Skip to main content
|

Στη μνήμη του δημιουργού που αγάπησε και τίμησε τη Μυτιλήνη

Ο Λάκης Παπαστάθης με τον Παναγιώτη Σκορδά, στο θεατράκι του Φ.Ο.Μ, το 2008

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
9'

Το τελευταίο μήνυμα που πήρα στο κινητό μου από τον Λάκη Παπαστάθη ήταν το παρακάτω: « Μυτιληνιέ, Δευτέρα, 8μμ. ΕΤ2. ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ. Από το Ρεξ στην Ομόνοια. Σκηνοθεσία. Λάκης Παπαστάθης». (Κυριακή, 10 Απριλίου 2022, 15.35)

Του απάντησα: «Μεγάλε Λάκη. Ευχαριστώ πολύ. Δεν το χάνω με τίποτα»

 Στα 20 περίπου χρόνια που επικοινωνούσα με τον Λάκη Παπαστάθη, τηλεφωνικά ή με μέιλ ήταν πάντα λιγομίλητος, ρωτούσε πάντα για τη Μυτιλήνη και κατέληγε πάντα με την προτροπή «Τον  Θεόφιλο και τα μάτια σας».

Αντιθέτως όταν βρισκόμασταν από κοντά στη Μυτιλήνη ή στην Αθήνα ήταν άλλος άνθρωπος. Μιλούσε και ρωτούσε συνέχεια και αχόρταγα. Να  μάθει όλα τα Μυτιληνιά, τα πολιτιστικά, τα εικαστικά, τα θεατρικά. Ακόμα και για παλιούς του φίλους από τα μαθητικά του χρόνια στη Μυτιλήνη. Για τον Κώστα Μίσσιο, είχε πάντα έναν ιδιαίτερο λόγο.

Σε μια επίσκεψή του το 2008 κάναμε όλη τη βόλτα περιμετρικά του Κάστρου εξηγώντας μου τις πηγές έμπνευσης των διηγημάτων  στο πρώτο του βιβλίο «Η νυχτερίδα πέταξε» (Νεφέλη 2002). Πανταχού παρούσα η Μυτιλήνη της δεκαετίας του 1950. «Δεν ξόφλησα με αυτό το βιβλίο τους λογαριασμούς μου με τη Μυτιλήνη. Της χρωστάω ακόμα πολλά» τόνιζε.

Μια φορά συναντηθήκαμε τυχαία στο πλοίο στη διαδρομή Πειραιάς – Μυτιλήνη.

Ερχόταν για να προετοιμάσει την ταινία του «Ταξίδι στη Μυτιλήνη».  Είχαμε συζητήσει πολλές  φορές αυτή την ιδέα, η οποία ήταν πια στο στάδιο της υλοποίησης. 

Η χαρά του έκδηλη. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ότι όταν κάποια στιγμή η συζήτηση πήγε στον  Θεόφιλο,  δεν ξεκόλλησε από εκεί. Μπορεί να μιλούσε για αυτόν  και δυο ώρες συνέχεια.

Το 2020 του είπα σε μια επικοινωνία μας ότι ετοιμάζω ένα βιβλίο με συνεντεύξεις και θα συμπεριλάβω και μια δική του που είχαμε κάνει το 2014. «Να το κάνεις. Και όταν το ολοκληρώσεις, θέλω να το διαβάσω και να σου γράψω έναν πρόλογο».

Πραγματικά λίγες μέρες μετά μου έστειλε το παρακάτω κείμενο που το έβαλα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μου «Συναντήσεις. Συζητήσεις και συνεντεύξεις με σημαντικούς ανθρώπους» (Μύθος, 2020)

