«Δάφνις & Χλόη» του Λόγγου
«Δάφνις & Χλόη» του Λόγγου
«Δάφνις & Χλόη: Μια ιστορία αγάπης» του Λόγγου, από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο (Πρόλογος – Απόδοση: Ιώ Τσοκώνα, Πρώτη έκδοση: Μάρτιος 2017)
Γράφει η Ράνια Μπουμπουρή
Το πασίγνωστο έργο του Λόγγου Τα κατά Δάφνιν και Χλόην είναι ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα που έχουν γραφεί παγκοσμίως (χρονολογείται στον 2ο-3ο αιώνα μ.Χ.) και, τα σχεδόν 2.000 χρόνια της ύπαρξής του, δεν σταματά να σαγηνεύει και να εμπνέει σπουδαίες φυσιογνωμίες των τεχνών και των γραμμάτων. Λέει ο Γκαίτε στον Έκερμαν, όπως διαβάζουμε στο προλογικό σημείωμα που υπογράφει η Ιώ Τσοκώνα: «Πρέπει να γράψει κανείς ολόκληρο βιβλίο για να δείξει όλες τις αρετές του έργου. Καλό θα ήταν να το διαβάζουμε μια φορά τον χρόνο. Πάντα θα έχουμε να μάθουμε ή να νιώσουμε κάτι από τη δροσιά της σπάνιας ομορφιάς του» (σελ.23).
Και πρόκειται, πράγματι, για ένα ανάγνωσμα μαγευτικό. Πρώτα πρώτα, είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο ήχους και μελωδίες: της φύσης –των πουλιών, των εντόμων, των ζώων, των ανέμων, των πηγών, των ρυακιών και της θάλασσας–, των ανθρώπινων μουσικών οργάνων και των χορωδιών, των ναυτών στα ψαροκάικα, που τραγουδούν για να ξεχνούν την κούραση της κωπηλασίας, των ποιμένων που είναι δεξιοτέχνες στον αυλό και παίζουν διαφορετικές μελωδίες ανάλογα με τα ζώα και τα κοπάδια τους, των φαραγγιών που αγκαλιάζουν σαν μουσικά όργανα τους ήχους και τους αναπαράγουν. Κι όλα αυτά, σε συντονισμό με την ανθρώπινη ζωή και αυτό που τη διαιωνίζει, τον έρωτα: «Θα νόμιζε κανείς πως τα ποτάμια τραγουδούσαν […] πως τα μήλα έπεφταν κάτω από την απόγνωση του έρωτα και πως ο ήλιος, ως λάτρης του κάλλους, έγδυνε τους πάντες για να προκαλεί» (σελ.48).
Η περιγραφή του ερωτικού σκιρτήματος και του ερωτικού καημού μάς αγγίζει και μας συναρπάζει, αφού ο έρωτας είναι ζήτημα πανανθρώπινο, προαιώνιο, φλέγον και ασίγαστο. Όχι μόνο οι δυο έφηβοι, ο Δάφνις και η Χλόη, αλλά και ο νέος Δόρκων και ο ηλικιωμένος Φιλητάς και όλοι έχουν νιώσει τα βέλη αυτού του άπιαστου και σκανταλιάρικου αγοριού: «Πώς θα μπορούσε όμως να το πιάσει κάποιος; Είναι μικρό και θα ξεφύγει. Πώς, πάλι, θα μπορούσε να ξεφύγει κανείς από αυτό; Έχει φτερά και θα τον πιάσει» (σελ.67).
Ο Δάφνις φλέγεται από έρωτα, αλλά τον διακρίνει μια ευγένεια ψυχής που μας εμπνέει μεγάλο σεβασμό: «…ορκίστηκε πως θ’ αγαπά τη Χλόη όσο εκείνη εξακολουθεί να τον αγαπάει. Κι αν ποτέ προτιμήσει άλλον, δεν θα σκοτώσει εκείνη, αλλά θα σκοτωθεί ο ίδιος» (σελ.90-91) και, παρακάτω: «Για σένα ήρθα, Χλόη. […] Για σένα σκοτώνω τα δύστυχα πουλάκια» (σελ.101), όταν το κυνήγι αποτελεί την πρόφαση να πλησιάσει στο σπίτι των δικών της. Τον διακρίνει, επίσης, ένας ρομαντισμός αυθεντικός και απολύτως συμβατός με τον έρωτα που τον καίει: «Ο Δάφνις τούς αποχαιρέτισε και τους φίλησε, αφήνοντας τελευταία τη Χλόη, για να μείνει το δικό της φιλί ανέπαφο» (σελ.102).
Αχ, αυτό το φιλί! Που όταν δεν μπορεί κάποιος να το χαρεί, πόσα κόλπα σκαρφίζεται για να το κλέψει ή να το χαρίσει κρυφά, φέρνοντας στα χείλη του τον αυλό του αγαπημένου του προσώπου ή την κούπα απ’ όπου θα πιει κρασί. Άλλοτε απελπισμένο και κλεμμένο, άλλοτε πρωτότυπο και χαρισμένο, αυτό το κρυφό φιλί επανέρχεται κάθε τόσο στις σελίδες του βιβλίου και μας συγκινεί, αφού οι περισσότεροι το έχουμε ανταλλάξει ή το έχουμε ονειρευτεί.
Είναι ένα μυθιστόρημα γλυκύτατο εκφραστικά: «Ο Δάφνις είχε καεί απ’ το φιλί και η Χλόη απ’ το λούσιμο» (σελ.48) αλλά και αναπάντεχα αστείο: «[Οι γονείς της Χλόης] στη συνέχεια του ζήτησαν να μείνει το βράδυ μαζί τους, γιατί την επομένη θα θυσίαζαν στον Διόνυσο, κι εκείνος δέχτηκε με χαρά. Λίγο έλειψε, μάλιστα, να προσκυνήσει εκείνους και όχι τον θεό» (σελ.100). Κατακλυσμένο από όμορφες, ολοζώντανες εικόνες της καθημερινής ζωής, ποιμενικής ή όχι, αλλά και παραμυθένιες – όταν, λόγου χάρη, ένα ολόκληρο κοπάδι βόδια υπακούει στη μελωδία του αυλού πέφτοντας στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να ανατραπεί το πειρατικό καράβι που τα είχε κλέψει. Ωραιότατη και χρήσιμη εδώ η σύνδεση της λέξης «Βόσπορος» με τα βόδια, που είναι καλύτεροι κολυμβητές απ’ τους ανθρώπους, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βέβαια, έχει το μυθιστόρημα αυτό για τους κατοίκους της Λέσβου, αφού περιγράφονται με αδρές γραμμές η φύση και τα κάλλη του νησιού, οι καλλιέργειες, οι καρποί της ξηράς και της θάλασσας, θαυμάσιοι μύθοι, ήθη και έθιμα, αλλά και διαμάχες μεταξύ Μηθυμναίων και Μυτιληναίων, όπως και εξωτερικά τους γνωρίσματα: «Είναι όμορφος και δεν μοιάζει με κανέναν πλακουτσομύτη ντόπιο» (σελ.121). Επίσης, σπουδαία πραγματολογικά στοιχεία για την κοσμοθεωρία των κατοίκων του νησιού: «Ο Ίππασος εξόρμησε δίχως να λεηλατεί τα χωράφια ή τα κτήματα των Μηθυμναίων και να αρπάζει τα κοπάδια τους, γιατί πίστευε πως αυτά αρμόζουν σε ληστές και όχι σε στρατηγούς» (σελ.93) και παρακάτω: «Ο Ίππασος, παρότι ήταν εκλεγμένος στρατηγός με απόλυτη εξουσία, δεν θέλησε να πάρει μόνος του την απόφαση [για το σύμφωνο ειρήνης], κι έτσι, αφού στρατοπέδευσε δέκα στάδια έξω από τη Μήθυμνα, έστειλε αγγελιαφόρο στη Μυτιλήνη περιμένοντας τις εντολές της πόλης του. Δυο μέρες αργότερα επέστρεψε ο απεσταλμένος φέρνοντας την απάντηση, που έλεγε να πάρουν τη λεία και δίχως να βλάψουν κανέναν να γυρίσουν πίσω, γιατί μεταξύ του πολέμου και της ειρήνης θεωρούσαν πάντα την ειρήνη ωφελιμότερη» (σελ.94). Ή, στη συνέχεια: «Κάνετε πολύ σωστά […] που δεν θεωρείτε τον πλούτο ανώτερο από την τίμια φτώχεια» (σελ.120). Επίσης, άλλα διάσπαρτα πραγματολογικά στοιχεία, όπως οι αναφορές σε Σικελούς, Τυρρηνούς και Ινδούς, δείχνουν τον ευρύ πολιτισμικό ορίζοντα της περιοχής ήδη από εκείνα τα χρόνια.
Φρεσκότατο όπως κάθε έργο κλασικό, αναζωογονητικό σαν τον έρωτα και σφριγηλό σαν τους καρπούς της Λέσβου, το σαγηνευτικό αυτό ανάγνωσμα δεν γίνεται να διαβαστεί μόνο μία φορά. Εμείς θα προσπαθήσουμε ν’ ακολουθήσουμε τη συμβουλή του Γκαίτε και να το διαβάζουμε μία φορά ετησίως. Το μέγεθός του το επιτρέπει, η αξία του το επιβάλλει.
Βρείτε το εδώ