Ελλάδα

02/09/2021 - 09:55

Εθνικό πένθος! Ο Μίκης μας πέρασε στην Αθανασία!

Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών

 Θρηνεί σήμερα η Ελλάδα. Ο άνθρωπος που συνδέθηκε με τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της, ο αστείρευτος μουσικοσυνθέτης και ακατάβλητος αγωνιστής, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Ο Μίκης Θεοδωράκης «έφυγε» σε ηλικία 96 ετών για τη συνοικία των αγγέλων αφήνοντας πίσω του ανεκτίμητη παρακαταθήκη.

   Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει όλων των ειδών μουσικής, από όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα και χορωδιακή εκκλησιαστική, έως μουσική για αρχαίο δράμα, θέατρο, κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι και μετασυμφωνικά έργα. Το έργο του μπορεί να διακριθεί σε τρεις κύριες περιόδους: Στην πρώτη περίοδο (1937-1960) συνθέτει έργα συμφωνικά και μουσικής δωματίου σύμφωνα με δυτικοευρωπαϊκές μορφές και σύγχρονες τ:εχνικές, στη δεύτερη περίοδο (1960-1980) επιχειρεί σύζευξη της συμφωνικής ορχήστρας με λαϊκά όργανα και δημιουργεί νέες φόρμες με βάση τη φωνή, ενώ από το 1981 επιστρέφει στις συμφωνικές μορφές και ασχολείται με την όπερα.

   Η μελοποίηση ποιημάτων έχει θεωρηθεί ως ο «κεντρικός πυλώνας της δημιουργικότητάς του», όπως έχει πει η ερμηνεύτρια Νένα Βενετσάνου. Εκεί οι ποιητές παρελαύνουν: Άγγελος Σικελιανός, Ανδρέας Κάλβος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, Μανόλης Αναγνωστάκης, αλλά και Πάμπλο Νερούδα, Λόρκα, Μπέρναρντ Μπίαμ. Οι στίχοι τους γίνονται έτσι προσιτοί στο ευρύ κοινό, πλαισιώνοντας λαϊκά τραγούδια που θέτουν θεμελιώδεις αξίες και σταθερές στη σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία. Ο ίδιος εξάλλου, όταν ήταν κρατούμενος στις φυλακές Ωρωπού, έγραφε: «Εν αρχή ήν ο λόγος....η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία είναι να υπηρετήσω πιστά τη νεοελληνική κυρίως ποίηση. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακούγοντας ένα τραγούδι, να μη μπορείς να φανταστείς τη μουσική σε άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική». Ο Μίκης Θεοδωράκης ουσιαστικά δημιούργησε το κίνημα της Μελοποιημένης Ποίησης, συμβάλλοντας στην ανάδυση μιας πλειάδας ποιητών και στην αναβάθμιση του τραγουδιού. Συγχρόνως, βοήθησε μια ολόκληρη γενιά να αποκτήσει τον δικό της λόγο.

   Η φήμη του ξεπέρασε από νωρίς τα σύνορα της χώρας. Συνέθεσε τον πιο αναγνωρίσιμο, ίσως, ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι από την ταινία «Αλέξης Ζορμπάς» (1964), ενώ τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από διάσημους καλλιτέχνες, όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ και η Εντίθ Πιάφ. Επένδυσε μουσικά γνωστές ταινίες, όπως το «Ζ» (1969), που τιμήθηκε με το βραβείο BAFTA πρωτότυπης μουσικής, η «Φαίδρα» (1962), με τραγούδια σε στίχους Νίκου Γκάτσου και «Σέρπικο» (1973), για τη μουσική της οποίας ήταν υποψήφιος για Grammy το 1975 (το ίδιο βραβείο διεκδίκησε και για τη μουσική του «Αλέξη Ζορμπά» το 1966).

   Παράλληλα, από πολύ νέος ανέπτυξε πλούσια αντιστασιακή και πολιτική δράση, ενώ με ποικίλες παρεμβάσεις, βιβλία και συνεντεύξεις παρέμεινε ενεργός ως το τέλος της ζωής του.

   Βιογραφικό σημείωμα

   Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, γι' αυτό πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, από τη Μυτιλήνη, τη Σύρο και την Αθήνα έως τα Ιωάννινα, το Αργοστόλι, την Πάτρα, τον Πύργο και την Τρίπολη. Τα πρώτα του μουσικά ακούσματα ήταν οι ψαλμωδίες της ορθόδοξης εκκλησίας, στις οποίες έπαιρνε μέρος σαν ψάλτης.