«Με τις συνεντεύξεις ασχολούμαι πενήντα χρόνια περίπου. Δεν άργησα να καταλάβω πως σε αυτό το παιχνίδι της «μαιευτικής», εξ ίσου με τον ερωτώμενο, πρωταγωνιστεί και αυτός που ρωτάει. Αυτός δομεί και συνθέτει τα λόγια που οι ερωτήσεις του προκάλεσαν και στήνει το όλο οικοδόμημα της συνέντευξης που τους εμπεριέχει και τους δύο. Ερωτήσεις και απαντήσεις συνθέτουν ένα κείμενο που δεν εντάσσεται στη λογοτεχνία αλλά πάντα το αναζητούμε για να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που είναι πίσω από ένα σημαντικό έργο. Ο Παναγιώτης Σκορδάς με μεγάλη εμπειρία πια, έχει το μέτρο και τις γνώσεις για να είναι ένας από τους πιο επαρκείς συνομιλητές που γνωρίζω. Παράλληλα η αγάπη για τον τόπο του είναι πάντα παρούσα και δημιουργεί ένα γλυκό αίσθημα συγκίνησης στον αναγνώστη. Ανάμεσα στους τόσους σημαντικούς ανθρώπους, στο βιβλίο υπάρχουν και οι απαντήσεις δύο στενών φίλων μου, του Παντελή Βούλγαρη και του αξέχαστου μυτιληνιού σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου. Υπήρξαν και οι δύο συναγωνιστές στην προσπάθεια για τη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Λάκης Παπαστάθης».

φ

Στη μνήμη αυτού του πολύ σπουδαίου δημιουργού και πνευματικού ανθρώπου, που αγάπησε και τίμησε τη Μυτιλήνη και ολόκληρο το νησί μας, αναδημοσιεύω την παρακάτω συνέντευξη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», το Σάββατο , 6 Δεκεμβρίου 2014 και περιέχεται στο βιβλίο που προανέφερα.

 

Λάκης Παπαστάθης: Οι μνήμες της Μυτιλήνης είναι το θησαυροφυλάκιο μου….

Συνέντευξη στον Παναγιώτη Σκορδά

Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου με τον τίτλο «Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά» (Εκδόσεις «Πόλις») ο Λάκης Παπαστάθης  μιλά για τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη διδασκαλία, την παράδοση, το Θεόφιλο, την οικονομική κρίση  και φυσικά για την αγαπημένη του Μυτιλήνη, που είναι παρούσα και σ΄ αυτό το βιβλίο.

 

         Ποιος πρωταγωνιστεί στις πενήντα μικρές ιστορίες του βιβλίου;

Στις πενήντα μικρές ιστορίες του βιβλίου πρωταγωνιστεί ένας δάσκαλος που μέσα σε μία τάξη μαθητών προσπαθεί να τους διδάξει τις βασικές αρχές της τέχνης, στήνοντας προκλήσεις που τους ενεργοποιούν και καλώντας τους να παίξουν τους ρόλους και τη δράση που υπάρχουν μέσα σε κάθε ιστορία που ο ίδιος προτείνει. Η βασική του αρχή είναι «παίξ’ το για να το μάθεις, ζωντάνεψέ το». Μολονότι ο αναγνώστης σχηματίζει αρχικά την εντύπωση πως τα μαθήματα αφορούν κυρίως στο θέατρο και τον κινηματογράφο, προς το τέλος του βιβλίου συνειδητοποιεί πως όλα μαζί αποτελούν ασκήσεις καλλιέργειας για όλες τις τέχνες.

 

 

Γιατί επιλέξατε ένα δάσκαλο και τι εννοείτε γράφοντας: «Διδάσκω σημαίνει παίρνω την ευθύνη»;

Επέλεξα τον δάσκαλο γιατί όσο γερνάω, τόσο περισσότερο αγαπώ τους δασκάλους μου. Τους οφείλω ευγνωμοσύνη. Ο δάσκαλος του βιβλίου είναι μία σύνθεση των δασκάλων που κι εγώ είχα στη ζωή μου. Λέει τη φράση «διδάσκω σημαίνει πως παίρνω την ευθύνη» γιατί υπάρχει μία αντίφαση μέσα του. Από τη μία γνωρίζει πως η διδασκαλία της τέχνης είναι κάτι ρευστό που μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες κατευθύνσεις τους μαθητές και από την άλλη έχει τη βεβαιότητα πως για να διδάξεις πρέπει να πάρεις την ευθύνη της δικής σου μεθόδου διδασκαλίας, γιατί αν συνεχώς αμφιβάλλεις το μάθημα διαλύεται.

 

« Ίσως η προϋπόθεση για να θεωρείται κανείς καλός δάσκαλος να είναι η καλοδεχούμενη πιθανότητα η πατροκτονία;» γράφετε σ΄ ένα σημείο. Θα ήθελα να το κάνετε πιο κατανοητό.

