Ντρέπομαι...δεν άντεξε η "δικαιοσύνη" του Οδυσσέα Ελύτη!
Κατέστρεψαν τον Θεόφιλο
Σαν κεραυνός έπεσε η πρώτη καταγγελία για την πραγματική καταστροφή των 86 πρωτότυπων έργων του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, που φιλοξενούνται στο ομώνυμο Μουσείο της Μυτιλήνης. (…..) Στο Μουσείο Θεόφιλου, λοιπόν, διαπιστώθηκε η εξαφάνιση πραγματικά μεγάλου μέρους γνωστών έργων από τον ήλιο, στον οποίο εκτίθενται οι καμβάδες απροστάτευτοι. Αλλωστε, από τον ήλιο προέρχεται και ο μοναδικός φωτισμός του Μουσείου, αν εξαιρέσει κανείς κάποια φώτα οροφής! Ακόμα, τα έργα είναι εκτεθειμένα στη σκόνη από τα παράθυρα που ανοίγουν, ως μόνη μέθοδος εξαερισμού. Η υγρασία μπαίνει από παντού, ακόμα και από τα κεραμίδια που, ασυντήρητα, επιτρέπουν στα νερά της βροχής να τρέχουν πάνω στα έργα. Θέρμανση δεν υπάρχει καμία. Κάποιοι θερμοσυσσωρευτές της δεκαετίας του ’80 είναι και αυτοί εκτός λειτουργίας.Σύμφωνα με τη συντηρήτρια κ. Μαρσινοπούλου, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Εκρουσε, μάλιστα, τον κώδωνα του κινδύνου για το Μουσείο και τη συλλογή λέγοντας πως, στο βαθμό που η ίδια μπορεί να εκτιμήσει, υπάρχουν αρκετές φθορές και θα είναι δύσκολο «να κλείσει κανείς τα μάτια και να εφησυχάσει ή να πει “ας αφήσουμε το θέμα λίγο ακόμα”».
απόσπασμα από το άρθρο του ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΑΛΑΣΚΑ “Κατέστρεψαν τον Θεόφιλο” ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20/1/2011
Το Μουσείο Θεόφιλου χτίστηκε στη Μυτιλήνη το 1964 με έξοδα του γνωστού Μυτιληνιού τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη – Τεριάντ. Ο Οδυσσέας Ελύτης μας θυμίζει τις προσπάθειες που έγιναν για την ανέγερση αυτού του Μουσείου:
“Ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο” από τον Ο. Ελύτη
Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…) Έπρεπε, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, να φτάσουμε ως τους πιο στενούς συγγενείς του ζωγράφου, να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν και, θυμάμαι, ότι με το χτυποκάρδι, που δίνει σε κάθε συλλέκτη το προαίσθημα ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο κινούσαμε κάθε πρωί για την αποστολή μας. Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Όσο που να ‘ρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε. Δε θυμάμαι πια καθόλου πώς έγινε κι ένα απογεματάκι, στην έπαυλη που μας φιλοξενούσε, παρουσιάστηκε ο Παναγιώτης Κεφάλας. Ήταν ο αδερφός του Θεόφιλου. Ένας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός, με πέντε παιδιά, που δεν ήξερε αν άνοιξε η τύχη του ή αν οι δυο Αθηναίοι που έδειχναν τόσο πολύ να ενδιαφέρονται για τα καμώματα του “αχμάκη”, του αδερφού του, τον κοροϊδεύανε. (…) Στο τέλος, κουβάλησε όλα τα προσωπικά αντικείμενα του αδερφού του, τα πινέλα του, τα τεφτέρια του, τα πιο ασήμαντα μικροπράγματά του. Ήθελε, βέβαια, να μας ευχαριστήσει. Αλλά είχε σχεδόν αρχίσει, θα ‘λεγες, να συγκινείται κι ο ίδιος από την περίπτωση του “αχμάκη” που, σίγουρα, σ’ όλη την ως τότε ζωή του θα ελεεινολογούσε. Η φωνή του έτρεμε, θυμάμαι, το βράδυ που τον παρακαλέσαμε να μας μιλήσει για τη φαμίλια του, για τη ζωή του κοντά στο Θεόφιλο, για τα περιστατικά των παιδικών τους χρόνων.
Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα.
Μια μέρα, Ιούλιος του ’65 ήτανε, παραξενευτήκαμε κι οι ίδιοι που όλα είχαν τελειώσει. Έβλεπες τους τοίχους, απάνου ως κάτου, ντυμένους με τα ίδια χρώματα που έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα υπήρχανε και απλώνονταν και ζούσανε πραγματικά, στις ελιές, στις ροδιές, στις στέγες, στον ουρανό, ένα πανηγύρι άξιο της ψυχής εκείνου που μας είχε συγκεντρώσει εκεί. Φωνάξαμε έναν παπά στο γειτονικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής να λειτουργήσει. (…) Στεκόμασταν αμίλητοι, με τα χέρια δεμένα μπροστά, σα να ταξιδεύαμε, σα να ‘φευγε ο χρόνος δεξιά κι αριστερά μας με αόρατα κύματα. Η ιστορία ενός ανθρώπου είχε τελειώσει για μας κι άρχιζε για τους άλλους – και για τους αιώνες.
αποσπάσματα από το βιβλίο του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ
Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφοντας το παραπάνω κείμενο προφανώς δεν μπορούσε να φανταστεί την κατάντια που θα έφτανε το νεοελληνικό κράτος κάμποσα χρόνια αργότερα…
“είχε στείλει περίπατο την προοπτική” από τον Κώστα Ουράνη
Πριν από λίγα χρόνια, πηγαίνοντας από την πόλη της Μυτιλήνης στην Αγιάσσο, ένα από τα γραφικότερα και ορεινότερα χωριά του νησιού, είχα σταματήσει για να ξεκουραστώ λίγο από τη ζέστη και τα τραντάγματα του αυτοκινήτου, σ’ ένα σημείο του δρόμου όπου μεγάλα αιωνόβια πλατάνια έριχναν τον πυκνό ίσκιο τους πάνω από μια γάργαρη πηγή κι ένα εξοχικό καφενεδάκι. Συνήθως, τα εξοχικά καφενεδάκια ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία, όπως οι πηχυαίες ρεκλάμες σοκολάτας τα ελβετικά. Είναι ξεχαρβαλωμένες και βρωμερές παράγκες, εφοδιασμένες, σ’ επίμετρο, μ’ έναν απαίσιο βραχνό και μερακλωμένο φωνογράφο. Το καφενεδάκι όμως εκείνο ήταν ένα επιπλέον στόλισμα της γραφικής αυτής τοποθεσίας. Μερικά δοκάρια, μπηγμένα εμπρός από την πρόσοψή του υποβάσταζαν μια περικοκλάδα μ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια, ενώ δεξιά κι αριστερά στην είσοδό του ήταν παραταγμένες γλάστρες με γαρίφαλα και βασιλικό «ωσάν μικρές μαθήτριες σε μιαν υποδοχή». Η κυριότερη όμως –κι εντελώς απροσδόκητη- ομορφιά του ήταν ένα πλήθος έγχρωμες τοιχογραφίες με τις οποίες είχαν σκεπαστεί, σαν με περσικά χαλιά, κι οι τέσσεροι εξωτερικοί τοίχοι του. Οι τοιχογραφίες αυτές, που παράσταιναν συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν αστακοί, χωριάτισσες να χορεύουν συρτό, έναν περίπατο του Αλή Πασά με βάρκα στη λίμνη των Ιωαννίνων και… θεούς της αρχαίας Ελλάδας, θάκαναν έναν καθηγητή της ζωγραφικής να χαμογελάσει ή να συνοφρυωθεί που είναι το ίδιο. Όλα σ’ αυτές –σχέδιο, χρωματισμοί, σύνθεση- έδειχναν μια απλοϊκότητα που θα τη χαρακτήριζε ως απειρία. Πραγματικά ο ζωγράφος τους είχε στείλει περίπατο την προοπτική, αντέτασσε τα ζωηρότερα και πιο ανόμοια χρώματα, παρουσίαζε πλήρη άγνοια των διαστάσεων, παραγέμιζε τη σύνθεσή του μ’ ό,τι του περνούσε από το κεφάλι και ζωγράφιζε ένα θεό Άρη που ήταν κάτι μεταξύ του Κολοκοτρώνη και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως ο τελευταίος αυτός εμφανίζεται στον Καραγκιόζη για να σκοτώσει τον «όφι»… Ήταν προφανές ότι ο ζωγράφος αυτός δεν είχε πάρει ποτέ κανένα μάθημα ζωγραφικής. Κι ήταν ευτύχημα.
Το εξοχικό καφενεδάκι κάτω απ’ τα πλατάνια και πλάι στη δροσερή πηγή, μου είχε φανεί σαν ένα μαγικό κλουβί, ποικιλμένο με πολύχρωμα αστραφτερά πετράδια, μέσα στο οποίο τραγουδούσε σαν πουλί, η ελληνική λαϊκή ψυχή… Ρώτησα τότε κι έμαθα ότι ο ζωγράφος αυτών των τοιχογραφιών ήταν ένας γέρος φουστανελάς που λεγόταν Θεόφιλος και περιερχόταν πλάνης το νησί, ζωγραφίζοντας πάνω σε τοίχους και σε τενεκέδες του πετρελαίου, κι όταν γύρισα στην Αθήνα, έγραψα στο «Ελεύθερο Βήμα» το θαυμασμό μου γι’ αυτόν. Ο θαυμασμός όμως δεν είχε καμιάν απήχηση, κι ο μεγάλος αυτός λαϊκός μας ζωγράφος θα παρέμενε για πάντα άγνωστος, αν δεν τύχαινε να τον ανακαλύψει ο φίλος μου τεχνοκριτικός Teriade που κάνει μια λαμπρή σταδιοδρομία στο Παρίσι. Χάρις σ’ αυτόν ο Θεόφιλος είναι σήμερα διάσημος.
απόσπασμα από άρθρο του ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 218, 15/1/1936
τα μουστάκια θα το δείξουν!
Ο Θεόφιλος δεν πέρασε όλη τη ζωή του στο νησί της Σαπφούς. Έζησε πολλά χρόνια και στο Πήλιο που τ’ αγάπησε σαν δεύτερη πατρίδα του και όπου άφησε μιαν αξιοπρόσεχτη καλλιτεχνική εργασία. Όσοι έχουν επισκεφθεί τα γραφικά χωριά του βουνού αυτού, τον Άνω Βόλο, την Άλλη Μεριά, την Πορταριά, την Μακρυνίτσα, το Κατηχώρι, τη Δράκεια κλπ. δεν μπορεί παρά να παρατήρησαν τις ιδιότυπες ζωγραφιές του Θεόφιλου πάνω στους ασπρογάλακτους τοίχους των καφενείων, των κρεοπωλείων και των λογής λογής μαγαζιών. (…) Αλλά ο Θεόφιλος δεν ήταν μονάχα ένας «ζωγράφος». Μέσα του έκλεινε κι έναν ευχάριστο άνθρωπο, με διάθεση πλούσια, που συχνά την άφηνε να ξεχειλίζει σ’ ένα λεπτό χιούμορ. Κάποτε ζωγράφιζε στον Άνω Βόλο ένα σώμα, λογαριάζοντας να κάνει τον Μέγ’ Αλέξαντρο. Τον είχε αρχίσει από τα πόδια και προχωρούσε προς τα επάνω. Όταν έφτασε στο πρόσωπο, οι χωριάτες που τον παρακολουθούσαν ανυπόμονα, τον ρώτησαν ποιος θάναι τέλος πάντων ο νέος «ήρωας». -Τα… μουστάκια θα το δείξουν, απάντησε αποφθεγματικά ο Θεόφιλος, αν θάναι ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Κολοκοτρώνης!…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΜΑΚΗΣ απόσπασμα από κείμενό του στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 220, 15/2/1936
logomnimon