   Τη διετία 1937-1939 πήρε τα πρώτα μαθήματα βιολιού στο Ωδείο Πατρών και δημιούργησε τα πρώτα του τραγούδια, συνθέσεις οι οποίες βασίστηκαν σε στίχους των Σολωμού, Παλαμά, Δροσίνη και Βαλαωρίτη, τους οποίους έβρισκε άλλοτε στα σχολικά βιβλία και άλλοτε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή» και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται.

   Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου το 1943 ξεκινάει μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και γνωρίζεται με την έντεχνη ευρωπαϊκή μουσική. Ως εκείνη την εποχή, έχει επηρεαστεί από τη βυζαντινή μουσική, έχει σχηματίσει χορωδία και έχει συνθέσει τραγούδια και κομμάτια για βιολί και πιάνο. Παράλληλα αναπτύσσει αντιστασιακή δράση. Εντάσσεται στην ΕΠΟΝ και το 1944 γίνεται γραμματέας εκπολιτισμού. Τον ίδιο χρόνο εντάσσεται στον εφεδρικό ΕΛΑΣ Αθηνών και λαμβάνει μέρος σε μάχες κατά των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, καθώς και στα Δεκεμβριανά. Λόγω των προοδευτικών του ιδεών, καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Το 1947 εξορίζεται στην Ικαρία και ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στη Μακρόνησο, από την οποία απολύεται τον Αύγουστο του 1949.

   Εξαιτίας της πολιτικής του δράσης και των διώξεων που υπέστη καθυστέρησε να πάρει το δίπλωμά του από το Ωδείο στην αρμονία, την αντίστιξη και τη φούγκα, γεγονός που συνέβη το 1950. Από το 1954 μέχρι το 1957, σπούδασε στο Παρίσι με υποτροφία και συνέγραψε τις τρεις μουσικές μπαλέτου «Αντιγόνη», «Les Amants de Teruel» και «Le Feu aux Poudres», οι οποίες γνώρισαν επιτυχία στη γαλλική πρωτεύουσα και στο Λονδίνο, ενώ την ίδια περίοδο συνέθεσε και το έργο «Οιδίπους Τύραννος». Το 1957 λαμβάνει το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Μόσχας για την «Πρώτη Συμφωνία για πιάνο και ορχήστρα».

   Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα. Ήδη από το Παρίσι είχε πάρει τις μεγάλες μουσικές αποφάσεις του. Διαφωνώντας ριζικά με τις νέες τάσεις και φορτωμένος συναισθηματισμό, λυρισμό και παράδοση, συνέθεσε το 1958 τον «Επιτάφιο», σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, έργο που έμελλε να επηρεάσει σοβαρά την εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής.

   Το «Άξιον εστί» θα γίνει το πρώτο μεγάλο έργο του με χορωδία, το οποίο ο συνθέτης ονομάζει «λαϊκό ορατόριο - μετασυμφωνικό», χαρακτηρισμός που δηλώνει «όχι τόσο την χρονική απόσταση όσο την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη δυτική και την νεοελληνική μουσική τέχνη». Έμπνευσή του είναι η ποίηση του Ελύτη, αλλά και το δημοτικό τραγούδι, ενώ πολλά είναι τα νεωτεριστικά στοιχεία που πλαισιώνουν το έργο, όπως η ταυτόχρονη παρουσία αφενός του αφηγητή-ψάλτη και του λαϊκού τραγουδιστή και αφετέρου της κλασικής και της λαϊκής ορχήστρας.

   Το 1963 ιδρύει μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ' όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής. Στο μεταξύ, συνεχίζει την πολιτική του δράση. Γίνεται ιδρυτικό μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος (1964-67), ενώ το 1963 συλλαμβάνεται επειδή έλαβε μέρος στην 1η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης και ενώ ήταν ήδη γνωστός ως συνθέτης και μάλιστα με μεγάλη δημοτικότητα.

   Το 1964 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής της ΕΔΑ στη Β' εκλογική περιφέρεια Πειραιά και, ένα χρόνο αργότερα, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του ίδιου κόμματος. Το 1967, η δικτατορία των συνταγματαρχών απαγορεύει την εκτέλεση, την πώληση και την ακρόαση των τραγουδιών του. Την ίδια χρονιά (1967) γίνεται ιδρυτικό μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο» (ΠΑΜ) και λόγω της δράσης του συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ' οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας και, τέλος, το στρατόπεδο Ωρωπού. Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς, ενώ πολλά από τα έργα του κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου ερμηνεύονται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.

   Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λόρενς Ολιβιέ και Ιβ Μοντάν, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά, το 1970, υπό τις πιέσεις αυτές και με τη μεσολάβηση του Γάλλου πολιτικού και συγγραφέα Ζαν Ζακ Σρεβάν Σρεμπέρ, η δικτατορία τον αφήνει να φύγει στο Παρίσι.

   Το ίδιο έτος γίνεται πρόεδρος του ΠΑΜ και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕεσ. Από την απελευθέρωσή του και μέχρι την πτώση της δικτατορίας τον Αύγουστο του 1974, δίνει συναυλίες σε όλο τον κόσμο προπαγανδίζοντας την αντίσταση του ελληνικού λαού και ζητώντας την πτώση της δικτατορίας. Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα τα τραγούδια του ακούγονται παράνομα και γίνεται σύμβολο αντίστασης.

   Το 1972 ιδρύει την πολιτική κίνηση «Νέα Ελληνική Αριστερά» και γίνεται συνιδρυτής του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης. Το 1974 ήταν υποψήφιος βουλευτής Β΄ Πειραιά με την «Ενωμένη Αριστερά». Το 1975 επανεξελέγη μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ, ενώ το 1978 συμμετείχε στις δημοτικές εκλογές ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ. Έναν χρόνο αργότερα έγινε ιδρυτικό μέλος της Κίνησης για την Ενότητα της Αριστεράς (ΚΕΑ).

   Μουσικά, στο διάστημα 1967 έως 1980 στρέφεται ιδιαίτερα στη σύνθεση κύκλων τραγουδιών, συνθέτοντας 22 κύκλους, ανάμεσά τους και τα «Τραγούδια του αγώνα», «Ο ήλιος και ο χρόνος», «Μυθιστόρημα», «Αρκαδίες I, II, III, IV, VIII, X, XI», «Μπαλάντες» και άλλα. Αξιομνημόνευτη είναι η σύνθεση του Canto General, ένα παγκοσμίως αγαπημένο έργο βασισμένο στο ποίημα του Πάμπλο Νερούντα. Το έργο άρχισε να συντίθεται στο Παρίσι το 1972, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε στο φεστιβάλ της Humanité τον Σεπτέμβριο του '74, ενώ στην Ελλάδα ακούστηκε για πρώτη φορά στις μεγάλες συναυλίες που έγιναν στο Στάδιο Καραϊσκάκη και στο Γήπεδο του Παναθηναϊκού τον Αύγουστο του 1975.

   Το 1981 εξελέγη βουλευτής Β΄ Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ και το 1985 βουλευτής Επικρατείας πάλι με το ΚΚΕ. Το 1987 υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνοτουρκικής Επιτροπής Φιλίας. Το 1989 γίνεται, μαζί με τον σκηνοθέτη Θεόδωρο Αγγελόπουλο, ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, η οποία απονέμει τα βραβεία «Φελίξ». Στις 16 Οκτωβρίου 1989 συμπεριλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. Εξελέγη στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου και επανεξελέγη στις εκλογές του Απριλίου του 1990. Και στις δύο περιπτώσεις κατέθεσε δήλωση ανεξαρτήτου βουλευτή, συνεργαζόμενου με τη ΝΔ. Όπως είχε δηλώσει στον Τύπο, στρατεύτηκε με τη ΝΔ «η οποία είναι η ισχυρή έπαλξη που μπορεί να βγάλει τον τόπο από τα εθνικά αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκε από την οκτάχρονη πολιτική του ΠΑΣΟΚ». Από τις 29 Νοεμβρίου 1989, έως τις εκλογές της 8ης Απριλίου 1990 υπήρξε ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη Νέα Δημοκρατία.

   Τον Απρίλιο του 1990 ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα ως υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, μέχρι τον Αύγουστο του 1991, οπότε ανέλαβε υπουργός Επικρατείας. Στις 30 Μαρτίου 1992, παραιτήθηκε από το αξίωμα του υπουργού για να αφοσιωθεί, όπως ανέφερε, στο συνθετικό του έργο. Ταυτόχρονα, δήλωσε υποστήριξη στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και συμμετοχή στις εργασίες της Βουλής ως ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη ΝΔ.

   Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1992 υπέβαλε την παραίτησή του από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, επειδή δέχθηκε στο διαγωνιστικό της τμήμα ταινία προερχόμενη από τη δημοκρατία των Σκοπίων, ως προερχόμενη από τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το 1992 συνέθεσε τον ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης και την ίδια χρονιά, στις 12 Οκτωβρίου, κατέθεσε δήλωση ανεξαρτησίας στο προεδρείο της Βουλής, τερματίζοντας τη συνεργασία του με την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι στηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στις 9 Μαρτίου 1993 παραιτήθηκε από βουλευτής και ανέλαβε γενικός διευθυντής των μουσικών προγραμμάτων της ΕΡΤ.

