Αγροτικά - Αλιεία

12/11/2013 - 20:31

Εσπεριδοειδή - Τοπικές ποικιλίες της Λέσβου (6ο μέρος)

yle="margin: 10px 0px; color: rgb(51, 51, 51); font-family: Arial,Helvetica,Tahoma,'Nimbus Sans L',sans-serif; font-size: 13px; font-style: normal; font-variant: normal; font-weight: normal; letter-spacing: normal; line-height: 19.5px; text-indent: 0px; text-transform: none; white-space: normal; word-spacing: 0px; text-align: justify;"> Καταγραφή και μελέτη από τους : Κατερίνα Δούμα, Γεωπόνος Αλέξανδρος Γαλανίδης, Περιβαλλοντολόγος

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΠΙΚΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΩΝ ΔΕΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΟΥ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ AGRISLES

Η μελέτη έγινε με τη συνεργασία του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Βορείου Αιγαίου υπό την επίβλεψη της καςΤσίγγου Ραλλού, επιστημονικής υπεύθυνης του έργου


ΛΕΜΟΝΙΕΣ

Εντοπίστηκε ένας καλλιεργητής τοπικής ποικιλίας λεμονιάς στον Πολιχνίτο, ο οποίος υπολογίζει τον αριθμό των καλλιεργούμενων δένδρων στην περιοχή στα 400, τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα σε κήπους. Πρόκειται για ανθεκτική σε ασθένειες ποικιλία που εμβολιάζεται σε υποκείμενο νερατζιάς και παράγει επιμήκη (με δύο μύτες), μεγάλα και χυμώδη λεμόνια. Ο καρπός περιέχει πολλά κουκούτσια και έχει κανονική φλούδα.

ΜΑΝΤΑΡΙΝΙΕΣ

Στα Παράκοιλα εντοπίστηκε ποικιλία Μανταρινιάς, που αναφέρεται ως Χιώτικη. Η ωρίμανση ξεκινά από το Δεκέμβριο, με πιο ξινά μανταρίνια, και συνεχίζεται μέχρι και τον Απρίλιο. Η κορύφωση της συγκομιδής είναι το Μάρτιο, αλλά «τα μανταρίνια της Λαμπρής» θεωρούνται «τα καλύτερα». Πρόκειται για ποικιλία ανθεκτική στη μύγα της Μεσογείου, που δίνει μανταρίνια μυρωδάτα, με πολλά κουκούτσια και χαλαρή και χοντρή φλούδα. Τα τελευταία χρόνια αναφέρεται καρπόπτωση κατά την ωρίμανση. Τη δεκαετία του 1940 τα έστελναν στην αγορά της Θεσσαλονίκης, ενώ σε παλαιότερους χρόνους έφταναν μέχρι και την Κωνσταντινούπολη.

ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ

Όσον αφορά στην ποικιλία των πορτοκαλιών που καλλιεργείται στην περιοχή των Παρακοίλων γίνεται εκτενής και λεπτομερή περιγραφή, καθώς ο αριθμός των παραγωγών που συμμετείχε στην έρευνα ήταν αρκετά μεγάλος, ώστε να παρέχει μια πιο σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια στην περιοχή. Η καλλιέργεια των πορτοκαλιών στα Παράκοιλα εκτιμάται ότι υφίσταται περί το 1600. Η συγκεκριμένη καλλιέργεια στήριξε την οικονομία του τόπου μέχρι και τη δεκαετία του ΄80, όπου εκτιμάται ότι υπήρχαν 130 συστηματικοί παραγωγοί πορτοκαλιών, 10.000 πορτοκαλεόδεντρα, ενώ η ετήσια παραγωγή άγγιζε τους 950 τόνους. Υποστηρίζεται από τους παραγωγούς ότι οι αποδόσεις μπορεί να φτάνανε στα 500 κιλά ανά δένδρο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το πορτοκάλι ήταν ο «χρυσός» της περιοχής. Σήμερα εκτιμάται ότι συνεχίζουν να ασχολούνται με την καλλιέργεια των πορτοκαλιών περίπου 60 παραγωγοί, ενώ ο αριθμός των δένδρων που έχει διασωθεί υπολογίζονται γύρω στα 2200.

Η ονομασία που χρησιμοποιείται από τους ντόπιους για τη συγκεκριμένη ποικιλία είναι «τα κοινά». Ως προς τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά, το δένδρο έχει πολλά αγκά- θια στους βλαστούς, ενώ τα φύλλα είναι πιο στενά από αυτά των Μέρλιν. Ο καρπός δεν είναι ομφαλοφόρος, είναι μικρότερος από τα Μέρλιν και περιέχει πολλά κουκούτσια (εικόνα ). Το πάχος της φλούδας ποικίλει και εξαρτάται από τους χειρισμούς που εφαρμόζονται στην καλλιέργεια. Έτσι, αναφέρεται ότι σε εδάφη αμμουδερά και όταν δεν εφαρμόζεται λίπασμα ή κοπριά, ο καρπός είναι λεπτόφλουδος. Αναφέρεται επίσης ότι και εντός της συγκεκριμένης ποικιλίας σημειώνεται σημαντική παραλλακτικότητα, όσον αφορά στο σχήμα των καρπών. Έτσι, παρατηρούνται εκτός από στρόγγυλοι καρποί και κάποιοι με σχήμα κάπως πλακουτσωτό. Η συγκεκριμένη ποικιλία είναι όψιμη και το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα, καθώς την εποχή που ωριμάζουν (μεταξύ Μάρτη και Απρίλη) δεν υπάρχει μεγάλη διαθεσιμότητα των εμπορικών ποικιλιών στην αγορά.

Ως προς την προσαρμογή τους στις εδαφικές συνθήκες, παρουσιάζεται υψηλή. Η πλειονότητα των ερωτώμενων παραγωγών (78%) δεν εφαρμόζει λίπανση και πολλοί αναφέ- ρουν ότι η συγκεκριμένη πρακτική έχει ως αποτέλεσμα να αποκτά ο καρπός σκούρο προς το μαύρο χρώμα, ξινή γεύση σαν νεράντζι και χονδρή φλούδα. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής κοπριάς διχάζουν τους καλλιεργητές, με τους μισούς να θεωρούν ότι είναι απαραίτητη η εφαρμογή της, ενώ οι υπόλοιποι όχι. Όλοι συμφωνούν ότι η κατάλληλη κοπριά είναι από μεγάλα ζώα, βοοειδή, άλογα ή γαϊδούρια, ενώ η κοπριά των αιγοπροβάτων έχει ως αποτέλεσμα να ξινίσει ο καρπός.

Ως προς την προσαρμογή τους στις κλιματικές συνθήκες του τόπου, χαρακτηριστικά αναφέρεται από κάποιους παραγωγούς ότι «γενικά αντέχουν αλλά κάτω από τους 4οC παγώνουν. Επειδή ωριμάζουν αργά μπορεί να τα ‘πιάσει’ ο παγετός. Αν περάσουν το παγετό δεν τα ‘πιάνει’ τίποτα». Επίσης πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι πιο ανθεκτικά από τα Μέρλιν, ποικιλία που επίσης καλλιεργείται στην περιοχή. Παλαιότερα χτίζανε ψηλούς τοίχους για να τα προφυλάσσουν από το κρύο ή χρησιμοποιούσαν άχυρα που τα καίγανε εντός του χωραφιού. Το 1983 είχαν γίνει προσπάθειες για να τοποθετηθούν ανεμογεννήτριες, ώστε να προστατεύεται ο πορτοκαλεώνας από τον παγετό, ωστόσο «η επένδυση κρίθηκε τελικά ασύμφορη». Πολλοί σήμερα επινοούν αυτοσχέδιους τρόπους για την αποφυγή ζημιών από το παγετό 

Επιπλέον, μεγάλος αριθμός παραγωγών συγκαλλιεργεί πορτοκάλια με ελιές, όπου όταν μεγαλώνουν τα ελαιόδενδρα επηρεάζουν το μικροκλίμα του χωραφιού προστατεύοντας τα πορτοκάλια από τον παγετό. Μεγάλη καταστροφή των δένδρων από τον παγετό σημειώθηκε το 1987. Πολλοί στη συνέχεια αντικατέστησαν τα κοινά πορτοκάλια με άλλες ποικιλίες πιο «εξευγενισμένες», ενώ άλλοι ξαναμπόλιασαν τα δένδρα με την τοπική ποικιλία.

Όσον αφορά στην αντοχή τους σε ασθένειες αναφέρεται ότι η συγκεκριμένη ποικιλία παρουσιάζει μεγαλύτερη αντοχή στην προσβολή από τη μύγα Μεσογείου σε σχέση με τα Μέρλιν, γιατί την εποχή που εμφανίζεται το έντομο ο καρπός των κοινών είναι ακόμη άγουρος. Υποστηρίζεται επίσης ότι παλαιότερα δεν παρατηρήθηκαν ιδιαίτερες προσβολές από τη μύγα μεσογείου και σήμερα έχουν εμφανιστεί λόγω της καλλιέργειας «εξευγενισμένων» ποικιλιών στην περιοχή. Η πλειονότητα των παραγωγών (90%) δεν εφαρμόζει πρακτικές για την καταπολέμηση εχθρών και ασθενειών.

Όσον αφορά στην αντοχή τους σε ασθένειες αναφέρεται ότι η συγκεκριμένη ποικιλία παρουσιάζει μεγαλύτερη αντοχή στην προσβολή από τη μύγα Μεσογείου σε σχέση με τα Μέρλιν, γιατί την εποχή που ακμάζει το έντομο ο καρπός των κοινών είναι ακόμη άγουρος. Υποστηρίζεται επίσης ότι παλαιότερα δεν είχαν παρατηρηθεί σημαντικές προσβολές από τη μύγα Μεσογείου, ενώ σήμερα έχουν εμφανιστεί λόγω της καλλιέργειας «εξευγενισμένων» ποικιλιών στην περιοχή. Η πλειονότητα των παραγωγών (90%) δεν εφαρμόζει πρακτικές για την καταπολέμηση εχθρών και ασθενειών.

Επιπλέον, τα πορτοκάλια Παρακοίλων θεωρούνται ιδιαίτερα γευστικά, πολύ γλυκά όταν ωριμάσουν και με ιδιαίτερο άρωμα. Χαρακτηριστικά πολλοί παραγωγοί και κάτοικοι της περιοχής αναφέρουν ότι «όταν ωριμάσουν δεν συγκρίνονται με καμία άλλη ποικιλία στη γεύση, είναι τόσο γλυκά που κολλάνε τα χείλια από τη ζάχαρη». Επίσης, μετά το Μάρτη, η περιεκτικότητα τους σε χυμό είναι διπλάσια από τα Μέρλιν ή αυτών της Χίου. «Δύο με τρία κοινά πορτοκάλια δίνουν 1 ποτήρι χυμό, σε αντίθεση με τα Μέρλιν που απαιτούνται τουλάχιστον πέντε με έξι καρποί».

Η μετασυλλεκτική τους διάρκεια είναι μεγάλη και διατηρούνται μέχρι και τον Ιούνιο. Σε πολλές περιπτώσεις με τους κατάλληλους χειρισμούς και κυρίως με την εφαρμογή της κατάλληλης άρδευσης μπορεί να διατηρούνται μέχρι και τον Αύγουστο. Παλαιότερα τα τοποθετούσανε σε φύλλα πικροδάφνης ή ροκανίδι ή τα τυλίγανε σε εφημερίδες ή χαρτί για να μην ωριμάσουν και τα αποθήκευαν σε σκοτεινά μέρη συνήθως σε υπόγεια, μέσα σε καλάθια. Ακόμη και αν εξωτερικά φαινόταν ότι είχαν ξεραθεί στο εσωτερικό κρατούσαν το χυμό τους. Οι δυσκολίες που σήμερα αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί αφορούν κυρίως στη διαχείριση του νερού άρδευσης και στη μη ύπαρξη αγροτικών δρόμων στην περιοχή. Μέχρι τη δεκαετία του ΄60 τα πορτοκάλια και το ελαιόλαδο απέδιδαν το βασικό εισόδημα για τους κατοίκους των Παρακοίλων. Οι παραγωγοί είχαν συστήσει Συνεταιρισμό και στέλνανε πορτοκάλια στη Β. Ελλάδα με καΐκια και στην επιστροφή φέρνανε στάρι. Επίσης, αναφέρεται ότι γίνονταν εξαγωγές πορτοκαλιών ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη και στην Οδησσό.

Γενικά στοιχεία των παραγωγών κοινών πορτοκαλιών

Το δείγμα των καλλιεργητών πορτοκαλιών που μελετάται αποτελείται από 43 παραγωγούς στην περιοχή των Παρακοίλων. Ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι τα 61,7 έτη, με την μικρότερη ηλικία να είναι τα 36 έτη και τη μεγαλύτερη τα 86. Η γεωργική δραστηριότητα αποτελεί την κύρια απασχόληση μόλις για το 24% των ερωτώμενων, ενώ το 27% αυτών είναι πολυδραστήριοι. Αντίθετα, η πλειονότητα τους (43%) είναι συνταξιούχοι. Το 56% από τους πολυδραστήριους παραγωγούς είναι αυτοαπασχολούμενοι και το 44% μισθωτοί. Ο μέσος όρος του επιπέδου εκπαίδευσης των παραγωγών ανέρχεται στα 8 έτη εκπαίδευσης.

Η μέση έκταση των εκμεταλλεύσεων είναι μικρή και ανέρχεται στα 1,9 στρέμματα, ενώ ο μέσος αριθμός δένδρων ανά εκμετάλλευση είναι τα 46 δένδρα. Η μέση ηλικία των δένδρων εκτιμάται γύρω στα 80 έτη. Το 60% των ερωτώμενων παραγωγών δεν έχει κάνει καμία παρέμβαση, όσον αφορά στην καθαρότητα της ποικιλίας των «κοινών» πορτοκαλιών, ενώ το 40% αυτών έχει επέμβει σε όσα δένδρα είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές λόγω παγετού, μπολιάζοντάς τα με νέες εμπορικές ποικιλίες.

Όσον αφορά στην πώληση, το 45% των ερωτώμενων παραγωγών δεν διαθέτει το προϊόν του στην αγορά, προορίζοντάς το είτε για ιδιοκατανάλωση, είτε το χαρίζει. Ως προς τους τρόπους διάθεσης, για το 55% των ερωτώμενων που πουλάει το προϊόν του, το 40% αυ- τών το διαθέτει σε χονδρέμπορους σε τιμή 0,35-0,4 €, ενώ το 60% είναι πλανόδιοι πωλητές στα χωριά της γύρω περιοχής. Σε αυτή την περίπτωση η τιμή του προϊόντος ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 0,7 €.

Κανένας από τους παραγωγούς δεν γνώριζε για το πρόγραμμα επιδότησης δένδρων ντόπιων ποικιλιών. Από τους 34 παραγωγούς που απάντησαν στην ερώτηση για το αν έχουν δώσει μοσχεύματα σε άλλους καλλιεργητές, μόνο οι δύο από αυτούς απάντησαν θετικά (6%). Ωστόσο, στο σύνολο τους (εκτός από έναν παραγωγό) δηλώνουν ότι θα παρείχαν μοσχεύματα στην περίπτωση που τους ζητηθούν.

Από το σύνολο των παραγωγών που συμμετείχαν στην έρευνα, μόνο οι δύο δηλώνουν ότι θα σταματήσουν να καλλιεργούν, ενώ ένας φαίνεται διατεθειμένος να αλλάξει την τοπική ποικιλία με άλλες περισσότερο εμπορικές, λόγω της χαμηλής τιμής του προϊόντος. Οι υπόλοιποι υποστηρίζουν ότι θα συνεχίσουν να καλλιεργούν την τοπική ποικιλία πορτοκαλιών και επισημαίνουν τη σπουδαιότητα για τη διατήρησή της. Ο σημαντικότερος λόγος για το γεγονός αυτό, που αναδεικνύεται από το 44% των ερωτώμενων, είναι η υψηλή ποιότητα του προϊόντος που σχετίζεται με την υψηλή περιεκτικότητα σε χυμό, την ανθεκτικότητά τους και την όψιμη ωρίμανσή τους. Συναισθηματικοί λόγοι και η παραδοσιακότητα της καλλιέργειας αναδεικνύεται ως επίσης σημαντικός λόγος από το 36% των ερωτηθέντων. Ένα μικρό ποσοστό 11% αναδεικνύει ως λόγο την προσαρμοστικότητα της συγκεκριμένης ποικιλίας, ενώ το 6% υποστηρίζει ότι το προϊόν μπορεί να προσφέρει σημαντικά στην οικονομία της περιοχής. Τέλος, ένας παραγωγός αναφέρει ως σημαντικό λόγο διατήρησης την απεξάρτηση των αγροτών από εταιρείες αγροεφοδίων, καθώς η συγκεκριμένη ποικιλία παρουσιάζει ιδιαίτερη προσαρμοστικότητα στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής χωρίς να απαι- τεί την επιπλέον εφαρμογή εξωτερικών ενεργειακών εισροών.

 

Δείτε εδώ τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος

 

Μοιράσου το άρθρο!