«Στο πίσω κάθισμα» της Ευτυχίας Γιαννάκη, από τις Εκδόσεις Ίκαρος (Πρώτη έκδοση: Ιούνιος 2016)
Γράφει η Ράνια Μπουμπουρή
Η Ευτυχία Γιαννάκη (γενν.1976, Αθήνα) σπούδασε πληροφορική, μουσική τεχνολογία και επικοινωνία, κι εργάστηκε αρκετά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πρωτοεμφανίστηκε στο εκδοτικό τοπίο με το μυθιστόρημα Χάρντκορ (Ωκεανίδα, 2000), το οποίο υπέγραψε με ψευδώνυμο και το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ντένη Ηλιάδη (2004). Το αστυνομικό μυθιστόρημά της Στο πίσω κάθισμα, που αποτελεί το πρώτο μέρος της «Τριλογίας της Αθήνας», συστήνει στο αναγνωστικό κοινό τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο, ο οποίος θα πρωταγωνιστήσει στα βιβλία της σειράς.
Σύμφωνα με την υπόθεση, ο διάσημος και εύπορος 70χρονος σκηνοθέτης Άρις (από το Αρίστος) Δόξας βρίσκεται άγρια δολοφονημένος στο υπόγειο θέατρό του στην Πλάκα, έπειτα από τηλεφώνημα που δέχεται ένας δημοσιογράφος συνεργατικής εφημερίδας. Ο 45χρονος Χάρης Κόκκινος, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του τις περισσότερες εξιχνιάσεις εγκλημάτων από όλους τους εν ενεργεία αστυνομικούς, θα κληθεί να βρει την άκρη του νήματος και στο έγκλημα αυτό, για το οποίο τα στοιχεία είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Ο σκηνοθέτης δεν είχε οικογένεια ούτε αισθηματικούς δεσμούς, δεν είχε αντιδικίες ούτε εχθρούς, ούτε και είχε πέσει θύμα ληστείας – ποιο ήταν, λοιπόν, το κίνητρο και ποιος ο δράστης;
Σε αντίθεση με ορισμένους στενούς του συνεργάτες στην Υποδιεύθυνση Εγκλημάτων κατά της Ζωής, ο αστυνόμος Χάρης Κόκκινος θεωρεί ότι πρέπει να ψάξουν εξονυχιστικά το παρελθόν του θύματος, το μυαλό του όμως δεν είναι συγκεντρωμένο στην υπόθεση. Ο λόγος είναι ότι ο μοναχογιός του έχει μόλις συλληφθεί με μια βαρύτατη κατηγορία, η οποία θέτει και τον ίδιο τον αστυνόμο ενώπιον των δικών του προσωπικών και οικογενειακών ευθυνών. Έτσι, δεν είναι διόλου παράξενο που η Αστυνομία βρίσκεται διαρκώς ένα βήμα πίσω από τις εξελίξεις: πριν καλά καλά ο Χάρης Κόκκινος και οι συνεργάτες του χωνέψουν μια μεγάλη αποτυχία –και μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία–, γίνεται και δεύτερος παρόμοιος φόνος. Αυτή τη φορά, το θύμα είναι μια γυναίκα φτωχή και ανήμπορη, στο άλλο άκρο της πόλης και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στα δύο εγκλήματα;
Θεωρούμε ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι δύσκολο είδος: πέρα από την ξεχωριστή πλοκή, την απρόβλεπτη τροπή, τη στιβαρή δομή και τους πειστικούς χαρακτήρες, το έγκλημα ή τα εγκλήματα που συντελούνται στις σελίδες του θα πρέπει να δίνουν την αφορμή στον συγγραφέα να παρουσιάσει και να σχολιάσει ό,τι συμβαίνει σε μια κοινωνία και σε μια πόλη, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Επίσης, η γλώσσα θα πρέπει να είναι τόσο καλοδουλεμένη, ώστε να έχουν εξαλειφθεί τα κλισέ και οι αχρείαστες επαναλήψεις στις αναγκαστικές περιγραφές γνώριμων διαδικασιών, π.χ. αστυνομικών καταδιώξεων. Τέλος, θα πρέπει η εξέλιξη της ιστορίας να θέτει στον αναγνώστη προσωπικά διλήμματα, ίσως μάλιστα να τον θέτει και προ των ευθυνών του.