   Στις 16 Ιουνίου 1994 παραιτήθηκε από τη θέση του γενικού διευθυντή των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου και τη γενική διεύθυνση της ΕΡΤ για προσπάθεια θανάτωσης του οργανισμού δια της μεθόδου της ασφυξίας. Η παραίτησή του έγινε δεκτή από το ΔΣ της ΕΡΤ στις 5 Οκτωβρίου. Τον Ιούνιο του 1996, ορίστηκε μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Τουρισμού που συστάθηκε από την υπουργό Ανάπτυξης Βάσω Παπανδρέου.

   Την 1η Δεκεμβρίου του 2010 ανακοίνωσε την ίδρυση Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών με το όνομα «Σπίθα» ενάντια στο καθεστώς του «Μνημονίου», με στόχο τη συμμετοχή του κάθε ανεξάρτητου πολίτη για την έξοδο της χώρας από τη βαθιά κρίση, στην οποία την υποχρέωσαν η διεθνής κρίση του καπιταλισμού και οι εξαρτημένοι από διεθνή κέντρα εξέχοντες πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι. Την 1η Φεβρουαρίου 2012 μαζί με τον Μανώλη Γλέζο και τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γιώργο Κασιμάτη παρουσίασαν την πολιτική κίνηση «ΕΛΑΔΑ» (Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση) με σκοπό τη συγκρότηση ενός μεγάλου αντιμνημονιακού μετώπου.

   Στις 19 Σεπτεμβρίου του 2013 ανακοίνωσε την «αποστρατεία» του από την πολιτική ζωή της χώρας, χωρίς ωστόσο να σταματήσει τις παρεμβάσεις ως το τέλος, όπως όταν τον Μάιο του 2017, μαζί με άλλους ανθρώπους του πνεύματος, καλούσε τον κόσμο να κατέβει στο Σύνταγμα για να διαμαρτυρηθεί «ενάντια στο πραξικοπηματικό και καταστροφικό 4ο μνημόνιο».

   Τέλος, δυο σημαντικά μουσικά γεγονότα σημάδεψαν το 2017 όσον αφορά τον σπουδαίο συνθέτη: Η συναυλία που έδωσε στις 24 Μαΐου 2017 στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας η ιστορική ορχήστρα της πόλης, παίζοντας τρία συμφωνικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη (2η και 3η Συμφωνία και το «Οιδίπους Τύραννος») υπό τη διεύθυνση του Baldur Brönnimann, καθώς και η παράσταση - αφιέρωμα «ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΗ» στο Καλλιμάρμαρο στις 19 Ιουνίου. Για πρώτη φορά 1.000 χορωδοί από 30 πόλεις της Ελλάδας σχημάτισαν μία πελώρια χορωδία, η οποία με τη συνοδεία Συμφωνικής Μαντολινάτας απέδωσαν μερικά από τα αριστουργήματα του μεγάλου δημιουργού.

   Βραβεία και διακρίσεις

   Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, όπως το βραβείο ειρήνης «Λένιν» της Σοβιετικής Ένωσης (1983), το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος που του απονεμήθηκε στις 24 Ιουλίου 1995 από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο , καθώς και το παράσημο του αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής, ανώτατη διάκριση της Γαλλικής Δημοκρατίας (Μάρτιος 1996). Στις 27 Μαΐου 1996 το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον αναγόρευσε «ομοθύμως» επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών και τον Μάρτιο του 2000 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Τον Ιούλιο του 2002 τιμήθηκε με το γερμανικό μουσικό βραβείο «Έριχ Κόρνγκολντ» και τον Μάιο του 2005 με το διεθνές βραβείο μουσικής για το 2005 από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσικής και την UNESCO. Επίσης, τον Μάρτιο του 2007 τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας, ενώ τον Μάιο του 2013 η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους έγινε η επίσημη τελετή υποδοχής του.

