3 Αυγούστου 1973 πεθαίνει ο Ηλίας Βενέζης - Αποσπάσματα από «Το νούμερο 31328» για τα διαβόητα τάγματα εργασίας
Ο εχτρός είχε κατεβεί στην πόλη μας, το Αϊβαλί. Και στο λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή: το σάπιο εμπόρευμα –τα παιδάκια κι οι γυναίκες– θα μπαρκέρναν για την Ελλάδα, μα οι άντρες από δεκαοχτώ ίσαμε σαρανταπέντε χρονώ, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα.
Η είδηση έφερε ένα δυνατό τίναγμα στους δικούς μας. Τα εργατικά τάγματα ήταν ένα μακρινό παρελθόν απ’ τον Μεγάλο Πόλεμο. Είχαν γίνει θρύλος.
Χιλιάδες χριστιανοί είχαν αφήσει στα κάτεργα αυτά τα κόκαλά τους. Τα δάκρυα στις μητέρες δεν είχαν στερέψει ακόμα.
Γι’ αυτό, στην αρχή, κανένας από τα νιάτα δεν έβρισκε το κουράγιο να παραδοθεί. Μα σιγά-σιγά το πήραν απόφαση. Έναν μπόγο στο χέρι. Σαν μαζεύονταν διακόσοι-τρακόσοι άνθρωποι τους στέλναν με συνοδεία στο εσωτερικό.
Ο Ηλίας Βενέζης –ακριβώς στο όριο, 18 χρόνων– για να γλιτώσει από αυτή τη ζοφερή προοπτική, τον πρώτο καιρό, και μέχρι να φύγουν οι δικοί του, κρύβεται μέρα και νύχτα στην υπόγεια αποθήκη του σπιτιού τους. Μα ο χρόνος περνά, η διορία τελειώνει και τα τελευταία καράβια πρέπει να αναχωρήσουν για τη Μυτιλήνη. Η οικογένεια αποφασίζει να το ρισκάρει, παρόλο που ξέρει ότι ρισκάρει την ζωή του παιδιού της – η ποινή σε αυτούς που προσπαθούν κρυφά να το σκάσουν, είναι ο άμεσος θάνατος. Δωροδοκούν έναν φύλακα του λιμανιού και προσπαθούν να περάσουν, κρυμμένον όπως-όπως, και τον μεγάλο γιο μαζί τους. Αλλά οι στρατιώτες τον ανακαλύπτουν. Τον μεταφέρουν κατευθείαν στην φυλακή της πόλης, και εκεί στοιβαγμένος μαζί με άλλους σαράντα άντρες, θα παραμείνει περιμένοντας από νύχτα σε νύχτα, το θάνατο. Και ο θάνατος φτάνει:
[Ο αξιωματικός] είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα. Έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται, το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ’ το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δύο τιποτένιοι πόντοι.
Το χέρι του πέφτει ίσα απάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου.
Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά…
Οι τελευταίοι που μείνανε στη φυλακή, δεν θα εκτελεστούν. Θα ξεκινήσουν, μια νύχτα, την ατέλειωτη πορεία τους προς το άγνωστο. Η αποστολή –από τις τελευταίες– αποτελείται από 43 άτομα. Αυτήν την ίδια νύχτα, θα τους γδύσουν από όλα τα πράγματα που κουβαλούσαν μαζί τους και από όλα τα ρούχα τους. Ακόμα και από τα παπούτσια τους. Θα μείνουν, μόνο με τα εσώρουχα. Έτσι θα ξεκινήσουν την βασανιστική πορεία προς το εσωτερικό. Καίγονται από τη ζέστη τη μέρα, παγώνουν από το κρύο το βράδυ. Το πόδια τους πληγώνονται από το ανώμαλο έδαφος, ξεσκίζονται και ματώνουν, αλλά είναι υποχρεωμένοι να περπατούν. Η πείνα και η δίψα δυναμώνουν το μαρτύριό τους. Όταν βρίσκουν νερό –βούρκους– πέφτουν και πίνουν με μανία. Ο πυρετός και η δυσεντερία έρχεται να αποτελειώσει τους πιο αδύναμους.
Αμελέ ταμπουρού
Όσοι πέφτουν εξαντλημένοι σφάζονται με τη λόγχη ή εγκαταλείπονται να πεθάνουν αβοήθητοι. Ο συγγραφέας ξεφορτώνει σακιά από τον σιδηροδρομικό σταθμό, ξεφορτώνει κάσες με πυρομαχικά, δουλεύει σε οικοδομές, κόβει ξύλα, καθαρίζει σπίτια, ξεχορταριάζει αγρούς, κουβαλάει κουλούρες συρματοπλέγματος, ξεφορτώνει κάρβουνο, σκάβει χαντάκια, σπάει πέτρες, κουβαλάει χαλίκι. Τα ίδια κάνει παντού, στο Κιρκαγάτς, στο Μπακιρκίοι, στο Αξάρ, και τέλος στη Μαγνησά. Για ένα κομμάτι ψωμί μόνο. Και μια πεταμένη γόπα από τσιγάρο.
Στη Μαγνησά εντάσσεται και τυπικά στα τάγματα εργασίας.
Είμαστε ένα τάγμα εργατικό. «Αμελέ ταμπουρού». Τα τάγματα των στρατιωτικών αιχμαλώτων είναι χώρια από μας. Αυτοί περνούν καλύτερα. Εμείς είμαστε ένα καθαρό τάγμα σκλάβων. […] Το «ταμπούρ» είναι χωρισμένο σε «μπουλούκια» (λόχους). Οι λόχοι σε «μάγκες» (ενωμοτίες). Αρχηγός της κάθε μάγκας, ένας «τσαούς», ένας από τους Έλληνες σκλάβους, που ξέραν τούρκικα και ήταν οι πιο καπάτσοι.
Παίρνει το πολυπόθητο νούμερο 31328, 14ο Εργατικό Τάγμα. Καταγράφεται πλέον, δηλ. υπάρχει, και δεν είναι εύκολο πια να τον σκοτώσουν ή να τον εξαφανίσουν χωρίς να δώσουν λογαριασμό.
- Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη Το νούμερο 31328.
Ο Ηλίας Βενέζης (πραγματικό όνομα: Ηλίας Μέλλος, Αϊβαλί, 4 Μαρτίου 1904 - Αθήνα, 3 Αυγούστου 1973) ήταν Έλληνας Μικρασιάτης λογοτέχνης, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έγινε γνωστός με τα μυθιστορήματά του Το νούμερο 31328 και Γαλήνη. Στη διάρκεια της πολύχρονης παρουσίας του στα γράμματα, ασχολήθηκε με όλες σχεδόν τις μορφές γραπτού λόγου. Δημοσίευσε και εξέδωσε μυθιστορήματα, διηγήματα, μελέτες, χρονογραφήματα, βιογραφίες, οδοιπορικά, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και έγραψε και το θεατρικό έργο «Μπλοκ C». Επίσης υπήρξε γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος του Εθνικού θεάτρου την περίοδο 1950-1952 καθώς και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του από το 1964 έως το 1967, συνεργάτης του ΕΙΡ (Εθνικού ιδρύματος Ραδιοφωνίας) από το 1954 έως το 1966 αλλά και πρόεδρος του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης από το 1963 έως το 1966. Ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ το 1960 και το 1963.
Έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1957 και τιμήθηκε με το Α' κρατικό βραβείο λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημά του «Γαλήνη»
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας στις 4 Μαρτίου 1904 σύμφωνα με αυτοβιογραφικό του σημείωμα. Ο πατέρας του, Μιχαήλ Μέλλος, καταγόταν από την Κεφαλλονιά και η μητέρα του από τη Λέσβο. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος από την πλευρά της μητέρας του.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914, όταν και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Την ίδια περίοδο, ο πατέρας του και μία αδελφή του έγιναν όμηροι των Τούρκων. Ο Βενέζης παρακολούθησε το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης (Γυμνασιάρχης ήταν ο φιλόσοφος Ιωάννης Ολύμπιος), αλλά αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Κυδωνιών.
Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά πλέον τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο. Αιχμαλωτίστηκε και εστάλη, μαζί με άλλους 3.000 Αϊβαλιώτες, στα Τάγματα Εργασίας για 14 μήνες σε ηλικία 18 ετών. Οι εμπειρίες του από τα εργατικά τάγματα περιέχονται στο πρώτο μυθιστόρημά του, Το Νούμερο 31328. Ο Βενέζης ήταν ένας από τους μόλις 23 συμπατριώτες του που τελικά επιβίωσαν.
Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στρατή Μυριβήλη. Αυτός μάλιστα τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι «του έμαθε πώς να κρατάει το μολύβι στο χέρι». Το Νούμερο 31328 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Μυριβήλης. Το 1939 ο Βενέζης μοιράστηκε μαζί με τον Μυριβήλη το πρώτο στην ιστορία Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας. Το 1956 ήταν και οι δυο υποψήφιοι για την έδρα Λογοτεχνίας στην Ακαδημία Αθηνών, όπου και εκλέχτηκε ο Βενέζης.
Στη Μυτιλήνη εργαζόταν στην Τράπεζα της Ελλάδος και το 1932 πήρε μετάθεση και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα (υπήρξε υπάλληλος στην τράπεζα το διάστημα 1930-1957). Δύο χρόνια πριν από την αποχώρησή του το 1955, κατόπιν παροτρύνσεως του τότε διοικητή Ξενοφώντα Ζολώτα, συνέγραψε το Χρονικό της Τραπέζης της Ελλάδος, μια εξιστόρηση της πρώτης 25ετίας της Τράπεζας. Διώχθηκε για τις πολιτικές του ιδέες από τον νόμο του «Ιδιωνύμου», από τη δικτατορία του Μεταξά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη με την κατηγορία ότι είχε μιλήσει για ελευθερία, σε συγκέντρωση του προσωπικού της τράπεζας μέσα στο κεντρικό κτίριο, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Φυλακίστηκε στο Μπλοκ C των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του απετράπη έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου.
Με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ανταποκριτής της εφημερίδας Το Βήμα, με την οικονομική συμπαράσταση της Αμερικανικής Κυβέρνησης. Από την επίσκεψή στην άλλα άκρη του Ατλαντικού, προέκυψε το αφήγημά του Αμερικανική Γη (1955).[ Διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας με επίσημες θέσεις, όπως του διευθύνοντος συμβούλου του Εθνικού Θεάτρου, αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.[ Παράλληλα το έργο του γνώριζε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα με συνεχείς επανεκδόσεις και στο εξωτερικό με πολλές μεταφράσεις. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής λογοτέχνης στην εποχή του, με εκπομπή στο ραδιόφωνο και ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα, που με το ομώνυμο βραβείο της ανέδειξε το μεταπολεμικό μυθιστόρημα.
Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του (1971-1973) υπέφερε από σοβαρό πρόβλημα υγείας. Κατά το διάστημα αυτό είχε αποτραβηχθεί από κάθε κοινωνική ζωή και όταν δεν βρισκόταν στο νοσοκομείο, εργαζόταν επάνω στα τελευταία του βιβλία. Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε το Μικρασία, Χαίρε, που βρέθηκε έτοιμο σε ντοσιέ ανάμεσα στα χαρτιά του με τη σημείωση: «Για το τυπογραφείο». Το 1979 το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» δημοσίευσε Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, που είχε γραφεί για την εφημερίδα «Ακρόπολη» το 1958. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1973 στην Αθήνα, από καρκίνο του λάρυγγα. Κηδεύτηκε και τάφηκε στη Μήθυμνα (Μόλυβο) της Λέσβου απέναντι από τη μικρασιατική του πατρίδα. Σύμφωνα με τη θέλησή του, ο τάφος του είναι ανώνυμος με μόνη επιγραφή τη λέξη ΓΑΛΗΝΗ.