Η Ευτυχία Γιαννάκη έχει κάνει εξαιρετική δουλειά σε καθεμιά από τις παραπάνω πτυχές, κερδίζοντας τον αναγνώστη με την ωραία της γραφή που δεν κάνει πουθενά κοιλιά ή γωνίες, με τη διεισδυτική της ματιά σε διάφορες κοινωνικές τάξεις, με τις ολοζώντανες περιγραφές της πόλης –Πλάκα, Αλεξάνδρας, Παγκράτι, Κουκάκι, Δραπετσώνα, Νέα Ερυθραία, Κηφισιά–, με την ξεχωριστή ισορροπία που έχει πετύχει ανάμεσα στο ξετύλιγμα της υπόθεσης και στην εμβάθυνση σε χαρακτήρες, σκέψεις, αίτια και αιτιατά.
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο αστυνόμος Χάρης Κόκκινος, είναι άνθρωπος της διπλανής πόρτας – ούτε ιδιαίτερος εξωτερικά, ούτε διάνοια, ούτε αλκοολικός ή ανισόρροπος. Κι όμως, καταφέρνει να χαραχτεί στο μυαλό μας ως φυσιογνωμία, νιώθουμε μεγάλη οικειότητα μαζί του. Ίσως επειδή παλεύει για να βρει ισορροπία στη ζωή του, ίσως επειδή παραιτείται εύκολα από την ισορροπία αυτή και παρασύρεται στον ρυθμό της δουλειάς του, με αποτέλεσμα να χάνει τα ουσιαστικά της ζωής. Τα «οδυνηρά ανώδυνα» βράδια του μας είναι οικεία, η κούρασή του που γίνεται ανημπόρια ή αδιαφορία επίσης δεν μας είναι ξένη, οι διερωτήσεις του για τις αποφάσεις που πήρε στο παρελθόν μάς βάζουν κι εμάς σε σκέψεις. Άραγε, «γιατί δεν μπόρεσε να εγκλωβιστεί στο όνειρο και πήγε κι εγκλωβίστηκε στον εφιάλτη;» (σελ.371-372).
Όσο για τις περιγραφές της συγγραφέως, αξίζει να παραθέσουμε εδώ τρία μικρά αποσπάσματα για τη ζωή στην πόλη, για την κοινωνία και για την ίδια την πόλη: «Το Σύνταγμα ήταν πάλι κλειστό. “Εμείς ευτυχώς μόλις που προλάβαμε και περάσαμε”, σχολίασε η Λίνα, απολαμβάνοντας μια από τις μικρές χαρές που μπορεί να χαρίσει αυτή η πόλη στους κατοίκους της. Μια καθημερινότητα γεμάτη μικρές επιτυχίες για κάποιον που προφταίνει ανοιχτούς τους δρόμους πριν από μια πορεία, που αποφεύγει τις ακαθαρσίες ενός σκύλου στο πεζοδρόμιο, που βρίσκει να παρκάρει στο κέντρο» (σελ.116-117). «Ίσως ολόκληρη η πόλη να ήταν γεμάτη αργόσχολους, με τόση ανεργία. Ένας στους τρεις καθόταν και περίμενε κάτι ν’ αλλάξει. Φυσικά, δεν άλλαζε τίποτα. Όσοι δεν δούλευαν ήταν κατά κάποιον τρόπο νεκροί, κλεισμένοι στα σπίτια τους, όπως τα πτώματα στους τάφους, κανείς δεν μάθαινε νέα τους, κανείς δεν απολάμβανε τους καρπούς της δουλειάς τους και, ως εκ τούτου, κανείς δεν νοιαζόταν αν ζούσαν ή αν είχαν πεθάνει» (σελ.136). «Ο φάρος του περιπολικού στην είσοδο της πολυκατοικίας περιστρεφόταν σιωπηλά, ντύνοντας με μια μπλε απόχρωση τους λευκούς τοίχους με τις ρωγμές, τις τέντες, τις γλάστρες, τα ρούχα, τις μεταλλικές ντουλάπες και τα έπιπλα που καταλάμβαναν τα μπαλκόνια. Ήταν λες και οι κάτοικοι ασφυκτιούσαν μέσα στα διαμερίσματά τους και είχαν πετάξει το μισό νοικοκυριό στα μπαλκόνια» (σελ.164).
Άλλη μια έκπληξη στο εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα η τελευταία σελίδα του, που ανοίγει μια διαφορετική χαραμάδα στον κόσμο δύο τελείως διαφορετικών ανθρώπων. Διαβάστε το!
Μπορείτε να το βρείτε εδώ