   Βιβλία

   Πλούσιο είναι και το συγγραφικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Μεταξύ άλλων έγραψε τα βιβλία «Το χρέος» (δύο τόμοι), εκδ. Τετράδια της Δημοκρατίας 1970-1971, «Μουσική για τις μάζες», εκδ. Ολκός, 1972, «Στοιχεία για μια νέα πολιτική», «Δημοκρατική και συγκεντρωτική αριστερά», εκδ. Παπαζήση, 1976, «Οι μνηστήρες της Πηνελόπης», εκδ. Παπαζήσης, 1976, «Περί Τέχνης», 1976, εκδ. Παπαζήση, «Η αλλαγή. Προβλήματα ενότητας της Αριστεράς», 1978, «Μαχόμενη Κουλτούρα», 1982, «Για την ελληνική μουσική», 1983 (το 1986 επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη), «Ανατομία της σύγχρονης μουσικής», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1983, «Star Sυstem», εκδ. Κάκτος, 1984, «Οι δρόμοι του αρχάγγελου» (αυτοβιογραφία σε πέντε τόμους), εκδ. Κέδρος, 1986-1995, «Ζητείται Αριστερά», εκδ. Σιδέρη, 1989, «Αντιμανιφέστο», εκδ. Γνώσεις, «Πού πάμε;», εκδ. Γνώσεις, 1989, «Ανατομία της Μουσικής», εκδ. Αλφειός, 1990, «Να μαγευτώ και να μεθύσω», 2000, εκδ. Λιβάνη, «Το μανιφέστο των Λαμπράκηδων», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2003, η τριλογία «Πού να βρω την ψυχή μου…», 2003, εκδ. Λιβάνη, με αποσπάσματα από συνεντεύξεις, άρθρα και ομιλίες του της τελευταίας δεκαετίας, «Μάνου Χατζηδάκι εγκώμιον», 2004, εκδ. Ιανός, «Σπίθα για μια Ελλάδα ανεξάρτητη και δυνατή», εκδ. Ιανός, 2011, «Διάλογοι στο λυκόφως-90 συνεντεύξεις», εκδ. Ιανός, 2016, και «Μονόλογοι στο λυκαυγές», εκδ. Ιανός, 2017.

   Επίσης, συνέγραψε πολλούς κύκλους ποιημάτων που μελοποίησε ο ίδιος, μεταξύ των οποίων και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», «Ο Ήλιος και ο Χρόνος», «Αρκαδία Ι», «Αρκαδία VI» και «Αρκαδία X» και το «Τραγούδι της γης» από τη συμφωνία Νο 2. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλά έργα στα Γαλλικά.

   Το προσωπικό αρχείο του παραχωρήθηκε από τον ίδιο στη Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη και είναι προσβάσιμο στους ενδιαφερόμενους μελετητές.

   

   ΠΗΓΕΣ: Αρχείο βιογραφιών ΑΠΕ-ΜΠΕ, Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη, Κίνηση Ανεξάρτητων Πολιτών κ.α.

 

 

a

Μίκης Θεοδωράκης: Στους «Δρόμους του Αρχάγγελου»

Ελάχιστα μπορεί να αμφιβάλει κάποιος, ακόμα και αν προοριστεί να ξεφυλλίσει ή να κοιτάξει επιλεκτικά την αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, για τον θεμέλιο λίθο της, που δεν είναι άλλος από τη βιογράφηση όχι τόσο του ίδιου όσο της μουσικής του διαμόρφωσης και πορείας.

 Όπως σημειώνει ο συνθέτης στις εισαγωγικές σελίδες των «Δρόμων του Αρχάγγελου», που κυκλοφόρησαν σε πέντε τόμους στην πρώτη τους έκδοση από τον Κέδρο, μεταξύ 1985 και 1995, και συγκεντρώθηκαν το 2009 σε ένα δίτομο εγχείρημα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης: «Για μένα η μουσική υπήρξε ένας τρόπος ζωής ευθύς εξαρχής τον οποίο θα έπρεπε να ανακαλύψω εντελώς μόνος χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά».

    Είναι τέλη της δεκαετίας του 1930 στον Πύργο Ηλείας, όπου ο ανήσυχος έφηβος πιάνεται από τη μουσική και από το βιολί του για να ξορκίσει τη μοναξιά του, αλλά και για να αφιερώσει το υπόλοιπο του μακρού βίου του σε μια συνεχή και ασταμάτητη παραγωγή η οποία η οποία θα περιλάβει σχεδόν τα πάντα: από μουσική δωματίου και συμφωνική μέχρι ορατόρια, χορωδιακά, μπαλέτα, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, εκκλησιαστική μουσική, λίντερ, καθώς και λαϊκά ή παιδικά τραγούδια και όπερα.

    Πρόκειται, όμως, μόνο για τη μουσική; Θα γινόταν να γράψει ο Θεοδωράκης για τον εαυτό του και την πολυετή παρουσία του στη δημόσια σφαίρα, χωρίς να αναφερθεί στις πολιτικές και τις κομματικές του περιπέτειες, που εκπροσωπούν, άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό, την οδυνηρή εμπειρία μιας ολόκληρης εποχής; Ασφαλώς και όχι. Οι «Δρόμοι του Αρχάγγελου» δεν μπορεί παρά να είναι και η βιογράφηση της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής λίγο πριν και λίγο μετά τα μέσα του 20ου αιώνα: από τη δικτατορία του Μεταξά, τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι τις μετεμφυλιακές διώξεις της Αριστεράς, τον κρατικό αυταρχισμό της δεκαετίας του 1960 και τη σκληρή, ολόπικρη περίοδο της χούντας.

   

   Βιογράφηση, λοιπόν, μιας πολιτικής και μουσικής διαδρομής και αυτοβιογράφηση ενός συνθέτη ο οποίος παρά την ισχυρή καλλιτεχνική του συνείδηση δεν δήλωσε ποτέ απών από το καυτό παιχνίδι της σύγχρονης Ιστορίας. Μουσική και πολιτική συνιστούν τον ξεχωριστό, διπλό άξονα των «Δρόμων του Αρχαγγέλου», που δοκιμάζουν όχι μόνο να αφηγηθούν, αλλά και να λογαριάσουν στο σωστό τους βάρος τη σημασία της μοιραίας συνεύρεσης.

   

 Προχωρώντας στα καθέκαστα, στην πλευρά της μουσικής, θα χρειαστεί να βάλουμε όλα τα γεγονότα τα οποία διαπλάθουν και καθορίζουν την ταυτότητα του σύνθετη από τα νιάτα του ως τα χρόνια της πρώτης αναγνώρισης και ωριμότητας που έρχονται με τον «Επιτάφιο» του 1960 και όσα τον ακολουθούν, όταν τα συμφωνικά έργα μένουν πίσω για να ξεκινήσει η επαφή κι η επικοινωνία με το μεγάλο κοινό στο οποίο θα απευθυνθούν, μεταξύ άλλων, το «Άξιον Εστί», η «Φαίδρα», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», οι «Μικρές Κυκλάδες», ο «Ζορμπάς», το «Μαουτχάουζεν» και η «Ρωμιοσύνη». Ποια είναι, όμως, τα γεγονότα: Θα τα μοίραζε κανείς σε δύο κατηγορίες. Από τη μια πλευρά είναι οι καθαρές δράσεις, που προκύπτουν από την είσοδο στο Ωδείο Αθηνών, την ίδρυση της χορωδίας της ΕΠΟΝ και τις κατοχικές συναυλίες με τον Αργύρη Κουνάδη, τον Γιώργο Σισιλιάνο, τον Τάτση Αποστολίδη και τον Γιάννη Βατικιώτη, τα τραγούδια και τις χοροεσπερίδες της εξορίας στην Ικαρία, τον Μότσαρτ τραγουδισμένο στο κελί της απομόνωσης και τις σπουδές στο Παρίσι. Από την άλλη πλευρά είναι τα στάδια τα οποία διατρέχει ο καλλιτεχνικός αναστοχασμός, που εκκινούν από την έννοια της αναζήτησης του θείου διαμέσου της μουσικής και φτάνουν ως τον μοντερνισμό του Στραβίνσκι, τον εξπρεσιονισμό του Σαίνμπεργκ, τον ρεαλισμό και τον ανθρωποκεντρισμό του Σοστακόβιτς, αλλά και την αποθέωση της αρμονίας και της μελωδίας από τον Ντεμπυσσύ.

   

   Πηγαίνοντας προς την πλευρά της πολιτικής, οφείλουμε να διακρίνουμε μιαν άλλη τάξη γεγονότων, που δείχνουν τη σωματική (αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι) εμπλοκή του Θεοδωράκη στα αριστερά μεταπολεμικά δεινά: καταδίκη μετά τη Βάρκιζα με βάση το ιδιώνυμο του Βενιζέλου, λευκή τρομοκρατία στους σπουδαστικούς χώρους, η βαριά σκιά της Ασφάλειας απλωμένη παντού, καθώς και ξύλο, αγγαρείες και πείνα στη Μακρόνησο (αλλά και σύντροφοι που βάζουν στο μάτι άλλους συντρόφους με κάθε σχετικό επακόλουθο). Κι αν ο συνθέτης θα ηγηθεί, λίγο μετά απ' όλα αυτά, της Νεολαίας Λαμπράκη, για να εκλεγεί σύντομα και βουλευτής της ΕΔΑ, ο ρους των πραγμάτων δεν θα αλλάξει. Η έκκλησή του μετά την επιβολή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου για καθολική αντίσταση στο καθεστώς, θα τον μετατρέψει για μιαν ακόμα φορά σε πολιτικό δεσμώτη, ενόσω θα έχει ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από το αλάθητο της πολιτικής του πίστης, θίγοντας σιγά-σιγά την ανάγκη για την έλευση μιας δημοκρατικής Αριστεράς τόσο στο κόμμα όσο και στην κοινωνία.

  Η διάκριση της πολιτικής από τη μουσική προσωπικότητα προκειμένου να συλλάβουμε την εικόνα του αυτοβιογραφούμενου Θεοδωράκη στους «Δρόμους του Αρχάγγελου», είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της προσχηματική μια και στην πραγματικότητα ο Αρχάγγελος είναι ένας: ο Αρχάγγελος τον οποίο προσφυώς περιγράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στον πρόλογο της έκδοσης του 2009. Ο ανίκητος στρατηγός των ουρανίων δυνάμεων, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, που βάζει κάτω με νύχια και με δόντια εμπόδια, κακοτοπιές και παγίδες, προσηλωμένος σε μια διπλή ακεραιότητα: την ακεραιότητα της τέχνης και την ακεραιότητα του πολιτικού βίου - μιαν ακεραιότητα αντλημένη, αν θέλουμε να μιλήσουμε με γενεαλογικούς όρους, από δύο και πάλι πρότυπα: από τον γενάρχη των Θεοδωράκηδων, τον ξακουστό λυράρη και τραγουδιστή της τουρκοκρατούμενης Κρήτης, Θεοδωρομανώλη, αλλά και από τον πατέρα του μουσικοσυνθέτη, που πήγε εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους και υπήρξε ορκισμένος Βενιζελικός.

d

Μίκης Θεοδωράκης: Ο πολιτικός Μίκης

Η εμπλοκή του Μίκη Θεοδωράκη με την πολιτική ξεκίνησε από πολύ νωρίς, όταν αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά άρχισε να διώκεται από τις αστυνομικές Αρχές. Το 1947, σε ηλικία 27 ετών, συνελήφθη και εστάλη στην Ικαρία, απ' όπου και απέτυχε, παρά την οργανωμένη προσπάθεια, να αποδράσει. Με τη γενική αμνηστία που έδωσε η κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο Θεοδωράκης περνάει στην παρανομία και συμμετέχει στη δράση του Δημοκρατικού Στρατού. Καταλήγει εκ νέου στην Ικαρία, ύστερα από τη σύλληψή του στο πατρικό του σπίτι, όπου κατέφυγε άρρωστος από πλευρίτιδα. Ακολουθεί εκτοπισμός στη Μακρόνησο, όπου και υπομένει πολύ σκληρά βασανιστήρια. Μετά από παρέμβαση του πατέρα και του θείου του, που ήταν ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, ο Μίκης θα απελευθερωθεί ως ανάπηρος (τα βασανιστήρια του προκάλεσαν παράλυση). Το 1963 ιδρύεται η Νεολαία Λαμπράκη, ως αντίδραση στη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, και ο Θεοδωράκης εκλέγεται πρόεδρος. Σύντομα θα εκλεγεί και βουλευτής της ΕΔΑ.

   Τα χρόνια της δικτατορίας

   Με την επιβολή της δικτατορίας, στις 21 Απριλίου του 1967, ο Θεοδωράκης περνάει και πάλι στην παρανομία και έναν μήνα αργότερα ιδρύει την αντιστασιακή οργάνωση ΠΑΜ, κηρύσσοντας πανστρατιά εναντίον του καθεστώτος. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς φυλακίζεται στο κτίριο της Ασφάλειας επί της οδού Μπουμπουλίνας. Τα γεγονότα είναι πυκνά και διαδέχονται με ταχύτητα το ένα το άλλο: απομόνωση, φυλακές Αβέρωφ, μεγάλη απεργία πείνας, αποφυλάκιση και κατ' οίκον περιορισμός, εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα και, τέλος, στρατόπεδο Ωρωπού.

    Στον Ωρωπό ο Θεοδωράκης αντιμετωπίζει εκ νέου προβλήματα με την υγεία του ενώ στο εξωτερικό ξεσπά θύελλα διαμαρτυριών. Πρόσωπα όπως ο Άρθουρ Μίλερ, ο Ιβ Μοντάν, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς και ο Λόρενς Ολίβιε ζητούν επιτακτικά την απελευθέρωσή του κι έτσι καταλήγει εν έτει 1970 στο Παρίσι, απ' όπου και απευθύνει ξανά έκκληση για την ανάγκη πτώσης του δικτατορικού καθεστώτος. Το 1972 συναντά τον Γιασέρ Αραφάτ στο Ισραήλ, όπου πηγαίνει για να δώσει συναυλίες, και ενθαρρύνει τις συνομιλίες μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών. 

   Δράση και πρωτοβουλίες κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης

   Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, όταν πλέον η χούντα έχει καταρρεύσει, ο Θεοδωράκης έχει μετατραπεί σε κάτι περισσότερο από το σύμβολο της Αριστεράς που εκπροσωπούσε κατά τη διάρκεια των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Απαλλαγμένος από κομματικές δεσμεύσεις, μιλάει για τα λάθη της Αριστεράς, υπερασπίζεται όμως την ενότητά της και αποτελεί μια κορυφαία προσωπικότητα του αντιδικτατορικού αγώνα που απευθύνεται σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι δεν υπάγονται στη σφαίρα της αριστερής επιρροής. Πρόκειται πλέον για ένα πρόσωπο με διεθνή αναγνώριση και καταξίωση, που θεωρεί ότι η λύση του Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι η μόνη η οποία μπορεί να εγγυηθεί τη διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία. Ο Θεοδωράκης θα βάλει υποψηφιότητα για τη Β' Πειραιά με τον σχηματισμό της Ενωμένης Αριστεράς, αλλά δεν θα εκλεγεί. Παρόλα αυτά συνεχίζει την πολιτική του δραστηριότητα, αναλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, να προσκαλέσει στην Ελλάδα τον Φρανσουά Μιτεράν. Τον Οκτώβριο του 1978 θα κατέβει ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων με το ΚΚΕ, λαμβάνοντας ποσοστό 16,7% των ψήφων. Εν συνεχεία συγκροτεί την Κίνηση για Ενιαία Αριστερά (ΚΕΑ), φιλοδοξώντας να συσπειρώσει ανθρώπους που επιθυμούν μιαν ανεξάρτητη, χωρίς κομματική ένταξη, συνεργασία με το ΚΚΕ. Το 1981 εκλέγεται βουλευτής με το ΚΚΕ στη Β΄ Πειραιά και το 1985, πάντα με το ΚΚΕ, εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας. Έναν χρόνο αργότερα θα παραιτηθεί.

    Το 1986 δημιουργούνται οι επιτροπές ελληνοτουρκικής φιλίας στην Ελλάδα με πρόεδρο τον ίδιο και στην Τουρκία με τη συμμετοχή μορφών της τέχνης και της λογοτεχνίας όπως ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιασάρ Κεμάλ και ο Ζουλφί Λιβανελί. Ο Θεοδωράκης δίνει πολλές συναυλίες στην Τουρκία και μεταφέρει μηνύματα των πρωθυπουργών Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προς την τουρκική κυβέρνηση. Το 1988 διοργανώνονται στην τότε Δυτική Γερμανία με δική του πρωτοβουλία δύο συνέδρια για την ειρήνη, το ένα στο Τίμπινγκεν και το άλλο στην Κολωνία. Το 1990 δίνει συναυλίες σ' όλη την Ευρώπη, υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας, για την ηλιακή ενέργεια, όπως και κατά του αναλφαβητισμού και των ναρκωτικών. Παράλληλα δίνει μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε χώρες όπως η Αλβανία και η Τουρκία.

    Στη Βουλή ο Θεοδωράκης θα επανέλθει ως ανεξάρτητος, συνεργαζόμενος με τη Νέα Δημοκρατία, τον Νοέμβριο του 1989. Επανεκλεγείς τον Απρίλιο του 1990, θα αναλάβει χρέη, για δυόμισι χρόνια, υπουργού Άνευ Χαρτοφυλακίου και στη συνέχεια υπουργού Επικρατείας, για να παραιτηθεί όμως για άλλη μια φορά τον Οκτώβριο του 1992 από υπουργός και τον Μάρτιο του 1993 από βουλευτής.

    Τον Δεκέμβριο του 2010 ο Θεοδωράκης ανακοινώνει την ίδρυση Κινήματος Ανεξάρτητων Πολιτών με την ονομασία «Σπίθα». Τον Σεπτέμβριο του 2013 αποστρατεύει εαυτόν από τη «Σπίθα». Το 2015 συμπαρατάσσεται με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αργότερα της ασκεί έντονη κριτική. Η τελευταία πολιτική πράξη του Θεοδωράκη είναι η συμμετοχή του στο αθηναϊκό συλλαλητήριο του Ιανουαρίου του 2018 για τη Μακεδονία, που προκάλεσε πολύ διαφορετικές αντιδράσεις, με καταγωγή από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.

    Μετέχοντας στις τάξεις της Αριστεράς, ο Θεοδωράκης υπερασπίστηκε πάντοτε σθεναρά τις αρχές της: τη σημασία της ως ηγετικής δύναμης που μάχεται για το έθνος, την ικανότητά της να συζητήσει και να λύσει το Κυπριακό, μέσα από μια ζωτική συνεννόηση με την Τουρκία, όπως και το βάρος της στη θεμελίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Θα πρέπει, βεβαίως, να προστεθεί ότι υψηλή παρέμεινε η πίστη του και στις κοινωνικές αξίες της Αριστεράς, όπως ο αγώνας κατά της οικονομικής ανισότητας και το αίτημα για μια δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων. 

Μοιράσου το άρθρο!