μας λύσανε τα χέρια. Πίσω δεμένος ήταν ο Χριστόφας ο Σκαρλατής μ’ ένα χωροφύλακα που είχε στο χέρι του πιστόλι. Του είπαμε να κατεβάσει το πιστόλι, αφού ήμασταν δεμένοι και είπε τέτοια εντολή έχω. Μας πήγανε σε μια αίθουσα της Ακαδημίας, όπου είχαν συγκεντρώσει πολύ κόσμο από τη Μυτιλήνη και από άλλα χωριά του νησιού. Ανάμεσά τους και ο Απόστολος Αποστόλου, ο Δήμαρχος Μυτιλήνης.

Ήρθαν επισκεπτήριο από τα χωριά, αλλά δεν μας άφηναν να δούμε τους δικούς μας. Βγάλανε επίτηδες απέξω σκουπίδια και παρουσία δυο χωροφυλάκων βάλανε το Δήμαρχο τον Αποστόλου να τα μαζέψει. Πήγαν πέντε έξι άτομα, ανάμεσα στους οποίους ένας Παπαδέλης, νομίζω κι ο Σταύρος ο Σκοπελίτης, και είπαν στο χωροφύλακα, δεν σέβεσαι την ηλικία του; Τελικά τον βάλανε το δήμαρχο μέσα και τα μαζέψαμε εμείς.

Ήρθε να μας μιλήσει ένας στρατιωτικός διοικητής. Είδε ένα γέροντα από τον Πολιχνίτο με τις βράκες και με την κατσούλα (καπέλο)! Ξ’νόρουδους, ι μπάρμπα Δημητρός. Μάλωσε τη φρουρά. Λέει στο μπάρμπα Δημητρό, μπάρμπα, εσύ κακώς είσαι εδώ. Λέει αυτός, γιατί; Τώρα λέει θα σε πάμε στη γριά. Ποτέ, λέει, δεν πάω. Άμα ξημερώσει, θα πάρω εγώ δυο άτομα που θέλω από δω και θα με πάτε στη γριά. Έτσι και έγινε.

Μέσα στην Ακαδημία ο καθένας μας είχε ένα χράμι ή μια κουβέρτα για να κοιμάται στο πάτωμα. Ούτε τουαλέτες. Είχε ανθρώπους που έπρεπε να κάνουν την ανάγκη τους δέκα φορές τη μέρα. Είχαμε μπετονάκια και κατούραγαν μέσα. Σίτιση ό,τι είχε μαζί του ο καθένας. Δεν μας άφηναν να βγούμε έξω να περπατήσουμε. Τη μέρα που πήγαμε υπολόγισα ότι θα βρίσκονταν στο κτίριο γύρω στα ογδόντα άτομα. Πέντε μέρες κάτσαμε εκεί μέσα. Από την Κυριακή των Βαΐων που μας πιάσανε μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή που μας μπαρκάρισαν.

Μας είπαν ότι μέχρι το Πάσχα θα φύγουμε. Ήρθε και ο Δεσπότης να μας δει και μας είπε ότι κάνουν προσπάθειες για να φάμε κόκκινα αβγά στο σπίτι μας. Το αποτέλεσμα ήταν μια νύχτα να μας φορτώσουν στα τζιπ και να μας πάνε σ’ ένα σαπιοκάραβο που ήρθε φορτωμένο με Θεσσαλούς αγρότες και αγρότισσες, με τα καπέλα, με τα ρούχα της δουλειάς, που τους πήρανε από τα χωράφια. Μέσα στο πλοίο είδαμε ότι είχε κόσμο πολύ. Λέγανε ότι τους πιάσανε την ώρα που κόβανε σανό και θερίζανε. Απέξω από τη Χίο το πλοίο χάλασε. Ρίξανε άγκυρα και περιμέναμε ανήσυχοι. Φοβούμασταν μη μας πνίξουν. Καμιά φορά έρχεται ένα άλλο πλοίο και μας βάζανε στο βίντσι πέντε-πέντε άτομα και μας μετέφεραν από το ένα καράβι (το αρματαγωγό «Αξιός») στο άλλο (αρματαγωγό «Νάξος»). Δεν ξέραμε πού θα μας πήγαιναν. Αλλά την ώρα που μας μετέφεραν μαζί με τον Πάνο τον Ευαγγελινό ακούω έναν και φωνάζει «Ε, Μπάμπη!» Ήταν ένας ναύτης χωριανός μας, ο Γιάννης ο Χιωτέλης. Ήρθε κοντά μας και μας μιλούσε. Τον είδε που μας μιλούσε και τον φώναξε ο καπετάνιος. Λέει, τους ξέρεις; Ναι, χωριανοί μου είναι. Έχει κι άλλους στο καράβι, 10 με 12 άτομα. Πήγαινε να τους πεις ότι τους πηγαίνουμε στη Γυάρο. Και ό,τι ζητήσουνε να τους το δώσεις. Το μόνο που ζητήσαμε από το Γιάννη ήταν ένα μαχαιράκι για να καθαρίσουμε μερικά μήλα που είχαμε μαζί μας.

Σαν αύριο φτάσαμε στη Γυάρο. Μας κατεβάσανε εκεί που ήταν τα κτίρια όπου έμεναν οι παλιοί εξόριστοι. Ήταν χτισμένα με τα τούβλα. Πηγαίναμε με τα πόδια στους διάφορους όρμους που μας προόριζαν. Εμείς πήγαμε στον 7ο όρμο. Τρώγαμε από ένα καζάνι φαγητό. Βρίσκαμε πολλούς σκορπιούς κάτω από τις πέτρες. Μας έδιναν μια σκόνη και ρίχναμε. Νερό μας έφερνε μια υδροφόρα για να πιούμε. Φαγητό μαγειρεύανε στο καζάνι κι έπαιρνε ο καθένας τη μερίδα του. Πότε ρεβίθια, πότε φασολάδα. Δυο μήνες μέναμε μέσα στις σκηνές. Τα κτίρια της περιόδου του Εμφυλίου τα είχαν γεμίσει με άλλους κρατουμένους πριν μας πάνε εκεί πέρα. Γυρίζαμε στις σκηνές, βλέπαμε τους πατριώτες μας, γνωριστήκαμε με άλλο κόσμο. Δεν είχε ξυλοδαρμούς και τέτοια. Πηγαίναμε από τον ένα όρμο στον άλλο, συζητούσαμε, λέγαμε ιστορίες. Δεν είχε ούτε εφημερίδα ούτε παιχνίδια – τάβλι ή χαρτιά – για να περάσουμε την ώρα μας. Δυο μήνες και πλέον που έμεινα εκεί πέρα γράμμα δεν πήρα. Το γράμμα που έστειλα εγώ το πήρανε οι δικοί μου. Αυτοί μου στείλανε δυο – τρία γράμματα, αλλά δεν πήρα κανένα. Στο δικό μου όρμο, εκτός από Αγιαπαρασκευώτες, ήταν ο Ανδρέας Αδαλής από το Μανταμάδο, ένας Νικολακόπουλος, ο μπάρμπα-Σταύρος ο Πρινάρης, από τους παλιούς κομουνιστές. Μου έκανε εντύπωση η πραότητά του. Αυτοκτόνησε αργότερα στο Μανταμάδο. Είχε κάνει εξόριστος στη Γυάρο και επί Εμφυλίου. Το Δημήτρη το Βέη τον είχαν σε άλλο όρμο. Μετά μας είπαν ότι, άμα αναγνωρίσεις την κυβέρνηση μπορείς να φύγεις. Όποιος έκανε τέτοια δήλωση γύριζε πίσω. Φεύγανε ομάδες – ομάδες. Εμείς φύγαμε από τους τελευταίους.

Μας κατεβάσανε στην Αθήνα και μετά ήρθαμε εδώ πέρα και ήμασταν υπό περιορισμό. Δυο φορές τη βδομάδα και για δυο μήνες πήγαινα στην αστυνομία και έδινα το παρών. Σ’ αυτό το διάστημα παντρεύτηκα. Πήγαμε να κάνουμε το μήνα του μέλιτος στην Αθήνα και ήμουν υποχρεωμένος να πηγαίνω να δίνω παρών. Μέναμε σ’ ένα καλό ξενοδοχείο στην Ομόνοια. Πήγα σ’ ένα κοντινό αστυνομικό τμήμα και μου λέει ο αστυνόμος, σοβαρά τα λες αυτά τα πράματα; Γέλαγε ο άνθρωπος. Άντε, λέει, φύγε από δω και μη ξανάρθεις.

Όταν γύρισα στο χωριό, δεν με ενόχλησαν. Δεν υπήρχαν γραφεία της ΕΔΑ. Ήταν όλα απαγορευμένα. Κάναμε μυστικά τον αγώνα μας για να ρίξουμε τη χούντα. Μετά την πτώση της χούντας ανασυγκροτήθηκε η κομματική οργάνωση του ΚΚΕ στο χωριό. Ήμασταν τόσοι πολλοί που δεν χωρούσαμε στα γραφεία μας. Μετείχα στους αγώνες, στις κινητοποιήσεις, στα φεστιβάλ μέχρι που γέρασα. Είμαι γεννημένος το 1938.

 

Μοιράσου το άρθρο!