Άρθρα - Γνώμες

05/01/2012 - 10:00

Πρωτοχρονιά και Φώτα στην Πελόπη…. Γράφει ο Στράτος Γιαννής

m>Γράφει ο Στράτος Γιαννής 

«Βούτυρο, μαχλέπι, βανίλια, τα αυγά, να ζεστάνω το βούτυρο, μόνο να μην κάψει πολύ….»

Ακόμα έχω στα αυτιά μου την φωνή της μάνας μου να απαριθμεί τα υλικά για τις βασιλόπιτες κάθε χρόνο ίδια μέρα περίπου,γύρω στις 27 του Δεκέμβρη. Μέρες πριν έβρισκε το τετράδιο με τις συνταγές της που το φύλαγε σαν κόρη οφθαλμού και έγραφε πάνω σε ένα χαρτί τι χρειάζεται να αγοράσει για την συνταγή, συνήθως κατέληγε να μας γράφει τα υλικά πάνω σε μία χαρτοπετσέτα μέσα στην οποία τύλιγε και τα λεφτά «για να μην τα χάσετε», όπως μας έλεγε.
Να αγοραστούν τα υλικά, να ζυμωθεί το ζυμάρι, η ολονύχτια αγωνία μήπως κρυώσει το σπίτι και δεν φουσκώσει η ζύμη, ή από την άλλη μην παραφουσκώσει το ζυμάρι και χυθεί από την λεκάνη. Αξημέρωτα σηκωνόταν η μάνα (αν κοιμόταν καθόλου το συγκεκριμένο βράδυ) να δει την ζύμη, να την «πλάσει» και να την ξαναβάλει για το δεύτερο φούσκωμα, κάπου εκεί ξυπνάγαμε και εμείς και το πρώτο που ρωτάγαμε ήταν «φούσκωσε;» συνήθως η απάντηση ήταν θετική «στο χέρι της ήταν να μην φουσκώσει», άλλες φορές πάλι, λιγότερες, η απάντηση ήταν αρνητική «άστα στον πάτο την βρήκα.., και το ‘βλεπα στον ύπνο μου..».
Όταν σηκωνόμασταν από το κρεβάτι οι βασιλόπιτες ήταν ετοιμες στα ταψάκια τους αραδιασμένες η μία δίπλα στην άλλη πάνω στον καναπέ της κουζίνας κάτω από κουβέρτες. Υπομονετικά περιμέναμε να έρθει η ώρα να τις ξεσκεπάσει η μάνα για να δούμε πόσες είναι και τι σχέδια έχουν, αγιο-Βασίληδες, πλεξούδες, και κάποιες σκέτες σαν πίτες με καλλιγραφικά γράμματα πάνω να μας εύχονται «καλή χρονιά» ή πιο απλά να έχουν μόνο κάποια αρχικά Κ.Χ. (καλή χρονιά) , Χ.Π. ( χρόνια πολλά ) και την χρονολογία 1988,1989….

Εμείς πέρα από τα σχέδια στην βασιλόπιτα, στο μυαλό μας είχαμε τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα  και τραγούδια και  σκεφτόμασταν ποιό θα πούμε φέτος.

          Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δενδρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνο.
πάντα κάποιος βρισκόταν να αντιπροτείνει «Αυτό όμως το λέμε κάθε χρόνο να πούμε κανένα άλλο φέτος…»
Πάει ο παλιός ο χρόνος ας γιορτάσουμε παιδιά
και του χωρισμού ο πόνος ας κοιμάται στην καρδιά.
«και αυτό καλό είναι…. και το ξέρουμε όλοι μας , ωραίο δεν είναι;»
«γιατί δεν λέμε τον μικρό τυμπανιστή πρότεινε κάποιος άλλος;»
Μου 'παν έλα να πάμε να δεις
Χριστός γεννήθηκε στην άκρη της γης,
κι εγώ γυρεύω απόψε στον ουρανό
τ' αστέρι ψάχνω να 'βρω το φωτεινό
ραπαπαπαμ - ραπαπαπαμ
«καλά αυτό είναι για τα Χριστούγεννα, μωρέ πέρασαν τα Χριστούγεννα, χάζεψες;» Αυτή ήταν η συνηθισμένη μας συζήτηση πριν αποφασίσουμε για άλλη μια χρονιά να πούμε το «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά..» και αν κάποιος δεν το ήξερε καλά , είχε μερικές μέρες να το μάθει!
Κάπως έτσι ξεκίναγε λίγο μετά τα Χριστούγεννα  η προετοιμασία για την  πρωτοχρονιά, η μάνα με τις βασιλόπιτες, εμείς με τα κάλαντα και ο πατέρας να πρέπει να φέρει ένα κλαδί ελιάς ή ένα κομμάτι αγιόκλημα και ένα ρόδι για το ποδαρικό, υλικά απαραίτητα σύμφωνα με το έθιμο.
Όλα ήταν προκαθορισμένα, σχεδόν σκηνοθετημένα, πολύ καιρό πριν·  ποιος θα κάνει τι, που θα μπουν τα σύνεργα του ποδαρικού, σχεδόν όλα γίνονταν όπως στα περισσότερα σπίτια, με κάποιες μικρές διαφορές όπως το πότε θα κοπεί η βασιλόπιτα…!  μόλις βγει από τον φούρνο και αρχίσει να κρυώνει, δεν περιμέναμε να έρθει η πρωτοχρονιά για να την κόψουμε ,άλλωστε ποτέ δεν υπήρχε μόνο μία βασιλόπιτα και ποτέ δεν υπήρχε μόνο ένα φλουρί σε όλους μας έπεφτε ένα, μόλις κρύωνε λίγο ήταν  έτοιμη να κοπεί και να συνοδεύσει το γάλα μας.
Την πρωτοχρονιά την βλέπαμε πάντα με άλλο μάτι, καταρχάς παίρναμε τα δώρα μας από τον Άγιο Βασίλη που δεν μας τα άφηνε μέσα στις κάλτσες αλλά πάνω στα παπούτσια, (πάντα είχα την απορία πως έμπαινε στο σπίτι μας αφού καμινάδα δεν είχαμε και από το μπουρί της ξυλόσομπας δεν χώραγε και πάντα η μάνα με καθησύχαζε ότι ο Άγιος ήξερε από πού να μπει), από την άλλη  ήταν στην μέση των διακοπών και μας έκανε κάτι σαν δεύτερη γιορτή, σαν επανάληψη για να διορθώσουμε τα λάθη από τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, αν και τώρα αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν η πρωτιά του ποδαρικού που συνοδευόταν από μια ολόκληρη διαδικασία, σαν μαγική τελετή που έπρεπε να κάνει ο τυχερός που θα έμπαινε πρώτος στο σπίτι.
Ένα σταμνί με νερό, ένα ρόδι, μία πέτρα και ένα στεφάνι από αγιόκλημα ή από ελιά ήταν τα απαραίτητα για την μικρή αυτή τελετή, κάθε ένα από αυτά είχε και τον συμβολισμό του για ευημερία ·
Χύναμε λίγο νερό και λέγαμε «όπως τρέχει το νερό να τρέχει και το μπερεκέτι», μετά πιάναμε στο χέρι την πέτρα «όπως είναι βαριά η πέτρα να είναι και του νοικοκύρη το σακούλι βαρύ», στην συνέχεια με το στεφάνι στο χέρι λέγαμε «όπως είναι το κλαδί δροσερό (ζωντανό) να είμαστε και εμείς δροσεροί», τελευταίο και καλύτερο για μας, ήταν το ρόδι που το κοπανάγαμε κάτω όσο δυνατά μπορούσαμε και φωνάζαμε «όπως είναι το ρόδι γεμάτο να είναι και το σπίτι γεμάτο»· όλα αυτά τα κάναμε από τρείς φορές με εξαίρεση το ρόδι που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των νοικοκυρών, πάντα μας προειδοποιούσαν  να μην το χτυπήσουμε δυνατά και πάντα κατέληγαν με μία αυλή γεμάτη ρόδια (ευτυχώς που δεν είμασταν μέσα στο σπίτι…)

Προτεραιότητα μας λοιπόν ήταν να πάμε πρώτοι στα σπίτια των συγγενών μόλις θα σχόλναγε η εκκλησία (πάντα παρούσα και πάντα απαραίτητη για να σημάνει την έναρξη των καλάντων) για να έχουμε σίγουρο το ποδαρικό που συνοδευόταν και από ένα καλό μπακσίσι, τις πιο πολλές φορές πάνω από ένα με δυο ποδαρικά δεν κάναμε, ένα ολόκληρο τσούρμο από παιδιά μέσα σε κάθε δρόμο και ρούγα του χωριού ήταν αρκετό για να ολοκληρώσει πολύ γρήγορα την όλη διαδικασία σε όλα τα σπίτια. Αλλά και πάλι μας αρκούσαν αυτά τα δύο ποδαρικά για να καυχιόμαστε όλη την μέρα ότι εμείς πήγαμε στο σπίτι του τάδε ή του δείνα πρώτοι. Η υπόλοιπη μέρα δεν διέφερε πολύ και από την ημέρα των Χριστουγέννων  το μόνο που άλλαζε ήταν το ποδαρικό και τα κάλαντα, όλα τα άλλα ίδια, γιορτινά και χαρμόσυνα, ζεστά και οικογενειακά, το φαγητό το μεσημέρι με όλη την οικογένεια μαζεμένη και οι απογευματινές επισκέψεις σε συγγενείς που γιόρταζαν και εμείς να κουβαλάμε μαζί τα δώρα μας για να τα συγκρίνουμε με τα ξαδέλφια μας, πάντα σ’ αυτήν την σύγκριση εγώ και ο αδελφός μου βγαίναμε χαμένοι (έτσι πιστεύαμε τότε) αφού τα περισσότερα παιδιά κουβάλαγαν όλων των ειδών τα παιχνίδια και εμείς είχαμε παραμάσχαλα βιβλία (τότε πρωτομάθαμε τον Ιούλιο Βερν).
Μετά την πρωτοχρονιά ξέραμε ότι οι μέρες για την επάνοδο μας στο σχολείο μέτραγαν αντίστροφα, μας έμενε μόνο η γιορτή των Φώτων που για εμάς δεν είχε ούτε κάλαντα, ούτε δώρα.
Τα κάλαντα ήταν αποκλειστικό προνόμιο των μεγαλύτερων σε ηλικία παιδιών που έβγαιναν σε μία ή δύο ομάδες και γύρναγαν όλο το χωριό τραγουδώντας από πόρτα σε πόρτα
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός, η χαρα μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, κάθετ' η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανo βαστάει, κερί κρατεί, και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Άϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή, βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό, να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα, Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά
Αφετηρία για τα κάλαντα αυτά δεν ήταν η εκκλησία αλλά η πλατεία του χωριού δίπλα στο γεφύρι και το ποτάμι αφού εκεί ο παπά –Γιώργης έκανε την τελετή της Κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού, κατέβαζαν από νωρίς την κολυμπήθρα και μετά την λειτουργία πηγαίναμε όλοι να παρακολουθήσουμε την κατάδυση του Σταυρού, κάποτε θυμάμαι να γίνεται η τελετή αυτή και στα νερά του ποταμού, από εκεί ξεκίναγαν τα κάλαντα αλλά και ο παπά-Γιώργης που ερχόταν σε όλα τα σπίτια να μας φωτίσει, από όλους πέρναγε και έψαλε  το
Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι αγαπητόν Σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς εβεβαίου του λόγου το ασφαλές
Ο επιφανής Χριστέ ο Θεός Και τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι.

            Ο αγιασμός στα σπίτια, το φώτισμα σήμαινε για μένα και το τέλος των Χριστουγεννιάτικων μας διακοπών κάπου εκεί ξαναέβγαινε η σχολική τσάντα, τα βιβλία και τα τετράδια, κάπου εκεί ξεστολιζόταν το χριστουγεννιάτικο δέντρο και σβήνονταν τα χριστουγεννιάτικα σχέδια από τα τζάμια στο παντοπωλείο του κυρ-Γιώργου.
Η Πελόπη έμπαινε ξανά στους ρυθμούς που ήξερε και γνώριζε καλά με τον Βαγγέλη τον κουρέα του χωριού να κοιτάζει στον δρόμο πίσω από την τζαμαρία του μπαρμπέρικου του και τον Λευτέρη απέναντι να ετοιμάζει τους μεζέδες στο καφενείο του. Ήσυχες μέρες και ακόμα περισσότερο ήσυχες νύχτες….

 

 

Μοιράσου το άρθρο!