Εκπαίδευση

28/11/2019 - 15:48

Η Ερμιόνη Γιαβρίμη έγραψε διήγημα για τον παππού της και βραβεύθηκε!

Από το Δημοτικό Σχολείου Λ. Θερμής:

Το διήγημα της Ερμιόνης Γιαβρίμη, μαθήτριας σήμερα του Γυμνασίου Θερμής “Ο παππούς μου ο Σόκιαλης”, που γράφτηκε πέρυσι στο «Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής» του σχολείου μας διακρίθηκε στον 7ο διαγωνισμό Πρωτόλειου Διηγήματος του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη και βραβεύεται την Κυριακή 8  Δεκεμβρίου στον Πειραιά. Το διήγημα καταγράφει την απίστευτη, (αλλά όμως πραγματική ) ιστορία του προγόνου της. 

Πέρυσι το χειμώνα στο «Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής» του σχολείου η ιστορία πήρε σάρκα και οστά και έγινε διήγημα. Κάθε Σάββατο καταγράφαμε τα γεγονότα μιας περιόδου της ζωής του Σόκιαλη, γινόταν η δραματοποίησή τους, έμπαιναν διάλογοι και μετά η Ερμιόνη έπαιρνε το κείμενο για να το δακτυλογραφήσει στον υπολογιστή. 

 Το επόμενο Σάββατο συνεχίζαμε παρακάτω. Έτσι σιγά – σιγά με αρκετά σβησίματα και ξαναγραψίματα ολοκληρώθηκε το διήγημα, που η Ερμιόνη το υπέβαλε στον παραπάνω διαγωνισμό.

Χτες το μεσημέρι - λάμποντας από χαρά - μπήκε στο γραφείο και μας ανήγγειλε τη βράβευσή της. Την συγχαίρουμε για την μεγάλη επιτυχία της (είναι ανάμεσα στους 3 πρώτους !!! σε δεκάδες συμμετοχές μαθητών από όλη τη χώρα ) και της ευχόμαστε και σε ανώτερα.

Το διήγημα  το παρουσίασε η Ερμιόνη στο Σχολείο μας τον Ιούνιο , στη γιορτή λήξης της σχολικής χρονιάς και είναι δημοσιευμένο στο ειδικό τεύχος του «ΘΗΤΑ της Θερμής» (μαζί με τα βραβευμένα διηγήματα των μαθητών του σχολείου στον 11ο διαγωνισμό γραπτού λόγου Πατάκη) – με εικονογράφηση του σπουδαίου Μολυβιάτη σκιτσογράφου  Αντώνη κυριαζή. 

 

----

Το παρακάτω κείμενο είναι  περίληψη του διηγήματος  που υποβλήθηκε στο διαγωνισμό

 

Με τον αδερφό μου τον Στέλιο μεγαλώσαμε από μικρά παιδιά στο σπίτι της γιαγιάς μου της Ερμιόνης.  Τα μεσημέρια, όταν γυρίζαμε από το σχολείο τρώγαμε και ύστερα η γιαγιά μας έλεγε ιστορίες του παππού της του Σόκιαλη, που μας άρεσαν. 

Ποιος ήταν όμως ο Σόκιαλης;  Το πραγματικό του όνομα ήταν Μανόλης,  αλλά στη Θερμή της Λέσβου, το χωριό όπου μένουμε, όλοι  τον φώναζαν Σόκιαλη, επειδή ήρθε το 1922 από τα Σόκια της Μικράς Ασίας.  

- Ο παππούς μου ο Σόκιαλης ήταν λεβεντάνθρωπος - μας έλεγε η γιαγιά μου με κρυφό καμάρι. Χόρευε το καλύτερο απτάλικο. Και στο πανηγύρι του Άη Γιώργη στην παραλία της Θερμής  ετοίμαζε στα καζάνια χρόνια το κισκέτς, που θα τρώγανε οι πανηγυριώτες. 

Ο παππούς Σόκιαλης και πρακτικός γιατρός. Ήξερε να βάζει χέρια, που είχαν βγει από τον ώμο, να βάζει πόδια σε νάρθηκα, να ετοιμάζει καταπλάσματα, να ρίχνει βεντούζες σε όσους είχαν αρπάξει κρύωμα, αλλά και βδέλλες σε όσους είχαν πίεση,  για να τους πέσει και να μην πάθουν εγκεφαλικό.

Εμένα και του αδελφού μου από όλες τις ιστορίες του παππού Σόκιαλη, που τις ακούγαμε με μεγάλο ενδιαφέρον, μας άρεσε πιο πολύ αυτή με το κρυμμένο μυστικό του. Βάζαμε τη γιαγιά μου να μας τη διηγείται κάθε τόσο . Και αυτή ποτέ δεν μας χάλαγε το χατίρι….

..........................................................................................................................................

 

- Φορτώσανε ζώα - που λέτε παιδιά - από το Μανταμάδο για τη  Μακεδονία.   Τα φορτώσανε σε δυο καΐκια στο λιμανάκι του Παληού και  τα δέσανε καλά για να μην μετακινηθούν και μπατάρει το καΐκι από το βάρος τους. Έκαναν τον σταυρό τους και σαλπάρανε . Σε 2 μέρες  πιάσανε στο λιμάνι της Κεραμωτής.  Ξεφορτώσανε τα ζώα από το καίκι και τα βγάλανε  στην στεριά. 

 Ήταν τέσσερις. Πήραν  από κάποια ζωντανά ο καθένας και κινήσανε για τα χωριά.   Συμφωνήσανε ότι θα βρισκόντουσαν το βράδυ στις 5 στο ίδιο σημείο. Ο Σόκιαλης τράβηξε προς την Ξάνθη. Στα 2 πρώτα χωριά που συνάντησε πούλησε 4 ζωντανά . Στο τρίτο χωριό που έφτασε δεν είχε ξαναπεράσει. 

Ήταν καινούργιος συνοικισμός προσφύγων, που είχε φτιάξει το κράτος,  φαινόταν από τα σπίτια.   Ρώτησε κάποια παιδιά στο δρόμο, αλλά του είπαν ότι αυτή  την ώρα οι νοικοκυραίοι έλειπαν στα χωράφια και στα σπίτια τους ήταν μόνο γυναίκες. 

Κατάλαβε ότι δεν είχε πολλές ελπίδες να πουλήσει, αλλά μια και δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει, είπε να φέρει μια γύρα το χωριό. Πήρε το πρώτο στενό που βρήκε μπροστά του και χτύπησε δυο πόρτες. Και οι δυο γυναίκες, που βγήκαν, του είπαν πως δεν θέλουν ζώα . 

Σκέφτηκε να χτυπήσει και την τρίτη πόρτα στη σειρά και αν η απάντηση κι από εκει ήταν όχι, θα γύρναγε πίσω και θα καθόταν στο πρώτο καφενέ που θα   έβρισκε να ξαποστάσει. Χτύπησε 2 φορές και περίμενε την νοικοκυρά να ανοίξει.  

Και όταν άνοιξε δεν πίστευε στα μάτια του.

……………………………………………………………………………………....

 

Μπροστά του στεκόταν η γυναίκα του,  που την είχε χαμένη  από το 1922. Ήταν Σεπτέμβριος, όταν χωριστήκανε από το Αϊβαλί και από τότε δεν έμαθε κανείς για την τύχη του άλλου. Στάθηκαν για ώρα μαρμαρωμένοι. 

-Ρε Δέσποινα τι παιχνίδι μας έπαιξε η μοίρα; έσπασε πρώτος τη σιωπή ο Σόκιαλης 

- Πώς μπλέξαμε έτσι Μανόλη; Τι θα κάνουμε τώρα ;

Έστριψε το μουστάκι του ο Σόκιαλης.

- Άκου Δέσποινα της είπε. Εμάς μας ρήμαξε η μοίρα μια φορά. Ας μην την αφήσουμε  να ρημάξει και για δεύτερη φορά τις οικογένειές μας .

Και ρίχνοντας το βλέμμα του στο δάχτυλο της, συμπλήρωσε .

-Βλέπω ξαναπαντρεύτηκες. Έχεις οικογένεια ; Παιδιά ;

- Ναι έχω 2. Ξαναπαντρεύτηκα πριν 7  χρόνια, είπε η Δέσποινα χαμηλώνοντας τα μάτια. Δύσκολο για μια γυναίκα να μένει μόνη . Όλοι μέσα στο καΐκι που μας πήρε έλεγαν πως οι τσέτες δεν άφησαν κανέναν ζωντανό από εκεί που πέρασαν . 

Εσύ πως τα κατάφερες; Σώθηκες μόνος  ή και τα παιδιά, είπε και μια αστραπή αγωνίας φώτισε το πρόσωπό της

- Δυστυχώς μόνος Δέσποινα. Και  ένας Θεός ξέρει το πώς , είπε ξεφυσώντας ο Σόκιαλης. Τα βλαστάρια μας τα έφαγαν σαν τα σκυλιά. Τον Γιωργή τον θέρισε μπροστά  μου μια σφαίρα. Τον Μιχαλιό τον βρήκα σφαγμένο λίγο μετά  μπρούμυτα σε ένα χαντάκι. Εγώ τρύπωσα μέσα στους υπονόμους και τους ξέφυγα ….. 

-Εμένα για καλή μου τύχη μου φώναξε η ξαδέρφη μου η Ηλέκτρα  να κατεβώ στο λιμάνι γιατί ερχόντουσαν οι τσέτες. Έριξα κάτι επάνω μου και βγήκα αλαφιασμένη. Ίσα που πρόλαβα να σωθώ. Μόλις ανοίχτηκε το καΐκι κατέβηκαν οι τσέτες στο λιμάνι . Σφάζανε , χτυπούσανε , καίγανε . Εγώ δεν άντεχα άλλο να βλέπω το λιμάνι πλημυρισμένο στο αίμα . Λιποθύμησα και ξύπνησα μεσοπέλαγα.

- Μανόλη ξέχασα να σε ρωτήσω , εσύ ….. η ζωή σου …. Θέλω να πω ….. ξαναπαντρεύτηκες …… 

- Ναι Δέσποινα .... είδα και αποείδα και εγώ και ξαναπαντρεύτηκα στην Θερμή  ένα  χωριό στη  Μυτιλήνη. Έχω και 2 παιδιά. Ένα γιο και μια κόρη .  

……………………………………………………………………………………....

 

Είπαν και άλλα πολλά. Για την κακιά τους την μοίρα , για τις ζωές που σκορπίζει ο πόλεμος , για τις ζωές τους από δω και πέρα αργά το απόγευμα ο Σόκιαλης γύρισε στους δικούς του στην Κεραμωτή, όπως είχαν συμφωνήσει. Το άλλο πρωί ξαναπέρασε από το χωριό. 

Μαζί με τη Δέσποινα πήγαν στην εκκλησιά και βρήκαν τον παπά του χωριού. 

Του διηγήθηκαν την ιστορία τους . Για το πώς τους χώρισε ο πόλεμος, το πως σώθηκαν οι ίδιοι, το  πως έχασαν τα δυό τους παιδιά, το πώς έφτιαξαν καινούργιες οικογένειες χωρίς να ξέρει ο ένας, πως ζει ο άλλος. Στο τέλος του ζήτησαν να λύσει τον γάμο τους .

 

- Τελικά τι αποφάσισε ο παπάς; 

- Ο Σόκιαλης  με το πες - πες  τον έφερε στα νερά του. Κι  όταν ήρθε ύστερα  από καμιά ώρα η Δέσποινα  τους  όρκισε  και τους δυο,  ότι «δεν θα ξαναδεί ποτέ πιά ο ένας τον άλλον».  

 -Και κράτησαν  την υπόσχεση τους;  

- Όχι μόνο την κράτησαν, αλλά και δεν φανέρωσαν σε κανέναν το μυστικό τους . Μονάχα ο Σόκιαλης, λίγο προτού πεθάνει φώναξε τα παιδια του και τους είπε την ιστορία τους. Για να τον πιστέψουν μάλιστα, επειδή τον κοίταζαν με το στόμα ανοιχτό,  τους έδειξε και το χαρτί του παπά,  που έλυνε το γάμο του με τη Δέσποινα και το είχε φυλαγμενο ψηλά σε ένα ράφι της κουζίνας .       

Αυτό το χαρτί έπεσε στα χέρια μου πριν λίγο καιρό,  όταν μια μέρα έψαχνα παλιές φωτογραφίες στο σπίτι της γιαγιάς για μια εργασία που μας έβαλε η φιλόλογός μας και είχε θέμα ¨Ερευνώ την ιστορία της οικογένειάς μου».  Kι αυτό το χαρτί έγινε η αφορμή να ψάξω, να μάθω και  να αφηγηθώ την παραπάνω ιστορία .        

 

 

Μοιράσου το άρθρο!