Skip to main content
|

Μια συνέντευξη του Γιώργου Μιχαλακόπουλου στον Παναγώτη Σκορδά, στη Μυτιλήνη, πριν 25 χρόνια

Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος με τον Παναγιώτη Σκορδά στην αυλή του Λώριετ.

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
8'

Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:

 

Γιώργος Μιχαλακόπουλος: «Κάνοντας σαράντα χρόνια θέατρο, έμεινα άνθρωπος»

 

 

Συνέντευξη στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΚΟΡΔΑ

 

Σαράντα ολόκληρα χρόνια στο θέατρο συμπλήρωσε φέτος ο ηθοποιός Γιώρ­γος Μιχαλακόπουλος . Ένας ηθο­ποιός που έχει στο ενεργητικό του θαυμάσιες ερμηνείες στο σα­νίδι, στην τηλεόραση και στον κι­νηματογράφο. Ένας ηθοποιός με πολλές παρουσίες στην Επί­δαυρο, αφού έχει παίξει και τις έντεκα κωμωδίες του Αριστοφά­νη. Τη χρονιά που μας πέρασε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος εμφα­νίστηκε με μεγάλη επιτυχία τόσο στο θέατρο με το έργο "Κάτω από τη γέφυρα", όσο και στον κινη­ματογράφο στην ταινία του Περι­κλή Χούρσογλου "Ο κύριος με τα γκρι". Συναντήσαμε το σπουδαίο ηθοποιό στο ξενοδοχείο "Λώριετ", όπου ο Κώστας Κουτσομύτης και οι συνεργάτες του γύρισαν ένα μεγάλο μέρος της σειράς βασισμένης στο βι­βλίο της Ντόρας Γιανυακοπούλου "0 Μεγάλος Θυμός" και εί­χαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του. Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ευγενέστατος, μίλησε πρόθυμα για τη μα­κρόχρονη θεατρική διαδρομή του.

 

  •  Σας βλέπουμε με ιδιαίτερη χαρά να ξεδιπλώνετε το υπο­κριτικό οας ταλέντο και στο θέατρο και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Σας εκφράζει κάποιος χώρος απ' αυτούς περισσότερο;

 «Και οι τρεις τομείς είναι στοιχεία της δουλειάς μου. Βεβαίως, η ουσία είναι πιο κοντά στο θέα­τρο. Μέσα από το θέατρο έχω ανατραφεί, μέσα από το θέατρο έχω ζήσει, μέσα απ' αυτό έχω πά­ρει τις τεχνικές μου σαν ηθοποι­ός. Το θέατρο μου έδωσε in δυνατότητα να ανταποκρίνομαι καλύτερα στις απαιτήσεις και του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο κινηματογράφος και η τηλε­όραση δεν βοήθησαν το θεατρι­κό μου λόγο. Μου πρόσθεσαν μία οικονομία, ένα μέτρο, καθώς αυτά τα μέσα απαιτούν άλλες ποσότητες υποκριτικές και άλλες φόρμες. Ο ένας τομέας με τον άλλο μπόλιασαν θετικά την όποια διαδρομή έχω κάνει».

 

 - Γιατί πιστεύετε ότι οι άνθρω­ποι πηγαίνουν στο θέατρο;

« Έχω την εντύπωση ότι η ουσία είναι η ανάγκη επικοινωνίας. Το θέατρο είναι μια ζωντανή υπόθε­ση, είναι ένα ταξίδι, θα έλεγα, ερωτικό, που γίνεται μεταξύ πλα­τείας και σκηνής. Είναι το πιο ζω­ντανό είδος και αν οι θεατές ξέ­ρανε το πόσο συμβάλλουν στο τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μιας παράστασης, θα ήταν διπλά ευτυχείς φεύγοντας από τη σάλα ενός θεάτρου. Θέλω να πω μ' αυτό ότι ο θεατής λειτουργεί θε­τικά σε μια παράσταση. Απ' αυτόν αντλεί ο ηθοποιός πάνω στη σκηνή και μαζί μ' αυτόν ταξι­δεύει το θεατρικό έργο. Χωρίς αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει θέ­ατρο. Δηλαδή θα ήταν ένα αισθη­τικό τερατούργημα, μια σάλα άδεια και οι ηθοποιοί να παίζουν χωρίς αποδέκτες».

