Συνεντεύξεις

27/06/2016 - 14:53

Μαίρη Κόντζογλου: «Αν δεν αλλάξουμε τρόπο εκλογής αυτών που μας κυβερνούν, σε παγκόσμια κλίμακα, δεν πρόκειται να σταματήσει η προσφυγιά»

    <
    li style="text-align: justify;">«Η Λέσβος είναι σαν πολλά νησιά μαζί!»
  • «Στην Καππαδοκία δεν πηγαίνεις ποτέ μόνο μία φορά. Ο τόπος σε καλεί και σε περιμένει.»

 

Συνέντευξη της Μαίρης Κόντζογλου στη Ράνια Μπουμπουρή

Με αφορμή την επίσκεψη της Μαίρης Κόντζογλου στη Μυτιλήνη για την παρουσίαση της τριλογίας της «Τα Παλιά Ασήμια» από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο (Τα Παλιά Ασήμια, Μια προσευχή για τα Παλιά Ασήμια, Πέρα από τα Παλιά Ασήμια), που θα γίνει την Πέμπτη 30 Ιουνίου στις 8:30 το βράδυ, στο βιβλιοπωλείο «Book & Art» (Κομνηνάκη 5, τηλ. 22510.37961), η δημοσιογράφος-συγγραφέας Ράνια Μπουμπουρή συζήτησε μαζί της για τις αλησμόνητες πατρίδες, την προσφυγιά, τις δυνάμεις που βοηθούν ν’ αντεπεξέλθουμε στις δυσκολίες της ζωής και αυτές που μας δίνουν ελπίδα για το μέλλον.

 

Κυρία Κόντζογλου, η τριλογία σας «Τα Παλιά Ασήμια» για τις αλησμόνητες πατρίδες –και τους αλησμόνητους έρωτες, βεβαίως– γνωρίζει αξιοσημείωτη επιτυχία και έχει αγαπηθεί πολύ. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας σας;

Η τριλογία μου αυτή είναι προϊόν ενός μεγάλου έρωτα –αυτού που αισθάνθηκα για την Καππαδοκία–, μιας μεγάλης ιστορικής, εθνολογικής και κοινωνιολογικής έρευνας που έκανα μόλις αποφάσισα πως αυτό ήταν το επόμενο θέμα μου και, βέβαια, είναι αποτέλεσμα μιας μεγάλης προσπάθειας που έκανα, ώστε να γραφούν με αγάπη για την ελληνική γλώσσα και σεβασμό στη λογοτεχνία 2.100 σελίδες. Οι αναγνώστες όλα αυτά τα αντιλαμβάνονται και ανταποκρίνονται ανάλογα.

 

Αν και δεν έλκετε την καταγωγή σας από την Καππαδοκία, την επιλέξατε ως πατρίδα των ηρώων σας. Πότε και πώς έγινε αυτή η επιλογή; Πόσο χρόνο περίπου σας πήρε η έρευνα των ιστορικών στοιχείων;

Η επιλογή έγινε γιατί, στην πρώτη επίσκεψή μου στην Καππαδοκία, γοητεύτηκα από την ομορφιά της. Μελετώντας την, γοητεύτηκα και από τη μακραίωνη ιστορία της. Αυτό έγινε το 2011 και η έρευνα κράτησε 4 χρόνια και 6 μήνες, όσο και η συγγραφή της τριλογίας.

 

Η εξιστόρησή σας ποικίλλει χρονικά από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ανάλογα με τη ζωή των ηρώων που παρακολουθούμε κάθε φορά: από το 2004 περνάμε στο 1899, από το 1919 στο 1958, στο 1922… Όσο ενδιαφέρον είναι αυτό για τον αναγνώστη, άλλο τόσο δύσκολο φαντάζει συγγραφικά. Πώς καταλήξατε σε αυτή τη δομή;

Δεν κατέληξα στη συγκεκριμένη δομή εγώ, κατέληξε η ιστορία από μόνη της. Δεν ξέρω αν μπορώ να σας δώσω να το καταλάβετε, πάντως δεν προσχεδιάζω τίποτα, ξεκινάω να γράφω για το θέμα που με ενέπνευσε και γίνεται κάτι μαγικό. Όλα παίρνουν τον δρόμο που αυτά έχουν διαλέξει… Και βέβαια, όχι, δεν είναι καθόλου δύσκολο. Λίγη μαγεία χρειάζεται. Και έρωτας γι’ αυτό που κάνεις.

 

Ποιος από τους ήρωες της τριλογίας είναι πιο κοντά στη δική σας ιδιοσυγκρασία και γιατί;

Νομίζω ο Άλεξ. Για αρκετά πράγματα. Για το χιούμορ, ας πούμε. Και για τον τρόπο που βλέπει τον έρωτα, τη ζωή, τους ανθρώπους.

 

Ασχολείστε με ένα θέμα όχι ιδιαίτερα προσφιλές συγγραφικά, την ανταλλαγή των πληθυσμών, που ταλαιπώρησε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Τι είναι αυτό, κατά τη γνώμη σας, που τους βοήθησε να σταθούν στα πόδια τους μέσα στις τόσο αντίξοες συνθήκες της εποχής;

Ακριβώς. Η ανταλλαγή των πληθυσμών είναι ένα θέμα σχετικά παρθένο στη λογοτεχνία, σε αντίθεση π.χ. με τη Μικρασιατική καταστροφή. Ήταν κι αυτός ένας λόγος που επέλεξα να ασχοληθώ με την Καππαδοκία. Τι τους βοήθησε να σταθούν στα πόδια τους; Μα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, κυρίως αυτό. Δευτερευόντως, τους συγκεκριμένους ανθρώπους, δηλαδή τους Καππαδόκες, για τους οποίους μιλάω σ’ αυτή την τριλογία, και η βαθιά τους πίστη και ευλάβεια.

 

Σήμερα, σχεδόν εκατό χρόνια μετά, στη χώρα μας καταφθάνουν και πάλι δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες πασχίζοντας να ξεφύγουν από τον θάνατο. Θα σταματήσει, άραγε, ποτέ η μανία του ανθρώπου να εξοντώσει τον συνάνθρωπο;

Όταν έγραφα το τρίτο μέρος, το Πέρα από τα Παλιά Ασήμια, και έπρεπε να διηγηθώ με τόσες λεπτομέρειες την προσφυγιά, ούτε μπορούσα να φανταστώ πως λίγους μήνες μετά το ίδιο θέμα θα ήταν τόσο επίκαιρο –δυστυχώς– και με τέτοιες ομοιότητες. Εσείς, φυσικά, το γνωρίζετε πολύ καλύτερα από εμάς τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά θα μου επιτρέψετε να κάνω έναν παραλληλισμό. Τον Σεπτέμβριο του 1924, η ηρωίδα μου Σεβαστή Χατζηαβράμογλου, κρατώντας ένα βρέφος στην αγκαλιά και αφού έχει διασχίσει μια στέπα, φτάνει στις ακτές της Μερσίνας. Δεν ξέρει από θάλασσα, όπως ούτε και οι πρόγονοί της. Η κοπέλα, αν και χριστιανή, φοράει μαντίλι στα μαλλιά – οι Καππαδόκισσες δεν κυκλοφορούσαν ασκεπείς. Μπαίνει σε ένα σαπιοκάραβο και με κίνδυνο της ζωής της διασχίζει μια άγνωστη θάλασσα και φτάνει σε μια άγνωστη χώρα, παρά το γεγονός πως έχει έντονη ελληνική συνείδηση, όπως όλοι οι Μικρασιάτες. Η Σεβαστή Χατζηαβράμογλου είναι αποφασισμένη να χαρίσει στο παιδί που κρατά στην αγκαλιά –και που συμβολίζει το μέλλον– ένα καλύτερο «αύριο». Αυτή η εικόνα λοιπόν, 90 χρόνια μετά, είναι ίδια εξαιτίας των μεγάλων συμφερόντων που βάζουν τους ανθρώπους να εξοντώνουν ο ένας τον άλλον.

 

Τι σας δίνει ελπίδα στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης;

Πολλά πράγματα. Η ομορφιά της ίδιας της χώρας μας. Μερικοί άνθρωποι που δεν μας έχουν κατακλέψει και δεν έχουν πάρει μίζες μέχρι και για τα τρισέγγονά τους. Κάποια Ελληνόπουλα που διακρίνονται στο σχολείο παίρνοντας βραβεία στα Μαθηματικά, στη Φυσική, σε διάφορες επιστήμες, στον αθλητισμό και όχι στα talent shows. Τα καλά βιβλία που εξακολουθούν και γράφονται. Οι ωραίες μουσικές – που πρέπει να τις ψάξεις, γιατί μόνο τα κρατικά ραδιόφωνα τις προβάλλουν, τα ιδιωτικά κανάλια και ραδιόφωνα έχουν εγκληματήσει βαριά και για τις τέχνες. Πολλά, υπάρχουν πολλά πράγματα που με γεμίζουν αισιοδοξία. Δεν ονειροβατώ, ξέρω πολύ καλά τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αλλά ελπίζω και δουλεύω γι’ αυτό.

 

Έχετε επισκεφθεί άλλη φορά τη Λέσβο; Ποια είναι η εικόνα σας για το νησί;

Ναι, έχω έρθει μια φορά πριν από πολλά χρόνια. Με τη Λέσβο έχω ασχοληθεί στην άλλη τριλογία μου, τους «Μεσημβρινούς της Ζωής». Μου αρέσει η Λέσβος, είναι σαν πολλά νησιά μαζί, και βουνό και παραλίες και ιστορία πανάρχαιη και έξοδος και είσοδος στη χώρα από αρχαιοτάτων χρόνων, ευλογημένη φύση, ωραία μουσική. Επίσης, έχω μάθει πως υπάρχει μεγάλη πολιτιστική δραστηριότητα και αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο.

 

Τι σκέφτεστε για το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα;

Το προσφυγικό είναι άλλο θέμα από το μεταναστευτικό, δεν νομίζω πως πρέπει να μπαίνουν μαζί. Οι πρόσφυγες φεύγουν γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, γιατί κινδυνεύει η ζωή τους. Οι μετανάστες επιλέγουν να φύγουν για οικονομικούς κυρίως λόγους. Το προσφυγικό είναι μια από τις αιμορραγούσες πληγές της ανθρωπότητας. Αν δεν καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό κι αν δεν αλλάξουμε τρόπο εκλογής αυτών που μας κυβερνούν –παγκόσμια, εννοώ– δεν πρόκειται να σταματήσει η προσφυγιά.

 

Τον περασμένο Οκτώβριο, διοργανώθηκε από το δίκτυο Μikrasiatis.gr και τις Εκδόσεις Μεταίχμιο ένα ταξίδι στην Καππαδοκία με ξεναγό εσάς! Πώς προέκυψε η πρωτότυπη αυτή ιδέα και ποιες εντυπώσεις σάς άφησε εκείνο το ταξίδι;

Η ιδέα προέκυψε από την Καππαδοκία, όπως παρουσιάζεται μέσα στα «Παλιά Ασήμια». Το ταξίδι ήταν καταπληκτικό! Για μένα ήταν η τρίτη φορά που επισκεπτόμουν τα άγια χώματα του τόπου αυτού, για τους περισσότερους ήταν η πρώτη. Παρ’ όλα αυτά, γνώριζαν την Καππαδοκία με λεπτομέρεια, έχοντας διαβάσει τα δύο βιβλία της τριλογίας – το τρίτο ήταν υπό έκδοση. Νομίζω πως όλοι, όποτε μπορέσουμε, θα ξανακάνουμε το ταξίδι. Στην Καππαδοκία δεν πηγαίνεις ποτέ μόνο μία φορά. Ο τόπος σε καλεί και σε περιμένει.

 

Υπάρχει κάποια φράση ενός αναγνώστη για τη δουλειά σας, η οποία θα σας μείνει αξέχαστη;

Πολλές. Θα σας πω μια που προέρχεται μάλιστα από εδώ, από το νησί σας. Μια αναγνώστρια, όταν διάβαζε τους «Μεσημβρινούς της Ζωής» μού είπε πως μόλις είχε ανοίξει το εποχιακό μαγαζάκι της, κάπου ανατολικά, δεν θυμάμαι το χωριό. Και μου είχε γράψει επί λέξει: «Διαβάζω το βιβλίο σας και παρακαλώ να μην πατήσει άνθρωπος στο μαγαζί και με διακόψει».

 

Η τριλογία σας «Τα Παλιά Ασήμια» αριθμεί 2.100 σελίδες, ενώ και τα προηγούμενα έργα σας είναι πολυσέλιδα. Δεδομένου ότι είστε μια εργαζόμενη γυναίκα, είναι αδύνατον να μην απορήσουμε: Πότε προλαβαίνετε;

Όταν αγαπάς αυτό που κάνεις, βρίσκεις χρόνο – δεν χρειάζεται να το ακούσετε από εμένα αυτό. Οι μέρες μου είναι όπως ακριβώς όλων των ανθρώπων. Άλλοτε γεμάτες και άλλοτε πιο «ελαφριές». Στις πολύ γεμάτες μέρες μού αρέσει να γράφω στο τέλος, λίγο πριν κοιμηθώ, και να μου λένε «καληνύχτα» οι ήρωές μου. Στις πιο «ελαφριές» μπορεί να γράφω και όλη τη μέρα. Δεν έχω συνταγές ούτε και προγράμματα.

 

Ποια άλλη ιστορική εποχή σάς γοητεύει, αλλά δεν έχετε ασχοληθεί ακόμη μαζί της συγγραφικά;

Με γοητεύει το μέλλον. Προσπαθώ να το φανταστώ…

 

Ευχόμαστε να έχετε πάντα υγεία και έμπνευση για τα επόμενα βιβλία σας!

Σας ευχαριστώ πολύ και αντεύχομαι.

Μοιράσου το άρθρο!