Ένα παράδειγμα είναι αρκετό. Ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξαν μαθητές και βοηθοί του Φώτη Κόντογλου. Τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν, αλλά όταν ήρθε η ώρα να δημιουργήσουν το δικό τους έργο συνετελέσθη συμβολική πατροκτονία. Οι διδαχές και η ζωγραφική του αυστηρού δασκάλου – παρά την καλλιέργεια που τους προσέφεραν – δεν είχαν καμιά σχέση με τα έργα των μαθητών του. Ο καθένας ακολούθησε το δρόμο του. Δεν γνωρίζω εάν ο Κόντογλου ήταν ευχαριστημένος απ’ αυτό, αλλά πιστεύω πως η συμβολική πατροκτονία του δασκάλου από τους μαθητές του είναι και η δόξα του. Αλλιώς είναι ακατάλληλος για δάσκαλος.

Η πολύ πρωτότυπη επιλογή σας κάθε ιστορία να συνοδεύεται με σκηνοθετικές οδηγίες πώς προέκυψε;

Ήθελα τις μικρές ιστορίες να τις δω να ζωντανεύουν. Όπως σε πρόβες για μία ταινία που έγραψα το σενάριο εγώ. Σαν να προετοίμαζα τους ηθοποιούς για το γύρισμα. Περίμενα απ’ αυτούς να κάνουν με το παίξιμό τους πλουσιότερο το κείμενό μου.

Η τέχνη δεν διδάσκεται

 

 Φαίνεται να σας απασχολεί ιδιαίτερα το ερώτημα εάν διδάσκεται η τέχνη; 

Η τέχνη καλλιεργείται, δεν διδάσκεται. Πρέπει ο καλλιτέχνης να βρει το δρόμο του μόνος του. Χρήσιμοι και απαραίτητοι είναι οι δάσκαλοι γιατί τον προετοιμάζουν με αρχές και αξίες, με ενημέρωση και το ήθος της δουλειάς. Χωρίς καλούς δασκάλους ο καλλιτέχνης θα δυσκολευτεί και ίσως χάσει για πάντα τον δρόμο του. Η καλή διδασκαλία είναι σαν προπόνηση που αποσκοπεί στην εσωτερική διαμόρφωση του μαθητή, στην ανάπτυξη της ευαισθησίας και την οξύτητα του βλέμματός του. Νιώθω την αίθουσα διδασκαλίας του βιβλίου μου σαν ένα χώρο όπου συντελείται, με ιερότητα και χιούμορ, το πανηγύρι της πνευματικής καλλιέργειας.

Τα αξέχαστα χρόνια της Μυτιλήνης…

 

Σε μια ακόμη δουλειά σας  παρούσα είναι η Μυτιλήνη, τα μαθητικά και εφηβικά σας χρόνια, ο Παλλεσβιακός,η Επάνω Σκάλα, κά. Τελικά φαίνεται ότι το νησί μας σας έχει σημαδέψει και αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης.

Δεν είναι φυσικό; Όταν έζησα εκεί τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά χρόνια; Αυτές οι μνήμες είναι το θησαυροφυλάκιο του καλλιτέχνη. Και τότε η Μυτιλήνη – τέλη του ’50  αρχές του ’60 – κρατούσε πιο έντονα τις ιστορικές μνήμες της, που διασταυρώνονταν με την καθημερινή ζωή της πόλης αβίαστα, σαν σε ομαλή συνέχεια. Το παλιό άφηνε στο καινούργιο τα χνάρια του μέσα από τη γλώσσα, μέσα από τα κτήρια διαφορετικών εποχών, μέσα από τα μνημεία, μέσα από τις συμπεριφορές και το χιούμορ των Μυτιληνιών. Σαν να υψωνόταν ο τρούλος του Αγίου Θεράποντα και να σκέπαζε την πόλη. Πολλά κείμενα του βιβλίου μου σχετίζονται με τη Μυτιλήνη. Υπάρχει η προκυμαία, ο Ταρλάς, η Επάνω Σκάλα, οι συμμαθητές μου στην τάξη του δευτέρου Γυμνασίου Αρρένων, οι ερασιτεχνικές παραστάσεις των θιάσων και τόσα άλλα, βαθειά κρυμμένα, απαραίτητα όμως για να μπορέσω να συνθέσω τις ιστορίες μου.

σ
Από την ταινία "Ταξίδι στη Μυτιλήνη"

Ποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα πρέπει να έχει για σας η καλή λογοτεχνία;

Αν θελήσει κανείς να κωδικοποιήσει τα γνωρίσματα της καλής λογοτεχνίας  ίσως διαψευσθεί τραγικά, γιατί οι ανατροπές των βεβαιοτήτων μας είναι ο πραγματικός κανόνας της σύγχρονης λογοτεχνίας. Γνωρίζουμε βέβαια πως δεν είναι καλή λογοτεχνία η μεγαλοστομία, η φλυαρία, η άγνοια της γλώσσας, η κολακεία του αναγνώστη, ο ηθικισμός, οι προπαγανδιστικές σκοπιμότητες κλπ. Αν μπορεί κανείς να πει με δύο λόγια τι είναι καλή λογοτεχνία θα έλεγα, πως είναι τα κείμενα που ενεργοποιούν τον αναγνώστη, που έχουν απαιτήσεις ουσιώδους συμμετοχής απ’ αυτόν και που το νόημά τους υπάρχει κάτω και πίσω από τις λέξεις, μέσα στον ήχο τους και τον ρυθμό τους, πέρα από τη δράση και τα πρόσωπα. Τέλος η καλή λογοτεχνία υπάρχει μέσα σε κάτι απροσδιόριστο, που δεν είναι φανερό, αλλά ο καλός αναγνώστης το αισθάνεται.

Γιατί επιμένετε στην εξαιρετικά απαιτητική  φόρμα του διηγήματος και δεν ανοιγόσαστε και στο μυθιστόρημα;

Φαίνεται πως η μικρή φόρμα του διηγήματος ταιριάζει στους Έλληνες λογοτέχνες. Λίγα είναι τα καλά μυθιστορήματα ενώ πάμπολα τα αριστουργηματικά διηγήματα. Δεν γνωρίζω τους λόγους. Κάποτε κάποιοι μίλησαν – ερμηνεύοντας το φαινόμενο – για το ότι δεν υπήρξε ακμαία αστική τάξη στην Ελλάδα που θα μπορούσε να προσφέρει υλικό για πλατειές, μεγάλες, αφηγήσεις. Δεν μου φαίνεται πειστική ερμηνεία. Λογοτεχνία και πλατειά αφήγηση μπορεί να υπάρξει παντού. Ίσως οι λόγοι είναι εσωτερικότεροι και σχετίζονται με το πλησίασμα της μικρής αφήγησης του διηγήματος προς την ποίηση, που η παρουσία της στην Ελλάδα ήταν, είναι και ελπίζω να είναι πάντα, άξονας της λογοτεχνίας και των αισθημάτων μας. Στη δική μου περίπτωση, η ανάγκη της κάπως μεγαλύτερης αφήγησης καλύπτεται από τις ταινίες μου, που είναι κάτι μεταξύ δοκιμίων, μυθιστορήματος ή σύνθεσης μικρών διηγημάτων που προστιθέμενα δημιουργούν το φιλμικό κείμενο.

Η παράδοση και ο Θεόφιλος

 

 Διαβάζοντας τα βιβλία σας αλλά και βλέποντας τις ταινίες σας διακρίνω την έμφαση που δίνετε στο θέμα της παράδοσης και των στοιχείων αυτής που μας χαρακτηρίζουν και παραμένουν ή πρέπει να παραμένουν ζωντανά. Κάνω λάθος;

Όταν ήμουν νέος πίστευα πως αρκεί να παραδοθείς ολόψυχα στις αρχές και τις αξίες της παράδοσης για να σώσεις την ψυχή σου και να υπάρξει ισορροπία στο καλλιτεχνικό σου έργο. Με τον καιρό κατάλαβα πως η αναπαραγωγή απλώς της παράδοσης, συνήθως είναι στείρα και κατάλληλη για γιορτές και πανηγύρεις εθνικών επετείων και σχολικών εορτών. Κάποιες φορές βέβαια κι αυτά έχουν κάποια συγκίνηση, ιδίως όταν ένας ταλαντούχος δάσκαλος αποκαλύψει στα παιδιά, που παίζουν και απαγγέλουν, την ποίηση των κειμένων. Για τον σύγχρονο καλλιτέχνη όμως η σχέση με την παράδοση περνάει μέσα από τη νεωτερική έκφραση. Πρέπει δηλαδή να εκφράσεις με σύγχρονες φόρμες τη σχέση σου με το παραδοσιακό παρελθόν. Να κάνεις τη δική σου καινούργια σύνθεση που ανανεώνει το πως βλέπουμε τις παλαιότερες αξίες. Αυτό το έκανε με υψηλή ποιότητα η γενιά του ’30, που θαύμαζε τους αρχαίους, τον Ερωτόκριτο, τον Θεόφιλο ή τον Μακρυγιάννη, γνωρίζοντας ταυτοχρόνως, πολύ καλά, τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό του καιρού τους.

 

 Ο Θεόφιλος για σας που τον μελετήσατε τόσο πολύ τι είναι εκτός από λαϊκός ζωγράφος;

Ο Θεόφιλος φυσικά δεν ήταν απλώς ένας λαϊκός ζωγράφος. Υπήρξε ζωγράφος με την έννοια του προσωπικού δημιουργού που το έργο του είναι γεμάτο από νεωτερικά στοιχεία της ζωγραφικής τέχνης, όπως εκφράστηκαν από σπουδαίους ευρωπαίους καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα. Έκανε στο έργο του μία μεγαλειώδη προσωπική σύνθεση του μυθικού, ιστορικού και νεοελληνικού χρόνου σε μια εποχή που η Ελλάδα έμοιαζε να «ξεχνάει» και να αλλάζει προσανατολισμό. Επανέφερε τη ρίζα του τόπου και τέντωνε το κορμί του να ξαναζήσει τα ηρωικά χρόνια. Επιπλέον δίδαξε το μεγάλο μάθημα για κάθε καλλιτέχνη. Φορούσε δηλαδή το ένδυμα των ηρώων που ζωγράφιζε, πράγμα που σημαίνει πως ό,τι απεικονίζει στο έργο του τον εκφράζει, το ενδύεται, συμβολικά και πραγματικά, σαν να είναι κι αυτός μέσα στις ζωγραφιές του. Και κάτι προσωπικό: όταν βλέπω τις ζωγραφιές του είναι σαν να μυρίζω το χώμα του νησιού.

 

 Πώς βλέπετε τα κυλάνε τα πράγματα αυτά τα χρόνια της ασφυκτικής κρίσης;

Βρεθήκαμε σχεδόν ξαφνικά στην μπόρα γυμνοί και ανυπόδητοι. Απροετοίμαστοι. Αφού πρώτα διαλύσαμε το κράτος διεκδικώντας μια πλαστή ευημερία που δεν μας ταίριαζε. Ξεκόψαμε από την αυστηρότητα και το μέτρο της ζωής μας, που στήριξαν αυτόν τον τόπο και έκαναν τους ανθρώπους να μπορούν να κουμαντάρουν τα του οίκου τους. Κάτι άλλαξε στον ψυχισμό των Ελλήνων που θεώρησαν πως όλα τους ανήκουν, πως η πατρίδα τους είναι μία παχιά αγελάδα που μπορείς να την αρμέξεις μέχρι θανάτου. Αυτή ήταν η ιδεολογία της μεταπολίτευσης που τροφοδοτήθηκε – νομιμοποιήθηκε θα έλεγα – από το πολιτικό σύστημα που εγγενές του στοιχείο είναι να υπόσχεσαι και αυτά που δεν μπορείς να κάνεις, να χαϊδεύεις τα αυτιά, να κολακεύεις, να δημιουργείς κομματικούς στρατούς έτοιμους να χιμήξουν στην εξουσία. Τελειώνοντας θέλω να πω πως το δυσεπίλυτο οικονομικό πρόβλημα σχετίζεται με την αυτοσυνειδησία και αλλαγή της ζωής μας˙ προς την κατεύθυνση της αλήθειας, της αλληλεγγύης, της αξιοκρατίας και της ουσιαστικής φιλοπατρίας.

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία