Αγροτικά - Αλιεία

05/11/2013 - 05:49

Κερασιές,Κυδωνιές,Μηλιές - Τοπικές ποικιλίες της Λέσβου (5ο μέρος)

yle="margin: 10px 0px; color: rgb(51, 51, 51); font-family: Arial, Helvetica, Tahoma, 'Nimbus Sans L', sans-serif; font-size: 13px; font-style: normal; font-variant: normal; font-weight: normal; letter-spacing: normal; line-height: 19.5px; orphans: auto; text-align: justify; text-indent: 0px; text-transform: none; white-space: normal; widows: auto; word-spacing: 0px; -webkit-text-stroke-width: 0px;">Καταγραφή και μελέτη από τους : Κατερίνα Δούμα, Γεωπόνος Αλέξανδρος Γαλανίδης, Περιβαλλοντολόγος

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΠΙΚΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΩΝ ΔΕΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΟΥ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ AGRISLES

Η μελέτη έγινε με τη συνεργασία του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Βορείου Αιγαίου υπό την επίβλεψη της καςΤσίγγου Ραλλού, επιστημονικής υπεύθυνης του έργου


ΚΕΡΑΣΙΕΣ

Εντοπίστηκαν πέντε ποικιλίες κερασιάς, όλες στην περιοχή Αγιάσου-Ασώματου. Ως «βασιλιάς των κερασιών» αναφέρεται η ποικιλία Κόκκινο Ευρώπης. Πρόκειται για δένδρο που παράγει κόκκινα, μεσαίου μεγέθους, κοντόμισχα και πολύ γλυκά κεράσια. Είναι η πιο πρώιμη ποικιλία, καθώς ωριμάζει μέσα στο Μάιο. Είναι ευαίσθητη σε ασθένειες, όπως και ο καρπός της μετασυλλεκτικά. Έχει καλές αποδόσεις, με 80 κ. κεράσια το δένδρο (αναφέρθηκαν και 100 κ. από δένδρο ηλικίας 30 ετών). Η παραγωγή πωλείται κυρίως ιδιωτικά σε πλανόδιο εμπόριο, ενώ αρκετοί παραγωγοί σημείωσαν ότι με τις σημερινές τιμές «δεν συμφέρει το μάζεμά τους».

Αγαπημένη ποικιλία των καλλιεργητών, που θα την διατηρούσαν ακόμα κι αν άλλαζαν τις υπόλοιπες ποικιλίες, είναι τα κεράσια Κηφισιάς. Παράγει πιο σκούρα κόκκινα και μικρότερα κεράσια από την Κόκκινη Ευρώπης, που ωριμάζουν τον Ιούνιο. Αποδίδει από 50-120 κ. το δένδρο. Οι καλλιεργητές αποφεύγουν τη λίπανση με κοπριές γιατί, όπως αναφέρουν, εντείνεται η προσβολή από σκουλήκι.

Ως το πιο ανθεκτικό από τις υπόλοιπες ποικιλίες σε ασθένειες, αναφέρεται το Μαύρο κε- ράσι της Αγιάσου. Πρόκειται για γλυκό και σφιχτό κεράσι, με μεγάλο μίσχο και μεγάλη μετασυλλεκτική διάρκεια, που αποδίδει 70-80 κ. το δένδρο. Η ποικιλία του Γλυκού ωριμάζει Ιούνιο-Ιούλιο, δίνοντας κιτρινοκόκκινα, γλυκόξινα και ευπαθή σε χτυπήματα κεράσια. Η ποικιλία είναι ευαίσθητη σε ασθένειες και αποδίδει από 50-200 κ. το δένδρο. Πέρα από την προφανή τους χρήση για παρασκευή γλυκού του κουταλιού, προτιμώνται από διαβητικά άτομα λόγω των μειωμένων σακχάρων που περιέχουν. Τέλος, τα Τραγανά είναι μικρά, σκληρά, κιτρινορόζ κεράσια, που ξεραίνονται γρήγορα μετά τη συλλογή. Αποδίδουν από 25-100 κ. το δένδρο.

ΚΥΔΩΝΙΕΣ

Τα Μηλοκύδωνα του Σκοπέλου είναι πρώιμη ποικιλία, που προτιμά δροσερά και υγρά μέρη (συνηθιζόταν να τα φυτεύουν κατά μήκος ποτιστικών καναλιών). Δίνουν στρογγυλά, μικρά, ξινά και αφράτα κυδώνια, που τρώγονται ως φρούτο. Επηρεάζονται έντονα από το ωίδιο και ο καρπός τους κρατάει το πολύ μέχρι τα Χριστούγεννα. Οι Ατζκάδες και η ποικιλία που εντοπίστηκε στην Αγιάσο είναι πιθανόν να ταυτίζονται. Αναφέρθηκε ομοιότητα τους με τα «Βολιώτικα». Από τις περιγραφές, πρόκειται για ποικιλία που αντέχει σε ασθένειες, δεν θέλει πολύ υγρασία και δίνει κίτρινα, μεγάλα (έως και ένα κιλό) κυδώνια, που χρησιμοποι- ούνται για παρασκευή γλυκού του κουταλιού και κομπόστας.

ΜΗΛΙΕΣ

Σημαντικότερες ποικιλίες, σε σχέση με την έκταση της καλλιέργειάς τους και την εμπορική τους χρήση, εμφανίζονται να είναι τα Ευρώπης και τα Ιταλικά.

Τα Ευρώπης είναι μεσαίας σκληρότητας, μεγάλα μήλα που ωριμάζουν σταδιακά από μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι και το Νοέμβρη. Αρχικά είναι κοκκινοπράσινα και στο τέλος κιτρινίζουν. Έχουν ιδιαίτερο άρωμα και γεύση και δεν περιέχουν πολλά σάκχαρα. Οι αποδόσεις που αναφέρθηκαν κυμαίνονται από 50-500 κ. το δένδρο. Χρειάζονται ασβεστούχα και υγρά εδάφη και ενώ παλιότερα δεν είχαν πολλές απαιτήσεις, τώρα αναφέρεται ότι χρειάζονται λίπανση, η οποία όμως πολλές φορές μπορεί να σαπίσει τον καρπό. Προτιμούν μεγάλα υψόμετρα (πάνω από 600 μ.) που βοηθάνε στον καλό χρωματισμό τους, ενώ σε χαμηλότερα υψόμετρα (αναφέρεται η Καρήνη) ο καρπός σκουληκιάζει εύκολα. Δεν αντέχουν στον ήλιο, που μπορεί να οδηγήσει στην πτώση της συνολικής παραγωγής και είναι ευαίσθητα σε έλκη και προσβολές από σκουλήκι. Η μετασυλλεκτική τους διάρκεια είναι μεγάλη, καθώς μπορούν να διατηρηθούν σε ψυγεία στους 3°C μέχρι και την άνοιξη. Παλιότερα συνήθιζαν να κάνουνε απλωταριές σε κα- λύβια, σωρούς δηλαδή πάνω σε φτέρες και να κρατάνε τα μήλα μέχρι το Πάσχα. Αποτελούν εμπορεύσιμη ποικιλία («μπορείς να μπεις στην αγορά με το σπαθί σου»), με τους περισσότερους καλλιεργητές να πουλούν την παραγωγή τους ως πλανόδιοι σε κοντινά χωριά, προς περίπου 1,5 € το κιλό. Δεν χρειάζεται να αναφέρουν την ιδιαιτερότητα της ποικιλίας, καθώς όπως λένε είναι γνωστή στους καταναλωτές. Τα εμπορικά πλεονεκτήματα της ποικιλίας είναι το ότι βοηθάνε στην πέψη μετά το φαγητό («ένα μήλο είναι σαν δύο κόκα-κόλες») και η μικρή περιεκτικότητα τους σε σάκχαρα που τα κάνει ιδιαιτέρως δημοφιλή στους διαβητικούς. Αναφέρθηκε ότι η συγκεκριμένη ποικιλία «στήριξε την οικονομία και τον πολιτισμό της Αγιάσου», καθώς παλιότερα γίνονταν εξαγωγές μήλων Ευρώπης από τη Λέσβο στη Μακεδονία, στον Πειραιά και αλλού.

Τα Ιταλικά είναι αρχικώς άσπρα, όταν ωριμάσουν πάνω στο δένδρο γίνονται ροζ και αν κοπούν κιτρινίζουν. Χαρακτηρίστηκαν και ως κιτρινοπράσινα και ως κόκκινα σαν βύσσινα. Στο Μεγαλοχώρι και στο Κάτω Τρίτος αναφέρονται και υπό την ονομασία Κεφαλάδες. Είναι τα πιο μεγάλα, καθώς «το πολύ τρία μήλα φτάνουν το ένα κιλό» και πιο σκληρά από τα Ευρώπης, ζουμερά, αρωματικά και με ελαφρώς ξινή γεύση. Ωριμάζουν πρώιμα και σταδιακά, από τέλη Ιουλίου μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου. Έχουν μικρότερες απαιτήσεις σε νερό σε σχέση με τα Ευρώπης και φύονται σε χαμηλότερα υψόμετρα. Στο Μεγαλοχώρι αντιθέτως, υποστηρίζεται ότι χρειάζονται νερό. Αναφέρονται ως περισσότερο ανθεκτικά σε ασθένειες από τα Στάρκιν, αλλά πιο ευαίσθητα στο σκουλήκι σε σχέση με τα Ευρώπης, με μικρότερη όμως προσβολή του καρπού τους. Τα Ιταλικά μήλα παρενιαυτοφορούν και δίνουν καρπό χρονιά παρά χρονιά, ενώ αποδίδουν γύρω στα 30 κ. το δένδρο (αναφέρθηκε απόδοση ως και 200 κ. για τα μεγάλα δένδρα). Δεν έχουν μεγάλη μετασυλλεκτική διάρκεια και δεν διατηρούνται πολύ σε ψυγεία. Παρόλα αυτά, ένας καλλιεργητής καταφέρνει με προσοχή να τα διατηρήσει εκτός ψυγείου μέχρι και τον Φεβρουάριο. Η πρωιμότητά τους αποτελεί το κύριο συγκριτικό τους πλεονέκτημα. Αναφέρθηκε ότι παλιότερα μόνο από την περιοχή της Αγιάσου παράγονταν 600-700 τόνοι μήλα, ενώ σήμερα η συνολική παραγωγή δεν ξεπερνά τους 120 τόνους.

Δείτε εδώ τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος

 

Μοιράσου το άρθρο!