Λόγια...της Λέσβου

24/12/2016 - 11:44

Άγιος Βασίλης έρχεται, απ’του Κατσιναβάκη*

 

Πλατεία Αλυσίδας

(Άγιος Βασίλης έρχεται, απ’του Κατσιναβάκη*)

……………………………………………….

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, καθόταν έξω στη σκάλα της κουζίνας. Ο Παναγιώτης πήγαινε πρώτη, εκείνη νηπιαγωγείο.

«Τι του ζήτησες;» τη ρώτησε ο Παναγιώτης

«Έναν κατσουλίνο με ολόκληρο το κουκλοθέατρο και άλλες κούκλες.»

«Ολόκληρο κουκλοθέατρο;»

«Και τι πειράζει; Άγιος είναι!»

«Εσύ;»

«Μια κούκλα απ’αυτές τις λιγνές, που τις αλλάζεις ρούχα.»

«Έτσι θα γίνω, άμα μεγαλώσω.», είπε χαμογελώντας με σιγουριά, τσιτώνοντας τη φούστα της.

«Αποκλείεται.»

«Γιατί;»

«Γιατί αυτές είναι ξανθιές, ενώ εσύ μαυριδερή με σμιχτά φρύδια.»

«Βλάκα!», είπε κι έφυγε κακοκαρδισμένη.

Μέσα στο σπίτι γινόταν ετοιμασίες για το «κάλεσμα». Άνοιγαν τραπέζια, έβαζαν παρατράπεζα, σκούπιζαν, μαγείρευαν, άνοιγαν οι μπουφέδες έβγαιναν τα καλά σερβίτσια, τα καλά κρυστάλλινα ποτήρια, τα καλά τραπεζομάντηλα, οι τσόχες σιδερώνονταν ενώ η μπάντα του Ορφανοτροφείου ακουγόταν από μακριά και όλο πλησίαζε στην πλατεία.

«Να πάω;»

«Θα περάσει κι από δω, περίμενε».

«Και μετά, θα περάσουν κι οι καραβανάδες;»

«Οι καραβανάδες; Ο πατέρας σου στα μαθαίνει αυτά ε; Μην τα πεις παραέξω!  Τη μπάντα του στρατού εννοείς; Άντε να δούμε πού θα καταλήξεις εσύ!».

Κι εκείνη ονειρευόταν να «καταλήξει» στο τσίρκο!

………………….…………………………………..

«Κοιμήσου γιατί το βράδυ δεν θ’αντέξεις.» Πού να κολλήσει όμως ύπνος στη μαυριδερή σμιχτοφρύδα. Κουκούτσια είχε το κρεβάτι! Σηκώθηκε πάλι.

«Μέρα που’ναι, να μου βάλετε  ρόλεϊ;» ρώτησε δειλά.

«Με τέτοια φούρια; Μόνο τα ρόλεϊ μας μάραναν!».

«Τότε κάντε μου έναν κότσο!»

«Με τον κότσο, θα ‘σαι σαν ποντίκι! Τι να κάνουμε, δεν πήρες τα σγουρά μαλλιά του πατέρα σου! »

«Μα, θέλω να δείχνω όμορφη!»

«Θα σε κάνω μισά - μισά και βρολίδα», είπε για να την ξεφορτωθεί.

«Και εννοείται ότι σήμερα δεν θα παλέψεις με τον Αναστάση! Δεν θα κυλιέστε κάτω σαν αγρίμια!»

Η ώρα έφτασε, την έντυσαν με καρό φουστάνι, τη χτένισαν κατά τα συμφωνηθέντα και όταν χτύπησε του κουδούνι έπιασε θέση στην οπισθοφυλακή της υποδοχής, δίπλα στον μεγάλο καθρέφτη.

 Οι καλεσμένοι έρχονταν ο ένας πίσω από τον άλλο, κάποιοι έφεραν και τα παιδιά τους. Ευχές, αρώματα, θροΐσματα από καλσόν και μεταξωτά φουστάνια, γουργουρητά, φιλιά σταυρωτά και σημάδια από κραγιόν.

«Εδώ είσαι δεντρογαλιά;»** της είπε χαρούμενα ο Νίκος, προχωρώντας προς το σαλόνι  και της ανακάτεψε τα μαλλιά. Γύρισε και κοίταξε τον καθρέφτη να δει αν πράγματι μοιάζει με δεντρογαλιά.

Η Ελένη κι ο Βύρων, ένα καλάθι με ποτά και μια ορχιδέα.

«Να κι η μαϊμουδίτσα!» την αγκάλιασε η Ελένη και τη φίλησε. Γύρισε και κοίταξε πάλι τον καθρέφτη να δει αν μοιάζει με μαϊμού.

Οι αφίξεις συνεχίζονταν, το ίδιο και τα σχόλια. Ο Γιάννης, που είχε να τη δει από το καλοκαίρι, φώναξε: «Ωω, το νταλντίκ’***! Ψήλωσε!» και τη σήκωσε ψηλά. Ε, αυτό πια παραήταν! Πριν προλάβει όμως, να παρεξηγηθεί, πλακώσαν τα ξαδέρφια. Ο Αναστάσης ο πιο μικρός, μπήκε με φούρια, πέταξε το παλτό του κάτω και  φώναξε: «ΠΑΛΕΥΟΥΜΕ;»

«ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ!», φώναξε εκείνη  και όρμησε πάνω του, όμως η μαμά της την συγκράτησε από την κοτσίδα.

«Παλεύουν οι δεσποινίδες;» τη ρώτησε με νόημα.

Τα πειραχτήρια ξαδέλφια έπιασαν θέσεις στο τραπέζι που ήταν στρωμένο για τα παιδιά. Δεν ήθελε να κάτσει δίπλα τους, γιατί θα μαρτυρούσε, αλλά ήταν  τρία τα θηρία, οπότε αναγκαστικά έκατσε δίπλα σ’έναν.

«Κάνεις ακόμα πιπίλα;» τη ρώτησε.

«Ναι.» του απάντησε χωρίς να το σκεφτεί, κι όλοι οι υπόλοιποι έσκασαν στα γέλια.

Τα άλλα παιδιά έλεγαν πόσα χρήματα μάζεψαν από τα κάλαντα.  Τους ζήλεψε.

«Εσύ δεν βγήκες να τα πεις;», τη ρώτησε ένα κορίτσι.

«Αφού τα λέει άλλα ‘ντ’άλλων!» βιάστηκε να πει ο ένας ξάδερφος.

«Άλλα ‘ντ’άλλων είναι από μόνα τους.», είπε. «Εγώ προσπαθώ να τα πω με νόημα!»

«Έλα, πες λίγο… πες εκεί που τα ελάφια κάνουν μπεεεεεεεε!»

«Όχι, γιατί όποτε τα λέω, γελάτε.»

Πέρασε μια βραδιά υπομένοντας τα χοντρά τους πειράγματα, τα κρύα αγορίστικα αστεία τους. Έπαιξαν και ξερή. Έχασε, όπως πάντα. Τα μπέρδεψε. Έχανε τη σειρά της. Δεν είχε «ρέντα», όπως έλεγαν οι μεγάλοι.

Ο χρόνος άλλαξε. Τα φώτα έσβησαν, ξανάναψαν. «Έεενα κομμάτι του σπιτιού, έεενα της εργασίας..»

-«Όχι, ένα του Χριστού και της Παναγίας» διόρθωσε κάποιος.

«Δεν έχουν ανάγκη», είπε μεσ’απ’τα δόντια του και συνέχισε χωρίς να του δώσει σημασία «Έεενα των εργαζόμενων της εργασίας …..».

Και το φλουρί, έπεσε στην όμορφη Ελένη, που δεν έμοιαζε ούτε με δεντρογαλιά, ούτε με μαϊμού, ούτε με νταλντίκι, αλλά είχε τα μαλλιά της ωραίο κότσο, χωρίς να είναι σαν ποντίκι και φορούσε όμορφο μεταξωτό φόρεμα και λουστρινένιες γόβες. Το χάρηκε πολύ και το κοίταζε μια κοντά, μια μακριά. «Πρώτη φορά ..»  έλεγε και γινόταν ακόμη πιο όμορφη.

 Φώναξε τη μητέρα της παράμερα: «Άντε δε θα φύγουν πιά;»

«Ακόμα. Τώρα θα παίξουμε χαρτιά.»

«Κι ο Αη Βασίλης;;;»

«Κάνε υπομονή!»

Υπομονή! Μια κουβέντα είν’αυτή.

 «Θες να σε βάλω για ύπνο;»

«Όχι! φέτος έχω αποφασίσει να τον τσακώσω!»

«Όσο σε βλέπει ξύπνια δε θα’ρθει!»

«Τι βαρέθηκε;» είπε ο Γιάννης. « Έλα δω, έλα να σε ρωτήσω κάτι.»

Πήγε και στάθηκε μπροστά του.

«Τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιόν είχαν πατέρα;»

Τι ανόητη ερώτηση! Δεν απάντησε αμέσως. Τον κοίταζε και σκεφτόταν ότι παραείναι εύκολο να πει «Τον Ζεβεδαίο», μάλλον παγίδα είναι και το «Ζεβεδαίος» είναι άραγε  μικρό όνομα ή  επίθετο;

«Προβληματίστηκε!» είπε γελώντας ενώ την κοίταζε σκυμμένος μέσα απ’τα κοκάλινα γυαλιά του.

«Μπορεί να είχαν άλλον πατέρα;» τον ρώτησε δειλά.

Επενέβη η γυναίκα του: «Άσ’τον παιδί μου! Τα παιδιά του Ζεβεδαίου είχαν πατέρα τον Ζεβεδαίο!» και του είπε χαμηλόφωνα: «Μην πιείς άλλο, γίνεσαι ανόητος.»

«Προβληματίστηκε, όμως!» ξαναείπε στη γυναίκα του γελώντας.

Άρχισε να νυστάζει. «Αχ, πότε θα ξεκουμπιστούν!».

 Έκατσε στον καναπέ. Ήθελε να κάνει πιπίλα. Μία καλεσμένη φορούσε μια ωραία μπλούζα μοχέρ. Και τι δεν θα’δινε να ‘χε ένα μπάμπαλο από την μπλούζα αυτή! Έκλεινε τα μάτια και φανταζόταν να κάνει πιπίλα με τον αντίχειρα στο στόμα τρίβοντας το λευκό χνούδι κάτω από τη μύτη. Όμως δεν ήταν σωστό. Αν την έπαιρναν είδηση…. Περίγελος θα γινόταν πάλι. Όμως η μοχέρ μπλούζα ήταν ακατανίκητη! Η πιπίλα πάθος! Ένα τόσο δα μπαμπαλάκι ήθελε, τι πειράζει; Σηκώθηκε και πήγε κοντά της με τρόπο. Τσίμπησε γρήγορα δυό τρεις φορές τη μοχέρ μπλούζα και είπε σιγανά «ευχαριστώ».

 Η καλεσμένη παραξενεύτηκε, πήγε κάτι να πει, αλλά την πρόλαβε η διπλανή της: «Είναι τριχομανής!» της ψιθύρισε.

Η κυρία με τη μοχέρ μπλούζα σήκωσε τα φρύδια της σα να θυμήθηκε κάτι. Αυτό θα πει ευγένεια! Τάκτ! Μπράβο!

……………………………………………………………..

Χτύπησε το κουδούνι. Κανένας δεν σηκωνόταν ν’ανοίξει. Όλοι έπαιζαν χαρτιά. Τρέχει στην πόρτα. Ανοίγει. Κανείς. Στο πλατύσκαλο, ένα πακέτο. Το παίρνει και πάει στο σαλόνι.

«Δεν ήταν κανείς. Κάποιος άφησε αυτό.», είπε.

«Τι; Ήρθε ο Άγιος Βασίλης;», είπε ο πατέρας της.

Αμέσως έτρεξε στο παράθυρο.

(Ένας άνδρας κουκουλωμένος, έτρεχε στο απέναντι στενό.)

 «Να’τος!! Τον είδα! Χτυπούσε το  τζάμι. «Αη Βασίλη! σε είδα, βρε!» Φώναζε. «Τρέχει!! Ελάτε να τον δείτε!!»

 «Σχολάει ο «Κατσιναβάκης»* είπε κάποιος στο σαλόνι και οι άλλοι γέλασαν.

Η χαρά της ήταν τόσο μεγάλη, χάλασε τον κόσμο, χοροπηδούσε, τραβολογούσε τα ξαδέλφια. «Επιτέλους τον είδα! Είστε χαζοί που δεν σηκωθήκατε, χάσατε!». Κάποιος πήγε κάτι να πεί, αλλά ο πιο μεγάλος τον κλώτσησε. Έτσι,  πέρασε ώρα για να συνειδητοποιήσει ότι το πακέτο ήταν μικρό.

Όταν συνήλθε από την ταραχή της, το κατάλαβε. Πήγε στο σαλόνι.

«Άνοιξέ το, τι μας κοιτάς!»

Έσκισε το κόκκινο περιτύλιγμα.

«Ωχ! Ένα .. βιβλίο… Το χρυ-σο α-λο-γο …» Μη χειρότερα! Λάθος έγινε; Το κουκλοθέατρο;

Το βιβλίο έκανε τον γύρο του μεγάλου τραπεζιού  από χέρι σε χέρι. «Για να δώ; ΑΑΑ, τι μεγάλα γράμματα!»

«Αααα, τι ωραίο βιβλίο!»

«Ε, αφού το έφερε ο Άγιος Βασίλης, θα το διαβάσεις!»

«Μη μου πεις! Παιδί νηπιαγωγείου και διαβάζει;»

 «Ναι, διαβάζω…» (Που να΄ταν μαύρ’η ώρα…).

………………………………………

Το άλλο πρωί χτύπησε την πόρτα ο Παναγιώτης. Κρατούσε στο χέρι του ένα αυτοκίνητο φορτηγό.

«Ήρθα να δω το κουκλοθέατρο», είπε.

«Άστα...» Πήγε μέσα και του έφερε «Το χρυσό άλογο».

«Βιβλίο!!!»

Σήκωσε τους ώμους της στεναχωρημένη.

«Η κούκλα η λιγνή;» τον ρώτησε.

Της έδειξε το φορτηγό. «Τ’αγόρια δεν παίζουν με κούκλες..».

Αμίλητη, άδειασε τα κουζινικά της με θόρυβο πάνω στη βελέντζα.

«Να σε ψήσω ένα καφεδάκι;», τον ρώτησε.

…………………………………………….

 

* Καφενείο στην πλατεία Αλυσίδας

** Δεντρογαλιά –σκιουράκι

*** νταλντίκ’- θαλασσοπούλι, που ζει στις ανατολικές ακτές της Λέσβου και στα απέναντι παράλια.

 

 (Απόσπασμα από τις σημειώσεις της Τζώρτζιας Ρασβίτσου, «Πλατεία Αλυσίδας και Άνω»)

Μοιράσου το άρθρο!