Ταξίδι στο Χθες

03/12/2012 - 18:36

Γράμμα Νο 4 του Φ.Μ. στρατιώτου του 1ου λόχου, ανεξαρτήτου τάγματος πεζικού

Γράμμα Νο 4 του Φ.Μ στρατιώτου του 1ου λόχου, ανεξαρτήτου τάγματος πεζικού


>

                                                  Αχυρώνας , 9 Δεκέμβρη του 1912

Πολυαγαπημένοι μου αδελφή και πατέρα,

Ούτε που ξέρω πια αν έστω και ένα από τα από τα γράμματά μου ,έχουν φτάσει στα χέρια σας και εκείνο που με μαυρίζει πιότερο είναι που τίποτα, κανένα δικό σας νέο, δεν έχω πάρει όλο τούτο τον καιρό. Να ξέρατε τι παρηγοριά θάταν για μένα νάχα νέα σας και τις μυρωδιές σας μέσα από ένα γράμμα σας. Παραπονιέμαι μα τι να πούν και οι άλλοι…; Σας έγραψα θαρρώ για τα παλικάρια τα μυτιληνιά που ήρθανε από την Αμερική και έχουν φτιάξει πια δικιά τους φάλαγγα και πολεμούν σιμά μας. Ε! ένας από αυτούς με πλησίασε δειλά τις προάλλες, πάλι κάτι προσπαθούσα να σου γράψω Μαριόγκα μου και μηδέ που το τέλειωσα.. , κάθεται δίπλα μου και μου λέει και αυτός με πόνο «ξέρεις που λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα είναι το πατρικό μου και δεν έχω μπορέσει μια αράδα να γράψω στην μάνα και τον πατέρα μου ,πως είμαι τόσο κοντά τους μα ούτε και στα αδέλφια μου στην Αμερική  πως έφτασα και πολεμάω για την Μυτιλήνη μας;».Δάκρυσε αδελφή, πολύ ξενητειά και στο κορμί και στο μυαλό τι να του πρωτοπώ; Σάμπως κάθε γράμμα μου για σένα, μουσκεμένο στο κλάμα δεν είναι; Και κείνο το λιγοστό μελάνι που μας χρεώνουν σε όλους τους στρατιώτες του λόχου τρέμω πως θα χαθεί με τα δάκρυά μου.

Θα γράψω ώσπου να ακούσουμε το σάλπισμα για την αναχώρηση , θα φύγουμε μες στην μέρα για τον Ελαιώνα  εκεί κοντά στους Λάμπου Μύλους από όπου ξεκινήσαμε.

Είδαμε και πάθαμε, όλες τούτες τις μέρες σε τούτα εδώ τα υψώματα. Είμαι γερός και μην μου ταράζεσαι αδελφούλα, αν και μην νομίζεις; και ο φόβος ο δικός μου δεν πάει πίσω…!κόντεψα από τον πανικό μου να πεθάνω , μα θα στα πω όλα από την αρχή.

Κινήσαμε που λες πάλι από την δημοσιά και τραβήξαμε προς το μοναστήρι του Αγ. Ιγνάτη. Οσο πλησιάζαμε τόσο γαλήνευε η καρδιά μου μέσα σ’ ένα ατέλειωτο λιβάδι που λες και δεν είχε πάρει μυρουδιά από το μπαρούτι το αίμα και το θανατικό, που έστεκε ένα γύρω του. Και ας ήταν δύσκολη η ανάβαση μέχρι εκεί και ας τρέμαμε μπας και ξαναπάθουμε τα ίδια και μας ριχτούν χωρίς να το πολυκαταλάβουμε. Δεν μπορώ να πω, μας βοήθησαν πολύ τα παλικάρια κάποιου αντάρτη οπλαρχηγού . Ηξεραν τα γύρω βουνά όπως εγώ τα δικά μας. Ακόμα κοιμάμαι και μετράω τα βήματα τόσο από το χωριό , τόσο από την ραχούλα πέρα στο ξωκλήσσι του Αη-Σάββα, μεγάλη η χάρη του για την γιορτή του, που το ξέρω πως θα πηγαίνεις όποτε στο επιτρέπει ο καιρός να παρακαλάς για τον γυρισμό μου, τόσο από τον βράχο που μας θύμισε μουτσούνα όταν ήμασταν παιδιά , θυμάσαι; Απέξω και  ανακατωτά ήξεραν τα μονοπάτια και μας γλύτωσαν και από ενέδρες και γρήγορα και σίγουρα μας οδήγησαν  μέχρι τα δώ.

Φτάσαμε μέχρι εκεί. Δεν πρόφτασα να τελειώσω την προσευχή πούκανα, από μέσα μου βλέποντας το μοναστήρι και άρχισε ο χορός…που θα κράταγε τρείς μέρες και που θα μάθαινα τι πάει να πεί βολή πυροβολικού, να πονούν μέρες τα αυτιά από τον θόρυβο να πέφτουν οι σφαίρες αλύπητα, μέχρι που μας τέλειωναν πια και άλλες δεν είχαμε να ρίξουμε. Με το δελτίο μας τις έδιναν 30 του καθενός.

Μας κτυπούσαν που λες από όλες τις πλευρές. Αμέσως μας διέταξαν να καταλάβουμε την κορυφογραμμή των λόφων και να  βάλουμε όλοι μαζί προς τις θέσεις του εχτρού. Τρεις ώρες χτυπούσαμε και μας χτυπούσαν , αλλά κάποια στιγμή με τους επιδέξους χειρισμούς του υπολοχαγού μας του Μουρελάτου καταφέραμε οι οθωμανοί και  το τόβαλαν στα πόδια και παράτησαν τις θέσεις τους στο Ξηρό βουνό πούταν απέναντί μας και έπαψαν πια να ναι επικίνδυνοι και μεις βρήκαμε ασφαλή έξοδο προς  την δημοσιά.

Βράδιασε και μονάχα όταν πάψαμε να βλέπουμε και μεις και κείνοι λόγω του σκοταδιού σταμάτησαν οι βολές. Πήραμε διαταγή να μείνουμε άγρυπνοι ολονυχτίς περιμένοντας οδηγίες και τότε, έγινε ο τραυματισμός μου… Μαριώ μου.

Περνούν από μπροστά μας οι δυό τραυματίες μας από την μάχη τους ακουμπούν δίπλα μας λαβωμένους όπως ήταν και μην μπορώντας να στηρίξουν τα κορμιά τους εγώ παίρνω στην αγκαλιά μου τον έναν τους περιμένοντας τον νοσοκόμο της φάλαγγας των Λεσβίων νάρθει κοντά και να τον βοηθήσει. Ολοι φώναζαν από την δικιά μας την μεριά τον Δημητρόπουλο τον νοσοκόμο και κείνος όλο έτρεχε να περιποιηθεί και να βοηθήσει. Ο χτυπημένος συνάδελφος βάραινε στα χέρια μου και όλο και πιο πολύ αίμα έχανε. Τα χείλη του μπλάβιασαν, τον κρατούσε γερά κοντά μου μπας να τον ζεστάνω λιγάκι, ούτε πούξερα τι να κάνω; …θα πέρασαν δυό ώρες έτσι. Το σώμα μου τον ζέστανε καθώς φάνηκε αργότερα η αιμορραγία του πήρε τα πίσω και άρχισε να βογκάει ,δείγμα πως οι αισθήσεις του  είχαν επανέλθει. Το κορμί μου πονούσε από την ακινησία και από το βάρος του λαβωμένου, από την υγρασία και τα καταματωμένα από την πεζοπορία πόδια μου . Πόνος πολύς ! Ξάφνου βλέπω ένα γύρω όλους τους στρατιώτες να πετάγονται ,να σουλουπώνονται  και να στέκουν ακίνητοι. Κάποιος ψιθύρισε παραδίπλα, «ο Μανουσάκης σήκω και νοικοκυρέψου, όλο το βράδυ γυρνάει στις διμοιρίες μιλάει με τους στρατιώτες, τους δίνει κουράγιο για την αυριανή μέρα και την μάχη για την σίγουρη νίκη μας, σήκω σου λέωωω..»

Πασχίζω να σηκωθώ και τα πόδια μου μουδιασμένα, τσάκιζαν και έπεφτα, θα προσπάθησα τουλάχιστον 3-4 φορές και δεν κατάφερνα να σταθώ στα πόδια μου .Κάποιος από τα δεξιά μου  ακουμπά τον λαβωμένο, που στο μεταξύ με δεμένες τις πληγές και λίγο τσάι ζεστό έμοιαζε καλύτερα, προσεχτικά στην διπλή κουβέρτα δίπλα μου και καταπιάνεται να με σηκώσει. Αδύνατον! Ο Μανουσάκης είναι πιά μια δρασκελιά κοντά μου, με βλέπει να προσπαθώ να σταθώ με την βοήθεια του συναδέλφου και φωνάζει με κείνη την τραχεία δυνατή φωνή του, «νοσοκόμεεε  τραυματίας και αιμορραγεί»  πιάνει το χέρι του συναδέλφου το βάζει στο στομάχι μου πάνω από το καταματωμένο αμπέχονό μου και του λέει , «πίεζε,όσο πιο γερά μπορείς μέχρι να τον βοηθήσουν…». Γυρίζοντας σε μένα , με κτυπά στοργικά στον ώμο λέγοντάς μου «ξεκουράσου λεβέντη μου κάμε κουράγιο!».

Μαριώ μου, άδειο το κεφάλι μου. Κοιτώ τα αίματα, παντού πάνω μου νωπά, τα πόδια δεν με στήριζαν , το κεφάλι μου βούιζε. Είχα ακούσει ότι από θραύσματα είναι τόσο λεπτός ο πόνος που μπορεί να μην το πολυκαταλάβεις πως πληγώθηκες! Εκανα προσευχές να γυρίζω κοντά σας να με λυπηθεί η Παναγιά, να μου δώσει και άλλες μέρες ζωής. Εσένα έβλεπα μες τα μάτια μου, να μου κρατάς το χέρι και κάπου εκεί ήρθε ο νοσοκόμος. Με κοιτά στο φως μιας λάμπας που κουβάλαγε μαζί του , ανοίγει τα ρούχα μου, με ψαχουλεύει παντού, κοιτά τα μάτια μου και με ζουλάει σε όλο μου το κορμί και με σιγανή αλλά σίγουρη φωνή μου λέει, «βρε συ γερός είσαι, του λαβωμένου είναι τα αίματα, πιάσε τρίβε τα πόδια σου που από την ακινησία σταμάτησε το αίμα και δεν σε στηρίζουν, ρίξε και κάτι ζεστό πάνω σου , πιές και κάτι και ξεκίνα να κάνεις βήματα, το ξημέρωμα σε περιμένει μάχη…Είχε δίκιο αδελφούλα, και σηκώθηκα και πολέμησα την άλλη μέρα.! Από το πρωί ξεκίνησαν να μας κτυπούν ασταμάτητα, αλλά μεις στις θέσεις μας να ψάχνουμε τρόπο και πέρασμα να πάμε ένα βήμα παραπέρα. Θάμασταν ώρες καθηλωμένοι στην ίδια θέση , ώσπου δόθηκε η διαταγή από τον ταγματάρχη να αρχίσει να ρίχνει το πυροβολικό μας. Μέσα σε λίγη ώρα, οι τούρκοι άρχιζαν να ζορίζονται, βλέπεις εκείνοι δεν είχαν δύναμη πυροβόλων και μεις καταφέραμε να καταλάβουμε κάποιους λόφους μέχρι τελικά και το Ξηρό Βουνό. Αυτό ήταν θαρρώ, η αρχή του τέλους των αντιπάλων μας και αυτοί το νοιωσαν και έστειλαν τον Κεμάλ μπέη. Θες να δεί τι δυνάμεις είχαμε ακόμα να τις ρίξουμε και αυτές στην μάχη; θες να κόψει κίνηση τι και πόσα θα ζητούσαν σαν αντάλλαγμα αν παραδίνονταν; πάντως ήρθε.

Και μίλησε με τους επικεφαλής και με τον Μανουσάκη και με τον Δρίτσα τον επικεφαλής των λεσβιοφαλαγγιτών και μετά αθόρυβα όπως ήρθε έφυγε μα με πιο πεσμένα τα φτερά…

Το σκοτάδι έπεσε και οι μάχες σταμάτησαν και πιάσαμε να ασχολιόμαστε με τους τραυματίες μας , επτά κείνη την μέρα, ένας δεκανέας ανάμεσά τους που ο έρμος ξεψύχησε λίγες μέρες αργότερα. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ο Μανουσάκης έδωκε διαταγή ιχνηλάτες να βγούν μες στο σκοτάδι και να σταμπάρουν τις θέσεις του εχτρού όσο πιο καλά μπορούσαν και  να δούν ποια σημεία της άμυνας μας έπρεπε να ενισχυθούν. Μια διμοιρία του λόχου μας στάλθηκε να ενισχύσει την γραμμή προς τα Φίλια. Προς τα ξημερώματα έρχεται διαταγή από τον ταγματάρχη κάποιοι να ανέβουν το Ξεροβούνι, κάποιοι να ενισχύσουν την διμοιρία πούταν προς τα Φίλια και γενικά να ασφαλιστούν τα νώτα μας και όλα τα αδύναμα σημεία της άμυνάς μας. Κόπος Μαριόγκα μου, να ανεβαίνουμε ψαχουλευτά να ματώνουν τα χέρια. Δεν βλέπαμε τίποτα κείνη την βραδυά, την κρύα και χωρίς φεγγάρι όμως το Ξηροβούνι, έπρεπε να το ανέβουμε πάσει θυσία. Ο ένας τραβούσε τον άλλον, τανάλιες τα χέρια και το μπορέσαμε. Το χάραμα της 7 του μήνα, μας βρήκε νάχουμε περικυκλώσει να πείς όλα τα γύρω υψώματα. Το πυροβολικό πήρε από τους ιχνηλάτες όλες τις πληροφορίες που χαν συγκεντρώσει το προηγούμενο βράδυ για το που ήταν μαζεμένες οι δυνάμεις των τούρκων και οι οβίδες μας τους τσάκισαν κυριολεκτικά. Δεν άντεξαν πολύ , περασμένες 10  σήκωσαν λευκή σημαία και παύσαμε πυρ. Είπαν, πως θάρθει ο Διοικητής τους σε κανά δίωρο να μιλήσει με τον δικό μας, μα οι ώρες περνούσαν και κείνος δεν φαινόταν. Ξανά μανά, διαταγή για πυρ από μεριάς μας , σφαίρα και οβίδα μέχρι που ξανασουρούπωσε. Την νύχτα πιά ήρθε ο οθωμανός ο διοικητής και ζήτησε ανακωχή και παράδοση. Χτές μας έστειλαν να μαζέψουμε ότι λάφυρα υπήρχαν , όπλα και πυρομαχικά που τάστειλαν μαζί με ένα  τούρκο τραυματία που ζούσε ακόμα, στο Μοναστήρι για φύλαξη. Εμείς πια κατεβήκαμε και από χτές περιμένουμε στον Αχυρώνα από όπου σου γράφω.

Τελεύουμε αδελφούλα έτσι θαρρώ, αν και τρέμω όταν μας πάρουν από δω που θα μας στείλουν; Κοντεύω να το αγαπήσω, τούτο το νησί και θαρρώ πως είναι και γούρικο, μέχρι τώρα που σου γράφω μπορεί νάμαι άυπνος  ξυλιασμένος πονεμένος και νηστικός μα είμαι γερός! Εχω γνωριστεί και καλά με έναν ντόπιο, τον Στρατή, καλό και τίμιο και φιλότιμο παληκάρι. Εχει και αυτός μια αδελφή  στα χρόνια σου –κείνος είναι ο μεγάλος αδελφός όπως και γω-και όλο μιλάμε και μου λέει, πως τελειώνοντας όλα, θα με πάει στο σπίτι του να πλυθούμε να φάμε και να κοιμηθούμε κανά βράδυ σαν άνθρωποι. Μα και γω τούπα νάρθει στα μέρη μας, τούδειξα και την φωτογραφία σου  και είναι σαν να σε ξέρει και κείνος και ονειρευόμαστε την στιγμή που θα σουβλίσουμε στην αυλή μας και θα γευτούμε το κρασί του πατέρα.

Κουράστηκε το χέρι μου αδελφούλα, θα σωθεί και το μελάνι, που δεν ξέρεις με τι τερτίπια το έχω, πέφτει και το σκοτάδι. Θα κοιμηθώ ήρεμα απόψε, περάσανε τα δύσκολα και παρακαλάω όλα νάρθουν κατ ευχήν και στην συνέχεια.

Ονειρα γλυκά να μ’ έχεις στο νού σου,

Σε φιλώ σταυρωτά . Διάβαζε του πατέρα τα γράμματά μου μα μην του λές τα στενάχωρα μονάχα τα καλά , πόσα να αντέξει του έρμου η καρδιά!

Ο αδελφός σου

Φ.


 

Σημειώσεις:

1.Τα παραπάνω φανταστικά γράμματα βασίζονται , στην έκθεση του  έφεδρου υπολοχαγού  Μουρελάτου Μιχαήλ διοικητή του 1ου  λόχου ανεξαρτήτου τάγματος πεζικού , και στο στρατιωτικό ημερολόγιο του 4ου λόχου, που προέρχονται από το αρχείο Βαλκανικών πολέμων του ΓΕΣ / ΔΙΣ.

2. Μέσα από τις επιστολές εξιστορούνται τα γεγονότα που μεσολάβησαν από τη 8η Νοεμβρίου 1912 μέχρι την 8η Δεκεμβρίου 1912 - μάχη Κλαπάδου. Οι επιστολές αυτές αποτελούν μέρος του αφιερώματος για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Λέσβου

3.Διαβάστε εδώ το πρώτο γράμμα που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα μας στις 13/11/2012

4. Διαβάστε εδώ το γράμμα νο 2 και νο 3 που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα μας στις 20/11/2012

 

Μάκης Μπεκιάρης / Lesvosoldies.gr

Μοιράσου το άρθρο!