Skip to main content
|

Η αριστεία του δάσκαλου μου…

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
3'

ΜΝΗΜΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΧΑΛΗ

 

Ένα πρωί, πάνε 43 χρόνια τώρα, με φώναξε ο δάσκαλος μου.  Ετούτος, δεν ήταν σαν όλους τους άλλους. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που σαν μιλούσε για την πατρίδα δάκρυζε. Την είχε υπηρετήσει βλέπετε, στα βουνά της Αλβανίας, κι εμείς, διαβόλοι αληθινοί, επίτηδες γυρίζαμε την κουβέντα και τον βάζαμε να μιλά συχνά για εκείνες τις μέρες. Για το λιγοστό νερό που έτρεχε στην πλαγιά και τους ξεδίψασε, μα λίγο πιο πάνω είδαν πως περνούσε αναμετάξυ στα ψοφίμια των γαϊδάρων που σάπιζαν και τους Ιταλούς νεκρούς που - τι να κάνανε; - τους θάψαν κιόλας. Μας μίλαγε, μας μίλαγε ώρες ατέλειωτες, για τις ψείρες, για τα κομμένα ποδάρια, για τους νεκρούς συντρόφους….

Μας μίλαγε, μας μίλαγε… και σαν οι θύμησες χύνονταν ποτάμι, ποτάμι και τα μάτια του τρέχαν…. «Αυτή είναι η πατρίδα…» έλεγε με αναφιλητά. Κι απόσωνε. «Όλα τα άλλα είναι μικρά κι ανθρώπινα. Η πατρίδα όμως είναι οι ψείρες, τα κομμένα ποδάρια, οι νεκροί».

Αυτός το λοιπόν ο δάσκαλος μου, με φώναξε ένα πρωί. Εκεί στο γραφείο, πρώτη πόρτα αριστερά σαν στρίβεις προς τα δεξιά του μεγάλου διαδρόμου του 1ου Δημοτικού Σχολείου της Μυτιλήνης.  Το σχολείο τότε της εργατικής Λαγκάδας, του Λαζαρέτου… Άλλων οι γονείς στο δύσκολο μεροκάματο της φάμπρικας, της τράτας, του σφουγγαρόπανου στη σκάλα, της σκάφης… Κι άλλων στη φυλακή. «Δεν είχαν συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις» ετούτοι ή τους είχαν πιάσει στο κοντραμπάντο. Πάντως έξι - επτά από τους 60 συμμαθητές μου (60 μαθητές είχε η τάξη και καθόμασταν τρεις- τρεις στα μεγάλα ξύλινα θρανία) είχαν πατέρα στη φυλακή….

Από όλους μας δυο- τρεις είχαν γονείς μορφωμένους κι άρα και με χρήματα. Ο γιος του χωροφύλακα, ο γιος του δασκάλου, η κόρη ενός οφθαλμιάτρου που επέμενε να πηγαίνει στο σχολείο της γειτονιάς και όχι στα τότε Πρότυπα της Ακαδημίας, κι ένας δυο ακόμα που δεν τους θυμάμαι.

Καλύτερη στα μαθήματα απ’ όλους εκείνη η κόρη του οφθαλμιάτρου. Αλλά κι οι άλλοι καλοί ήταν. Καλύτεροι όλοι από μένα που ξεχώριζα κάπως από τους άλλους που έρχονταν με την τσάντα παραγεμισμένη με φέτες ψωμί με ζάχαρη εναλλάξ με πελτέ τομάτας. Και κάποιοι με τα παπούτσια δεμένα με τα κορδόνια αναμετάξυ τους, κρεμασμένα στο σβέρκο. Μη χαλάσουν… Εγώ, γιος τσαγκάρη, δεν την είχα την έγνοια αυτή. Και να χαλάγαν τα παπούτσια μου θα τα ‘φτιαχνε ο πατέρας μου.

Ξεχώριζα το λοιπόν κάπως από την άλλη πλέμπα του σχολειού που περήφανα ανήκα. Διάβαζα στο ενδιάμεσο του πετροπόλεμου με τις Καμάρες και το Βουναράκι. Διάβαζα και σαν δε με έβγαζε ο δρόμος πάνω στον προσφυγικό Συνοικισμό να ακούω τους γέρους να μιλάνε και να τριγυρνώ ανάμεσα σε αρχαία ντουβάρια ή στο Κάστρο να απορώ με όλα ετούτα…

Εκείνο το πρωί το λοιπόν, 43 χρόνια πριν, με φώναξε ο δάσκαλος μου.  «Στρατή, μου είπε, θα πάρεις στην παρέλαση τη σημαία. Συνεννοήθηκα με τον Αρχηγό σου στους προσκόπους να παρελάσεις με το σχολείο. Η πατρίδα σε τιμά, να την τιμήσεις κι εσύ….»

Πρέπει να κοκκίνισα πολύ. Ρώτησα γιατί εγώ αφού κάποιοι είναι καλύτεροι από εμένα….

«Καλύτερους έχει, αλλά εσύ προσπαθείς περισσότερο» μου απάντησε ο δάσκαλος.

Έκανα πως το κατάλαβα το τι μου είπε…

Την επόμενη μέρα μου φέραν και μια στολή τσολιά από το ορφανοτροφείο. Τσαρούχια δεν είχα, παρέλασα με παπούτσια, τσολιάς με παπούτσια που ‘χε φτιάξει ο πατέρας μου…

Στην παρέλαση κράτησα τη σημαία επικεφαλής του σχολείου των παιδιών με γονείς στη φάμπρικα, στην τράτα, στο σφουγγαρόπανο, στη σκάφη, στη φυλακή…

Την επόμενη μέρα επέστρεψα τη σημαία και τη στολή του τσολιά… «Στο είπα και τις προάλλες. Να την τιμήσεις την πατρίδα. Να προσπαθήσεις πολύ για αυτό» μου είπε ο δάσκαλος μου» που έκλαιγε σαν θυμόταν τις μέρες στα βουνά της Αλβανίας…

Τα είχα ξεχάσει όλα ετούτα. Τα θυμήθηκα ξανά χθες με αφορμή την κουβέντα για τους άριστους και το ποιος κρατά τη σημαία στις παρελάσεις.

 

Στρατής Μπαλάσκας

Από τη σημερινή (4.8.2017) έκδοση της εφημερίδας "Τα Νέα της Λέσβου"

 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία