Skip to main content
|

Βραβείο στην ταινία του Λυκείου Πέτρας στο CINEμάθεια-2024. Δείτε την ταινία

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
6'

Λύκειο Πέτρας

Τιμή στον Αργύρη Εφταλιώτη

Βραβείο στην ταινία και έπαινος στην αφίσα της

H ταινία του Λυκείου Πέτρας «Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923), Γυρισμός στο Μόλυβο, 100 χρόνια μνήμης», αφιερωμένη στον Μηθυμναίο δημοτικιστή λογοτέχνη Αργύρη Εφταλιώτη, με αφορμή τα 100 χρόνια από τον θάνατό του, απέσπασε το Γ΄ Βραβείο στον 12ο Διανησιωτικό Φεστιβάλ Βορείου και Νοτίου Αιγαίου CINEμάθεια-2024 (11/10, Ερμούπολις Σύρου), ανάμεσα σε 47 ταινίες ελληνικών σχολείων και του ελληνισμού της διασποράς (σχολ. έτος 2023-24).

 Η ταινία διαγωνίσθηκε στην κατηγορία Ντοκιμαντέρ και τη θεματική ενότητα «...“Κεντώντας” το δέντρο της Μνήμης», της ευαισθησίας και της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η συνοδευτική αφίσα της ταινίας έλαβε τον Α΄ Έπαινο

Στη βαθιά συγκινητική και ποιητική ταινία συμμετείχαν κατ’ αλφαβητική σειρά οι μαθήτριες/-ές: Αγγελή Γ. Μαρία (αδελφή Εφταλιώτη), Γεωργέλλη Θεανώ (Μουσική), Κουντουρέλλης Δημήτρης (βοηθός Μοντάζ) Κουτσού Ελένη (Εικονοληψία, βοηθός Μοντάζ, Ενδυματολογία), Λημναίου Φιλίππα (Σχεδιασμός Αφίσας), Λίτσι Νικόλας (Α΄ Ανδρικός Ρόλος-Εφταλιώτης), Λογγίου Ζαχαρούλα (συμμαθήτρια Εφταλιώτη), Μάργαρη Αθηνά (Τεχνική Επιμέλεια, Μοντάζ, Εικονοληψία, Φωτογραφία), Μόλβαλης Δήμος (Εικονοληψία, Ηλεκτρονική Κατασκευή Αφίσας), Παπουτσάνης Χάρης (αφηγητής-Γ. Ψυχάρης), Τραχείλου Μαρία (μητέρα Εφταλιώτη), Χατζηπαναγιώτη Μαρία (Μολυβιάτισσα, Σχεδιασμός Αφίσας), και οι εκπαιδευτικοί: Θηβαίου-Παπαθεράπων Παναγιώτα, Γλωσσολόγος, καθηγήτρια Αγγλικών (Τεκμηρίωση-Σενάριο, Σκηνοθεσία, Εφταλιώτισσα), Κελεπούρη Ολυμπία, Βιολόγος (Ηλεκτρονική Κατασκευή Αφίσας) και Τσολακάκη Μαρία Φιλόλογος, Κοινωνιολόγος (Φωτογραφία, Ενδυματολογία). 

 

ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΑΙΝΙΑΣ

Μολυβιάτισσα Α: Χουριανοί! Του  βαπόρ’  έριξ’  άγκυρα  έξου  απ’  του  λιμάν(ι)! Απ’ ώρα σ’ ώρα, η βάρκα θα τουν βγάλ(ι) στ’ στεριά!

Μολυβιάτισσα Β: Ποιος έρχιτι, μουρέλ(ι) μ’;

Μολυβιάτισσα Α: Η γιος τ’ παλιού μας δασκάλου, η Κλεάνθ-ς η Μιχαηλίδ-ς! Δ-λέβ μι του ιμπόριου, στ-ν Αγγλία. Αλλά γράφ’ κι βιβλία, τώρα! Στ-ν απλή τ’ γλώσσα, που μ-λούμι στα σπίτια μας! Στ’ δημουτική! Όχι στ’ καθαρεύουσα. Τ’ γλώσσα τουν πλούσιουν κι τουν μουρφουμένουν! Όμους, για να μη χάσ’ τ’ δ-λειά τ’ στ-ν Αγγλία, ή κινδυνέψ’ η οικουγένεια τ’ απ’ τ-ς Τούρκ(ι) στου Μόλ(υ)βου, υπουγράφ’ τα βιβλία τ’ μι ψεύτ-κου όνουμα: Αργύρης Εφταλιώτης! Αργύρ-ς, γιατί γιννήθ-κ(ι) τ’ πρώτ’ Ιουλίου, στ’ γιουρτή τουν Αγίουν Αναργύρουν, πούχειν κι του ξουκλήσ’ τους στ-ν Εφταλού, τ’ λατριμέν(ι) τ’ εξουχή. Γι αυτό είπει κι τ’ όνουμα τ’, Εφταλιώτης

ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ: Έφυγα από το νησί μικρός-μικρός. Κι ίσια στα μακρινά τα ξένα. Ίσια στην Ευρώπη. Εκεί που λέτε σεις οι πολύξεροι πως είναι τα φώτα, μα γω τηνε βρήκα γεμάτη σκότος και καταχνιά. Μια και μονάχη πόλις έχει για μένα γλύκα αληθινή, η πόλις που μου την έχει απαγορευμένη ακόμα, η μοίρα μου, ο Μόλιβός μου. 

Είκοσι χρόνια μ’ έτρωγε σκουλήκι κρυφό, της πατρίδας ο αθάνατος πόθος, που μήτε μια Ευρώπη δε σώνει να τον ξεριζώσει ολότελα. Πατρίδα μου! Πρέπει άνθρωπος να σε στερηθεί, για να καταλάβει την αιώνια χάρη σου! 

Γεννήθηκα στο Μόλυβο της Μυτιλήνης, νησί της Τουρκιάς την εποχή εκείνη, στο σπίτι της μάνας μου. Το βυζαντινό κάστρο ήταν πάνω από το σπίτι μας. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, με ξύπναγε μέσ’ τα χαράματα η άγρια φωνή του Τούρκου αξιωματικού στα τείχη του κάστρου. Ούρλιαζε στους φρουρούς νάχουν το νου τους στους χριστιανούς.

Το σπίτι μου ήταν και το σχολειό μου! Εκεί δίδασκε ο πατέρας μου, ο εθνοδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης. Είχε ιδρύσει το πρώτο ιδιωτικό μεικτό σχολείο του νησιού! Είμασταν οκτώ-δέκα αγόρια της προκοπής, αποφασισμένα να μάθουμε τι θα πει απαρέμφατο, και να φέρουμε τον πολιτισμό στο χωριό, και πέντ’ έξι κορίτσια που τεχνολογούσανε τις λέξεις με τέτοια χάρη, που σ’ έκαναν ήθελες δεν ήθελες, να την αγαπάς τη Γραμματική! Γέμισε ο Μόλυβος προκομμένους νέους και νέες, που ξέρανε τη γλώσσα τους καλλίτερα από πολλούς πτυχιούχους.

Στο σχολειό ερχόταν και η Αργυρώ! Πρέπει να ήμουν ως δώδεκα χρονών και πρέπει να ήταν εκείνη ως έντεκα. Στο σχολειό που την έβλεπα, δεν είμαστε οι δυό μοναχοί. Όλα με τις ματιές μας τα λέγαμε! Μάτια και πάλι μάτια! Δίχως εσάς, μήτε πρώτη, μήτε στερνή αγάπη θα είχαμε! Οι ματιές μου και οι ματιές της, ήταν οι όρκοι μας και τα φιλιά μας…

Το 1859, λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του σχολείου, ο πατέρας μου και άλλοι φιλόμουσοι Μηθυμναίοι, που είχαν σπουδάσει ή ζήσει στην Ευρώπη, ίδρυσαν το σύλλογο Αδελφότης Μουσών Μηθύμνης, με σπουδαία Βιβλιοθήκη! Σκοπός των ιδρυτών, ήταν να μορφωθούν οι άνθρωποι του τόπου, να θυμηθούν την ένδοξη ιστορία τους και τον αρχαίο τους πολιτισμό, ώστε να ξεσηκωθούν ενάντια στους δυνάστες Τούρκους, και να αποκτήσουν την εθνική τους ανεξαρτησία. 

Τρέχει η σκέψη μου…καλπάζει η φαντασία μου…όμως μια μάνα περιμένει να δει το γιο της, μετά από 20 ολόκληρα χρόνια! Κι έτσι, βρεθήκαμε άξαφνα ο ένας αντίκρυ στον άλλον! Σε μια στιγμή, ακουμπήσανε τα δυο πρόσωπα, το ένα, πάνω στον ώμο του άλλου. Τη λατρεμένη μου αδελφή, την Ευρυδίκη, την άφησα μικρό κορίτσι, και τη βρίσκω τώρα νυφούλα, λίγων μηνών.

Σα μπήκαμε στο σπίτι, με πήρανε στο σαλόνι. Το σπίτι ήταν πάνω-κάτω το ίδιο, μα τα έπιπλα ευρωπαϊκά τώρα! Ανάθεμά σε, Φραγκιά, που ως και δώ, ήρθαν τα σημάδια σου. Επειδή τάφεραν κι εδώ του ‘Πολιτισμού’ τα κουρέλια, από τη Σύρα κι από την Πόλη, αθρώπεψε τάχα και δω το ρωμαίικο, και τά ’χασαν όλα τους τα νησιώτικα ως και τα τραγούδια τους έχασαν.

Ευρυδικούλα μου! 

Πριν φύγω από την Αγγλία, σου έστειλα ένα πακέτο με βιβλία. Έχει μέσα μια μετάφραση της Ιλιάδας του Ομήρου, που μετέφρασε στη δημοτική, ο συνάδελφος και φίλος μου Αλέξανδρος Πάλλης. Το πακέτο, καρδούλα μου, έχει και ένα δικό μου βιβλίο, τις Φυλλάδες του Γεροδήμου. Σ’ αυτό γράφω λόγια για να ξυπνήσει το Έθνος, και να έρθει στο μεγάλο το δρόμο.

Ο Πάλλης και γω, αποφασίσαμε να γράφουμε στη δημοτική, όταν διαβάσαμε το βιβλίο του Γιάννη Ψυχάρη Το Ταξίδι μου! Ο Ψυχάρης είναι σπουδαίος καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού! Στο βιβλίο του, γράφει: «Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά κανείς για την πατρίδα του ή για την εθνική τη γλώσσα, ένας είναι ο αγώνας».

Γράφω, λοιπόν και γω, αυτό τον καιρό, το ιστορικό μου βιβλίο, την Ιστορία της Ρωμιοσύνη στη δημοτική! Ο Έλληνας πρέπει να διαβάζει στη γλώσσα που καταλαβαίνει, για να μάθει την ιστορία του, τον πολιτισμό του, να μορφωθεί, να καταλάβει ποιος είναι και τι του αξίζει.

Αλλά και συ Ευρυδικούλα μου, γράφεις τα Παραμύθια του Μολίβου στη δημοτική! Την ιερή γλώσσα του λαού, την αθάνατη, την ψυχογιάτραινα, και τη ζωοδότρα, που από τα σπλάχνα της βγαίνουν τα μεγαλύτερα μνημεία, της μεγαλύτερης τέχνης. 

Μάνα, πάμε στην εξοχή μας, πάμε στην Εφταλού μας! Στο μικρό, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα! Εκεί, που σε μεθάει το θυμάρι κι η λυγαριά, που σε γλυκοκοιμίζουν οι πηγές με τ’ ακοίμητα νερά τους. Εκεί δε θ’ άλλαξε τίποτα. Κι έτσι ήταν! Ο πύργος, τα πεύκα κοντά του, η πηγή στο πλάι, τα κοπάδια με τα κουδουνάκια τους όλα, όλα τα ίδια. Έτοιμα να σ’ αναστήσουν, όσο γέρος, όσο κουρασμένος κι αν είσαι!

Λαδάκι μου, που έρχεσαι απ’ τις ξανθές ελιές, που βύζαξαν οι ρίζες τους το χώμα που με βλάστησε, αγάπες μου ξανάφερες και θύμησες παλιές, που λέγω και το μάγιο σου από νεκρό μ’  ανάστησε.

Στεκόμουν εκεί, και μάζευα με τα μάτια μου, μ’ όλη μου την ύπαρξη, τις παρθένες εκείνες ομορφιές. Τι εξοχή ήταν κείνη! Ποια άλλη τέτοια είδα στον κόσμο! Πρώτες και πάλι πρώτες αγάπες! Τίποτα δε σας ξεπερνά. Μένετε πάντα μέσα στο νου μας, όσο κι αν γεράσουμε, όσο κι αν πάθουμε, κι ακτινοβολάτε απάνω στην άχαρη τη ζωή μας.

Η πλάση όλη είναι του έρωτα περιβόλι. Όλα, όλα στον κόσμο αγάπη ζητούν, αγάπη ονειρεύονται. Όλα γεννιούνται και πεθαίνουν, κι αυτή πάντα ζει. Για δαύτο λέω κάποτες, πως ο Θεός είναι αγάπη.

Πάμε να προσκυνήσουμε στο ξωκλήσι μας, στους Αγίους Αναργύρους. Θα περάσουμε πρώτα από τις ιαματικές πηγές της Εφταλούς. Εκεί, που τ’ άγιο νερό θεραπεύει τα σώματα. Αναβλύζει αργά μέσα από τα καυτά πετρώματα των παλιών ηφαιστείων. Η θάλασσα σμιλεύει αέναα τα βράχια, φανερώνοντας τα σκουριασμένα τους χρώματα. Φθάσαμε στο ξωκλήσι των ιατρών Αγίων. Κοσμάς και Δαμιανός. Πάντα κάποια Εφταλιώτισσα ανάβει το καντήλι τους.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ (πατέρας του Δημοτικισμού)

 Όπως το ευχήθηκες, καρδιακέ μου φίλε και συναγωνιστή, αναπαύεσαι πια για πάντα, στο αγαπημένο σου ακρογιάλι  της Εφταλούς, με το κύμα να σε γλυκοκοιμίζει. Θυμούμαι την απέραντη καλοσύνη του Αργύρη! Ήσυχος να είσαι Αργύρη μου εσύ, αγαπημένε, πονεμένε της καρδιάς μου, φίλε γλυκέ, αστέρα μου, από τους πιο λαμπερούς μας. Πάντα θα ζεις εσύ, που με τόση πίστη, με τόσο φως, εργάστηκες για τη Μητέρα μας την Ελλάδα.

 

Δειτε την ταινία :

 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία