Λόγια...της Λέσβου

18/01/2014 - 09:28

Ανατολικά της Λέσβου

του Κώστα Βελούτσου *

Τουρκία. Οκτώβριος.

Το καραβάκι με τους λιγοστούς επιβάτες  είχε ξεκινήσει εκείνο το μουντό πρωινό από το λιμάνι της Σμύρνης με προορισμό αυτό της Μυτιλήνης.  Άλλωστε η κίνηση ήταν εμφανώς περιορισμένη από τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου.  Καμιά δεκαριά όλοι τους, που απ’ όλους αυτούς ξεχώριζε ο Ερόλ.

Από την πρώτη στιγμή ήταν στον εξωτερικό  χώρο του πλοίου μόνος του, και κρατώντας έναν χάρτη του νησιού σημείωνε τις διαδρομές πάνω σ’ αυτόν.   Με κόκκινο είχε σημαδέψει τον δρόμο από την Μυτιλήνη ως την Πέτρα.

Ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος  με μια πρωτόγνωρη αγωνία στο πρόσωπό του, και με το βλέμμα του πάντα στο νησί που σε λίγη ώρα θα έφταναν. 

Η τουρκική  σημαία κατέβηκε από τον ιστό της και κάποιος από το πλήρωμα ανέβασε ψηλά την γαλανόλευκη.  Πλησίαζαν  στη Λέσβο και παρά την χαμηλή νέφωση, ήδη διακρίνονταν τα παράλια της όπως και τα μεγάλα κτίσματα που βρίσκονταν παράκτια της πρωτεύουσας του νησιού.  Ακόμα και τα σπίτια είχαν αρχίσει να φαίνονταν αχνά όσο προσέγγιζαν το νησί, αλλά εκείνο που ξεχώριζε από μακριά ήταν ο ναός του Αγίου Θεράποντα  ακριβώς στη μέση του λιμανιού.

 Απ’ το  αεροδρόμιο ως την Επάνω Σκάλα, όλα φαίνονταν τόσο καθαρά, και ένα μέλος του πληρώματος που εκτελούσε ανεπίσημα χρέη ξεναγού,  έδειχνε στους επιβάτες τα σημεία της πόλης που θα έπρεπε να επισκεφθούν.

Οκτώβρης μήνας, και  το πολυπόθητο ταξίδι στην Μυτιλήνη για τον Ερόλ ήταν πια γεγονός, μια κι απείχε απ’ αυτό μόλις λίγα  λεπτά της ώρας. Από το καλοκαίρι είχε βγάλει τα εισιτήρια, και από τον χάρτη  είχε δει όλα τα χωριά της Μυτιλήνης, αλλά όταν ο δείκτης του χεριού του έφτασε  στην Πέτρα η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Κι εκεί στάθηκε αρκετή ώρα  το δάχτυλό του αδυνατώντας θαρρείς να συνεχίσει. Ένα χαμόγελο  βγήκε από μέσα του, και μια ικανοποίηση μόλις διαγράφονταν στο πρόσωπό του.

Μέχρι και τις πρώτες του ελληνικές λέξεις έμαθε με την βοήθεια ελληνοτουρκικών λεξικών, αλλά και της μητέρας του αφού εκείνη του είπε οτιδήποτε αφορούσε την Λέσβο, που ήξερε….

 Μεγάλος πόθος και όνειρο συνάμα να γνωρίσει από κοντά τους ανθρώπους και τα μέρη τους που τόσα πολλά είχε ακούσει από τους δικούς του συγγενείς, αλλά ποτέ δεν είχε επισκεφθεί.

Ξεπερνούσε αρκετά τα 30  χρόνια ζωής,  και είχε προλάβει να γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων όπως συνήθιζε να λέει, αλλά στην γειτονική χώρα και στην Μυτιλήνη δεν ήρθε ποτέ.  Ιατρός σε μεγάλο  νοσοκομείο της Σμύρνης, αλλά πριν απ’ αυτήν την  αποκατάστασή του ήταν μόνιμα εκτός συνόρων, προσφέροντας τις ιατρικές του γνώσεις σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη.

Μαζί μεγαλώσαμε με την Άννα και τον Νίκο. Έτσι τους έλεγαν. Με την Άννα γεννηθήκαμε την ίδια ημέρα. Το ίδιο  χέρι της μαμής μας ξεγέννησε και τις δυο. Αχώριστες ήμασταν, ακόμα και τα ρούχα μας στην ίδια σκάφη τα έπλεναν οι μανάδες μας.  Ο Νίκος ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος και σαν αδελφές του μας είχε…. Τα σπίτια μας στο ίδιο σοκάκι  και οι οικογένειές μας δεν ξεχώριζαν ούτε μια στιγμή. Ζούσαμε αγαπημένοι.  Ποιοι ήταν οι Τούρκοι και ποιοι οι Έλληνες δεν ήξερες.  Εκείνοι μιλούσαν πολύ καλά την γλώσσα μας και τα παιδιά τους η Άννα κα ο Νίκος μου ‘μαθαν την ελληνική.  Μετά από χρόνια ήρθε ο διωγμός τους.  Ένοιωσα άσχημα όταν μας χώρισαν…. Τα παιχνίδια των πολιτικών και του πολέμου. Μέσα σ’ ένα βράδυ έγιναν όλα. Από την φασαρία και το ποδοβολητό των στρατιωτών ξυπνήσαμε τρομαγμένοι.  Εκείνους τους έσπρωχναν προς το λιμάνι για να τους διώξουν μακριά απ’ την Τουρκία Τους στρίμωχναν μέσα  σε ψαρόβαρκες για να χωρέσουν όσοι περισσότεροι μπορούν.  Ούτε να τους χαιρετίσω πρόλαβα. Σαν ένα όνειρο τα θυμάμαι όλα αυτά κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Κορίτσι ήμουνα… Παιδιά ήμασταν….

Η μητέρα τους μια αρχοντική γυναίκα πάντα είναι μέσα στο μυαλό μου. Απ’  αυτήν έμαθα για την ζωή τους, τις συνήθειές τους. Μου περιέγραφε για τις γιορτές τους  για τα δικά τους έθιμα….  Θαρρείς κι ήθελε να με διδάξει όλα όσα ήξερε η ίδια. Την αγαπούσα πολύ, σαν την δική μου μάνα….»

 Τα πρώτα λόγια που άκουσε ο Ερόλ από το στόμα της μητέρας του όταν παιδί ακόμα ζητούσε επίμονα να μάθει για τους απέναντι και για το παρελθόν των γονιών του, αλλά και των προγόνων του. 

«Να πας και να τους βρεις….. να τους πεις πόσο τους αγάπησα, πως δεν τους ξέχασα ποτέ. Μια θάλασσα μας χωρίζει από τα νησί, αλλά ποτέ δεν πήγα. Στην  Πέτρα, το μέρος τους, εκεί να πας….»

Μόνο αυτά τα γνώριζε ο Ερόλ για την μητέρα του αποκρύπτοντας του όμως η ίδια την πραγματικότητα και την αλήθεια για τους δικούς της λόγους.

Στο λεωφορείο της γραμμής επιβιβάστηκε, και παρά τις δύο ώρες που έκανε για να φτάσει εκείνος απολάμβανε το ταξίδι προς το βόρειο τμήμα του νησιού.  Η διαδρομή για τον Ερόλ ήταν μαγευτική, απαθανατίζοντας  με την φωτογραφική του πλήθος από τοποθεσίες στην πορεία του αυτή.   Στον υγρότοπο του κόλπου της Καλλονής τραβήχτηκαν οι περισσότερες φωτογραφίες με τα υδρόβια πουλιά να έχουν την τιμητική τους μέσα σ’ αυτές. Πρωτόγνωρα όλα για τον Ερόλ,  και καθετί που έβλεπε αμέσως το θαύμαζε.

Λίγα λεπτά αργότερα  και μπροστά του στέκονταν το επιβλητικό εκκλησάκι με τα 114 σκαλοπάτια, χτισμένο πάνω στο βράχο σε μια μεγάλη πέτρα, απ’ όπου πήρε τ’ όνομά του το χωριό, όπως του εξήγησαν οι ντόπιοι. Το επισκέφθηκε κι από εκεί  αγνάντευε  το Αιγαίο πέλαγος που απλώνονταν μπρος του, ως και τα παράλια της πατρίδας του ξεχώρισε μια και το επέτρεπε ο καιρός. Σαν περιπλανώμενος γύρισε απ’ άκρη σ’ άκρη όλη την Πέτρα, μέχρι και στον Μόλυβο έφτασε περπατώντας. 

Στα γραφικά καφενεία του χωριού ήταν η επόμενη στάση του και από τα λίγα  που καταλάβαινε όλοι μιλούσαν για τα δικά τους χρόνια αναπολώντας το ένδοξο παρελθόν. 

Σ’ έναν από τους τοίχους του σωροί οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες  μέσα σε κάδρα όλες τους, ακόμα κι αυτές που απεικόνιζαν τοποθεσίες όπως το παλιό λιμάνι της Μυτιλήνης αλλά και της πόλης.   

Η ματιά του σα να καρφώθηκε πάνω σε μια απ’ αυτές που σαν θέμα τους είχαν δυο κορίτσια  σφιχταγκαλιασμένα, αλλά  οι εκφράσεις τους έβγαζαν έναν φόβο. Τα μαλλιά τους ήταν κουρεμένα κοντά  και τα φορέματά τους ήταν ακριβώς τα ίδια. Σκουρόχρωμα σαν το φόντο της φωτογραφίας, που από το πέρασμα των χρόνων είχαν ξεθωριάσει και το μαύρο έγινε γκρι.

Κάποιος τον πλησίασε βλέποντας  την επιμονή του  σ’ αυτό το κάδρο.  Ο Ερόλ ξαφνιάστηκε ευχάριστα κι άρχισε την συζήτηση μαζί του.  Τα ελληνικά  που έμαθε  αλλά και κάποιες τουρκικές  λέξεις που ήξερε ο συνομιλητής του έκαναν ομαλή την κουβέντα τους. Ως  καπετάνιος  του συστήθηκε μεγάλου αλιευτικού σκάφους  που είχε πια αποσυρθεί από τις θάλασσες,  και τώρα ήταν ιδιοκτήτης του καφενείου.

 Ο  Ερόλ του είπε για την καταγωγή του, για την Σμύρνη και γι’ αυτά που είχε ακούσει να του λέει  η μητέρα του για μια οικογένεια από την Ελλάδα και τη Λέσβο.

 Το πρόσωπο του καπετάνιου με μιας άλλαξε και η απορία ήταν τόσο κοντά με την έκπληξη. Ο Ερόλ βρίσκονταν πια αντιμέτωπος με το παρελθόν της μητέρας του, αλλά και το δικό του.

Σμύρνη.  Σεπτέμβρης 1912.

Δίδυμα κορίτσια έχει η Ελληνίδα. Δίδυμα έχει…. Οι μαχαλάδες της Σμύρνης βούιξαν από τα λόγια της μαμής που χαρούμενη έτρεχε να διαδώσει το μαντάτο  προς σ’ όλους.  Είχε προηγηθεί ένα δυσάρεστο γεγονός με τον θάνατο του κοριτσιού και τα δάκρυα δεν είχαν προλάβει να στεγνώσουν, μόλις λίγα μέτρα από το σπίτι που έσφυζε πια από τις νεογέννητες φωνές.

Με τα μάτια μου τα είδα, εγώ πρώτη…. Και το γέλιο της μαμής έφτανε μέχρι τ’ αυτιά της που εκείνη την φορά τα κατάφερε.   

Η χαρά έδινε την θέση της στον πόνο κι όλα αυτά μέσα στην ίδια γειτονιά.

Δέκα μέρες αργότερα και ο Ερόλ γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια  το παρελθόν αλλά και το μυστικό της μητέρας του.  Άλλωστε κι εκείνη το άκουσε από το στόμα της δικής της μάνας που λίγο πριν φύγει για πάντα από την ζωή της είχε αποκαλύψει πως….  

«….Μια Ελληνίδα είσαι κόρη μου και οι πραγματικοί γονείς σου είναι ο πατέρας και η μάνα του Νίκου και της Άννας. Οι έλληνες που ήταν δίπλα μας.  Η πόρτα του σπιτιού μου ήταν ανοιχτή και για τις δυο σας. Εσένα  και της αδελφής σου της Άννας. Όταν ερχόσουν να με δεις σα να μου χάριζαν ολόκληρο τον παράδεισο που θα σε είχα έστω κι ας ήξερα πως δεν είσαι δικό μου παιδί. Τα βράδια ξενυχτούσα πλάι σου… ήθελα να σε βλέπω να σ’ αγγίζω ν’ ακούω την ανάσα σου.  Οι γονείς σου δέχτηκαν να σε μεγαλώσω εγώ αφού θα ήσουν κοντά τους… Μου ‘δωσαν ευτυχία και γι’ αυτό τους ευχαριστώ…. Με λυπήθηκαν….

Εκείνο το βράδυ της καταστροφής  δεν ήθελα να σ’ αφήσω να φύγεις με τους φυσικούς σου γονείς. Έκλαψα, παρακάλεσα τον πατέρα σου…. δεν είχε πολύ χρόνο ν’ αποφασίσει. Το αίμα σαν ποτάμι ορμητικό κυλούσε από την σφαγή….. Σε κράτησα εδώ δίπλα μου….»


* Ο Κώστας Ν. Βελούτσος γεννήθηκε, ζει κι εργάζεται στη Μυτιλήνη. Υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.

Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του :  «Σεργιάνι στη ζωή»  και "Τελευταία Φορά"

Η  στήλη του Lesvosnews.net  "Λόγια ... της Λέσβου"  είναι ανοιχτή σε κάθε φίλο της Λέσβου που γράφει ή θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο διήγημα. Περιλαμβάνει διηγήματα με φόντο τη Λέσβο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στο info@lesvosnews.net

Μοιράσου το άρθρο!