 

- Πώς αισθάνεστε όταν είστε πάνω στη σκηνή και βλέπετε έναν θεατή να φεύγει στη μέση της παράστασης;

 «Η αποχώρηση ενός θεατή μπο­ρεί να γίνει οποιαδήποτε στιγμή. Μπορεί να αισθάνεται δυσάρε­στα, μπορεί να μην επικοινωνεί μ' αυτό που γίνεται πάνω στη σκη­νή. Είναι δημοκρατικό του δικαί­ωμα να φύγει ή να καθίσει. Το θέατρο απ' τη φύση του έχει μια ελευθερία και κανέναν δεν ανα­γκάζει με το περίστροφο να το γευτεί. Και γι' αυτό λέμε ότι είναι και μια τεράστια δύναμη. Κατα­φέρνει μέσα σε δύο ώρες επάνω στα λίγα τετραγωνικά της σκηνής να ξεδιπλώσει μια ολόκληρη ζωή ανθρώπων και συναισθημάτων, να διαπερνά ολόκληρη την αί­θουσα και να κρατά σε ενδιαφέ­ρον 300, 500, 1.000, 12,000 άτομα στην Επίδαυρο. Αυτό είναι μια πολύ σπουδαία υπόθεση. Από κει και πέρα εάν κάποιοι ση­κωθούν και φύγουν η ευθύνη μπορεί να ανήκει και στις δύο πλευρές. Και σ' αυτόν που φεύ­γει, δηλαδή κάτι να μην πηγαίνει καλά σ' αυτόν, και σ' εκείνον που βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Αυτό παίζεται...».

 

       - Όταν εσείς παρακολουθείτε μια παράσταση και βλέπετε κάτι που σας ενοχλεί, τι κάνε­τε;

«Εγώ καταρχήν δεν μπορεί να εί­μαι πολύ καλός θεατής. Είμαι ένας μάγειρας που ξέρω τις ποσό­τητες. Δεν τρώω ένα φαγητό έτσι απλώς σαν γεύση. Δεν είμαι τό­σο αθώος. Ξέρω τις συνταγές και γι’  αυτό πολλές φορές δεν μπορώ να χαρώ το έδεσμα, το θεατρικό. Όταν όμως αυτό συμβεί είναι μια σπουδαία γεύση. Όταν καταφέρ­νει μια παράσταση και ξεχνάω τις τεχνικές της, τις οποίες τις ξέρω πολύ καλά, τότε κάτι σπουδαίο έχει γίνει πάνω σ' αυτή».

 

- Τόσο πολύ στέκεστε στην τε­χνική πλευρά της παράστα­σης;

«Δεν είμαι τόσο παρθένος θεατής όσο είναι ο μη μυημένος. Δεν μπορώ να τα ξεκόψω το ένα με τ' άλλο. Βλέπω το συνάδελφο, βλέπω την αξιοσύνη του συνα­δέλφου, τη μη αξιοσύνη, βλέπω τον κακό δρόμο που μπορεί να έχει πάρει μια παράσταση ή το νόθο δρόμο που καμιά φορά προ­σπαθεί να μας ξεγελάσει... Εν πάση περιπτώσει, δεν έχω αθώα μάτια, όσο και να προσπαθήσω».

 

 -Έχετε παίξει πολλές κωμω­δίες του Αριστοφάνη. Ποιες είναι οι δυσκολίες ενός ηθο­ποιού όταν καταπιάνεται με τους αρχαίους συγγραφείς και τα έργα τους;

«Είναι άλλα μεγέθη γιατί είναι άλ­λα μεγέθη και τα θέατρα που παί­ζεις. Θα σου απαντήσω με απλά παραδείγματα. Ένα μακιγιάζ μιας κλειστής σάλας είναι διαφορετι­κό απ’  το μακιγιάζ ενός αρχαίου θεάτρου. Ποτέ δεν θα έκανες έντονο μακιγιάζ σε μια σάλα 50 θέσεων ενός πειραματικού θεά­τρου, θα έκανες πολύ διακριτικές σκιές στο πρόσωπο σου ή και κα­θόλου. Στην Επίδαυρο για να βα­φτείς θα κάνεις πολύ μεγάλες γραμμές, οι οποίες όμως μεγάλες γραμμές πρέπει να υποστηρι­χθούν με αλήθειες. Ανάλογη τε­χνική είναι και στην υπόκριση. Η τεχνική σ' ένα μεγάλο θέατρο εί­ναι ο σπουδαίος λόγος, ο αρχαί­ος λόγος, ο οποίος πρέπει να φτάνει κάτω στο θεατή μ' έναν καθημερινό τρόπο. Και αυτό το πάντρεμα δεν είναι εύκολο, είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί κατα­λαβαίνεις το να επικοινωνείς αυτόματα από τη σκηνή της Επι­δαύρου με 14.000 κόσμο στις εξέδρες και μόνο η ματιά σου στο κοίλο της Επιδαύρου, μόνο δέος μπορεί να σου προκαλέσει. Να καταφέρεις αυτές τις 14.000 να τις κερδίσεις είναι μια μάχη κατα­πληκτική. Μια ηδονή θα έλεγα».

-  Για πολλούς ηθοποιούς η Επίδαυρος είναι κάτι το μονα­δικό.

«Όλοι οι ηθοποιοί θα θέλανε να παίξουν στην Επίδαυρο. Τώρα πια βέβαια περνάνε πάρα πολλοί από την Επίδαυρο, αλλά η Επί­δαυρος σαν θέατρο είναι το πιο εκδικητικό θέατρο που υπάρχει. Μεγεθύνει το ελάττωμα, όπως μεγεθύνει και το προτέρημα. Γι' αυτό γίνονται και παταγώδεις αποτυχίες κάποιων επώνυμων ηθοποιών, γιατί νομίζουν ότι είναι εύκολο να περπατήσουν πάνω στην Επίδαυρο. Δεν είναι διό­λου».

 

  • Ο λόγος του Αριστοφάνη νο­μίζετε ότι είναι επίκαιρος;

«Απολύτως. Εγώ που έχω διανύ­σει και τις 11 κωμωδίες του, μου είναι πολύ γνώριμος. Τον βλέπω γύρω μου. Στις όποιες συμπερι­φορές του Έλληνα τον βλέπω δί­πλα μου. Δηλαδή για όποιον αμφισβητεί την ελληνικότητα του χώρου που ζούμε, μέσα απ' τον Αριστοφάνη το βλέπεις ξεκάθαρα ότι δεν μπορεί από εκεί είσαι. Απ' αυτούς είσαι. Έχεις κατευθείαν συγγένεια».

 

  • Πώς κρίνετε τη σχέση σας με το κοινό;

"Εγώ προσπαθώ να είμαι όσο μπορώ πιο ειλικρινής απέναντι του. Από κει και πέρα νομίζω ότι και η τοποθέτηση του κοινού απέναντι μου είναι εξίσου ειλικρι­νής. Κατά συνέπεια είναι μια εξί­σωση ζητούμενη στη δουλειά του καλλιτέχνη, είναι μια αμφί­δρομη σχέση όπου και τα δύο μέ­ρη ενεργούν σε ποσότητα το ίδιο. Δηλαδή πιστεύω ότι όσο εγώ είμαι καθαρός και έντιμος απέναντι στο κοινό, το ίδιο είναι κι αυτό».

 

-Ύστερα από σαράντα χρόνια στο θέατρο, αισθάνεσθε κουρασμένος;

«Όχι, αισθάνομαι καλά. Αισθά­νομαι καλά κάνοντας αυτό το τα­ξίδι στο οποίο και επιτυχίες είχα και πίκρες είχα, αλλά έμεινα άν­θρωπος. Κέρδισα από το θέατρο όχι οικονομικά, αλλά σαν πολί­της. Νομίζω από τη δικιά μου πλευρά μπόρεσα να προσφέρω μια καθαρότητα».

 

  • Ερμηνεύσατε πολλούς συγγραφείς. Ποιος σας συγκι­νεί περισσότερο;

«Πολλοί. Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς είναι καταπληκτικοί για έναν ηθοποιό, είτε λέγονται Τσέχοφ, είτε Σαίξπηρ, είτε Πιρα­ντέλο, είτε Ιονέσκο, είτε Αριστο­φάνης. Όλοι έχουν θαυμάσια γραφή, σπουδαία γλώσσα, σπουδαία δράση».

 

- Το ταλέντο είναι γνώρισμα μόνο των καλλιτεχνών;

«Όλοι οι άνθρωποι νομίζω ότι έχουν ευαισθησίες. Δεν πιστεύω ότι είναι μονοπώλιο των καλλιτεχνών. Όλοι μέσα τους έχουν μια δημιουργική διάθεση, όλοι μπο­ρούν να παράγουν τέχνη στους χώρους που υπηρετούν. Από κει και πέρα πρέπει να βρουν τις κα­τάλληλες συνθήκες ή να ανακα­λύψουν μέσα από τη δουλειά τους ή μέσα από τον ίδιο τους τον εαυτό αυτές τις περίεργες γωνιές που έχει ο καθένας, τις ιδιαίτερες γωνιές θα έλεγα. Υπάρχουν κα­ταπληκτικές γωνιές μέσα μας και θαυμάσιες στιγμές στον καθένα και όταν ο άνθρωπος καταφέρνει να τις μετουσιώσει σε πράξη τότε νομίζω ότι δημιουργεί, παράγει τέχνη».

-Ύστερα από αρκετά χρόνια επιστρέφετε στην τηλεόραση με το "Μεγάλο Θυμό" της Ντόρας Γιαννακοπούλου.

«Εγώ δεν κάνω συχνές εμφανί­σεις στην τηλεόραση. Πριν το "Μεγάλο Θυμό" είχα να κάνω 4 ή 5 χρόνια τηλεόραση, ενώ στο θέατρο εμφανίζομαι 40 χρόνια ανελλιπώς χειμώνα - καλοκαίρι. Στην τηλεόραση και στον κινη­ματογράφο είμαι πιο προσεκτι­κός, προσέχω τους βηματισμούς μου. Την περισσότερη τηλεόρα­ση την έχω κάνει με τον Κώστα Κουτσομύτη. Πέντε δουλειές με τον Κουτσομύτη και μια με τον Σμαραγδή. Ξέρω καλά και το εφαρμόζω αυτό, ότι πρέπει να έχω κάποιες οικονομίες ως προς την παρουσία μου στην τηλεόρα­ση. Την θεωρώ ένα πολύ δυναμι­κό μέσο και δεν κάνει η πυκνή εμ­φάνιση. Καλύτερα να σε ζητάνε παρά να σε βαρεθούν. Για να με­τέχω τώρα στην παραγωγή του Κουτσομύτη πάει να πει ότι εκτι­μώ και το ερέθισμα, που είναι ίο βιβλίο αλλά και τον σκηνοθέτη. Οι δύο αυτοί παράγοντες με ώθη­σαν να δεχτώ τη συνεργασία, Και φυσικά ο ρόλος που υποδύομαι».

 

 -Ένα λογοτεχνικό έργο κιν­δυνεύει όταν μεταφέρεται στην τηλεόραση;

«Δεν κινδυνεύει καθόλου. 'Ένα βι­βλίο υπάρχει στις βιβλιοθήκες και στα βιβλιοπωλεία με τα εξώ­φυλλα του, με τις σελίδες του, ταξιδεύει με τον κάθε αναγνώστη μόνο του. Όταν γίνεται κινηματο­γράφος ή τηλεόραση ή και θεα­τρική διασκευή, πολλά μυθιστο­ρήματα και διηγήματα γίνανε θέ­ατρο, είναι μια άλλη μορφή. Το λογοτεχνικό έργο, όμως, εξακο­λουθεί να υπάρχει. Δεν θα πει κα­νένας για παράδειγμα ότι το "Για ποιον χτυπά η καμπάνα" του Χέμινγουεϊ είναι κακό βιβλίο, επει­δή έτσι το είδε στην ταινία. Το λογοτεχνικό έργο είναι αυθύπαρ­κτο, έχει μια μοναχική πορεία που δεν πρόκειται να τη χάσει ούτε μπορεί να το διασύρει κανείς. Η οπτικοποίηση ενός κειμένου εί­ναι μια άλλη τέχνη εξίσου ενδια­φέρουσα, αλλά άλλη. Ο καθένας όταν διαβάζει ένα βιβλίο έχει δια­φορετικά ερεθίσματα. Κατά συνέπεια είναι ξεχωριστή η ματιά του καθένα μας. Ο σκηνοθέτης εν τέλει είναι ένας αναγνώστης. Τη δική του ανάγνωση μάς προ­τείνει».

 

- Η περσινή σας παρουσία στον κινηματογράφο στον "Κύριο με τα γκρι" γνώρισε επιτυχία. Ποια η γνώση σας για το σύγχρονο ελληνικό κι­νηματογράφο

 «Ευτύχησα να κάνω αυτή την ταινία μ' έναν νέο σκηνοθέτη, τον Περικλή Χούρσογλου που έχει πολύ ταλέντο και μέτρο και αί­σθηση κινηματογραφική. Πι­στεύω ότι υπάρχουν νέοι δημι­ουργοί στο χώρο του κινηματο­γράφου που χτυπάνε την ουσία μιας ταινίας, δηλαδή το σενάριο, το στέρεο στόρι όπου υπάρχει αρ­χή, μέση, τέλος, που έχουνε φύ­γει από την παγίδα της πόζας, που σε παλιότερους χρόνους κά­νανε, που δουλεύουν σκληρά. Έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού και οι ταινίες τους βρί­σκουν απήχηση. Αυτό είναι κάτι πολύ θεϊκό».

 

- Τι νομίζετε ότι είναι αυτό που λείπει σήμερα απ' την εποχή μας;

«Δεν είμαστε γενναιόδωροι. Προσωπικά με ενοχλεί η κακο­μοιριά, η μιζέρια, ο στενόκαρδος άνθρωπος. Άνθρωπος που είναι γενναιόδωρος μπορεί να δημι­ουργεί κιόλας. Μπορεί να δημι­ουργεί τα σπουδαία. Άνθρωπος που είμαι μίζερος δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτα. Η κοινωνία μας και η ίδια η πορεία της ζωής μας έχει ανάγκη από δώρα. Τα δώρα έρχονται από τους πολί­τες».

 

Παναγιώτης Σκορδάς, Μυτιλήνη, 2 Ιουλίου 1998

 (Δημοσιεύτηκε στα «Αιολικά Νέα» τη Δευτέρα, 27 Ιουλίου 1998)

 

-------

 

Δείτε και φωτογραφικό υλικό του Πάνου Πίτσιου από τα γυρίσματα/

Π. Πίτσιος: Πριν από 25 χρόνια, συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1998, είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε από κοντά και να διαπιστώσουμε ότι εκτός από μία εξέχουσα προσωπικότητα του ελληνικού δραματουργικού χώρου και της υποκριτικής τέχνης, ήταν και ένας σπουδαίος προσηνής άνθρωπος, πράος και ευγενής, με βαθιές φιλοσοφικές ανησυχίες και πηγαίο χιούμορ.

Ήταν τότε που το ρομαντικό - δραματικό μυθιστόρημα της Ντόρας Γιαννακοπούλου "Ο μεγάλος θυμός", μεταφερόταν στη μικρή οθόνη και κάποια από τα γυρίσματα της σειράς, πραγματοποιήθηκαν στη Σουράδα Μυτιλήνης.

Τότε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, που έφυγε στα 85 του χρόνια, μαζί με άλλους χαρισματικούς ηθοποιούς, ένα μεγάλο τεχνικό team και το σκηνοθέτη Κώστα Κουτσομύτη, ερχόταν κάθε τόσο στην "ιδιαίτερή του πατρίδα", τη Μυτιλήνη, όπου βρισκόταν το "πατρικό του σπίτι".

Αιωνία του η μνήμη. Θα συνεχίσουμε να τον θαυμάζουμε μέσα από το πλούσιο και ποιοτικό του έργο

δφφ

333

33

12

11

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία