Skip to main content
|

Χριστούγεννα με αντάρτες του ΔΣΕ στη Λέσβο

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
6'

Παραμονή Χριστούγεννα. Στο φούντωμά του ο Εμφύλιος Πόλεμος. Τα βουνά γιομάτα αντάρτες. Τα σχολειά κλείσανε στη χώρα, για να κάνουμε χριστουγεννιάτικες γιορτές στα χωριά μας. Το λεωφορείο που ‘κανε τη διαδρομή από τη Μυτιλήνη για τα χωριά της Λέσβου ξεκίνησε το μεσημέρι. Γεμάτο με ανθρώπους και φορτωμένη η καρότσα με διάφορα τρόφιμα γιορτινά. Παστουρμάδες, λουκάνικα, σαλάμια, ξηροί καρποί, ούζο, τσιγάρα κι άλλα τέτοια.


Περνούσε ένα μεγάλο πευκοδάσος, το γνωστό Τσαμλίκι, με τις κοκκινόχρωμες αραπόπετρες στη μέση, αιωνόβια πεύκα πυκνοφυτεμένα και κάμποσες πηγές με γάργαρο νερό. Μπόλικες αλεπούδες, λαγοί, σκαντζόχοιροι, φίδια, βατράχια, γεράκια, χελώνες, ποντικονυφίτσες, πέρδικες, κοτσύφια, αγριοπετεινοί. Και κάποια αγριομυρωδικά, φλισκούνι, ρίγανη, θυμάρι, δάφνη, κι αγριόφρουτα, κούμαρα, αγριόμουρα στα ρουμάνια, αγριόχλαδα. Ένας αγνός αγριότοπος που γιομίζει και χορταίνει το μάτι σου πράσινο.


Στο λεωφορείο είχαμε και κάποιους καλλίφωνους, που στη διαδρομή τραγουδούσαν οιστρηλατημένοι, για να περάσει η ώρα καθώς αργοταξιδεύαμε:

«Αν με αγαπάς κι αν με πονείς,
έλα να γιάνεις την πληγή,
στην πλάτη μου τη δώσανε,
για σένα με καρφώσανε.
Στα παχουλά χεράκια σου,
βροντούν τα βραχιολάκια σου,
έλα γλυκιά μικρούλα μου,
να γιάνεις την καρδούλα μου».

Σαν έφτασε το λεωφορείο στην καρδιά, στο πευκοδάσος, στα στραβολάγκαδα, που ο δρόμος είναι όλο στροφές, έπεσε πυκνή ομίχλη. Σταμάτησε. Σε λίγο, από τα παράθυρα ξεχωρίζαμε κάποιες σκιές στην ομίχλη, με όπλα στα χέρια και στους ώμους. «Αντάρτες», μεταδόθηκε γρήγορα από στόμα σε στόμα χαμηλόφωνα.
Αντάρτες κάνανε μπλόκο. Κανένας δεν μπορούσε να ξέρει τι μας περίμενε. Να πιάσουν ομήρους, να πάρουνε τρόφιμα; Ισως έν’ απ’ τα δύο, ίσως και τα δύο μαζί. Μας βγάλαν από το λεωφορείο και σταθήκαμε σε μια μεριά, φρουρούμενοι γύρω από μερικούς αντάρτες, ενώ άλλοι σκαρφαλώνανε στην καρότσα και ξεφορτώνανε, κατεβάζανε κασόνια, τσουβάλια, ντενεκέδες, ό,τι υπήρχε κει πάνω.
Στεκόμασταν και ξεροσταλιάζαμε, καθώς στο πευκοδάσος, μέσα στην πυκνή ομίχλη, είχε κι ένα διαβολεμένο μουλιασμένο κρύο που πέρναγε στα κόκαλα, μούδιαζες και πόναγες. Αγωνία τρανή τι θα γίνει, τι θα κάνουνε. Μπουλουκιασμένοι καμιά τριανταριά νομάτοι σε μια μεριά, φανερώθηκε μπροστά μας ένας μουστακαλής βαριά οπλισμένος αντάρτης κι άρχεψε να ρωτά έναν ένα τ’ όνομά του, το παράνομα κι από ποιο χωριό είναι. Μέσα στην ομίχλη ξεδιαλύναμε κάπου – κάπου τους αντάρτες να ψάχνουνε τα πράματα που κατεβάσαν από το λεωφορείο και να τα ξεχωρίζουνε σε δυο σωρούς.

 

fc
Ο αρχιαντάρτης μουστακαλής ξεσκεπάστηκε, ξεφανερώθηκε, πως είναι ο Πασχαλιάς, ο ξακουστός Αγιασώτης παλικαράς στο βουνό, που ήτανε σπουδαίος μπουρλοτιέρης, γεμιτζής, έβαζε φουρνέλα και ξετίναζε στα λατομεία βραχόβουνα ολάκερα. Χαιρόμουνα που έβλεπα κατάφατσα τον αρχιαντάρτη Πασχαλιά αρματωμένο στο βουνό, σπάνιο αν όχι αδύνατο για μας που μέναμε και ζούσαμε στη χώρα και στα χωρά.
– Πώς σε λένε, από πού είσαι;
– Βασίλη Τραμουντάνα, αετόπουλο στην ΕΠΟΝ, από τα Ορφήκια.
– Γνωστό το παράνομά σου. Ο πατέρας σου τι δουλιά κάνει;
– Ψαράς και ψάλτης.
– Ψαράς και ψάλτης, μ’ αυτόνε τον παπαρουφιάνο τον τραγοκαρδάρα. Σα να τόνε ξέρω. Είναι κι αυτός σπιούνος σαν τον παπαρουφιάνο τραγοκαρδάρα;
– Σπιούνος ο πατέρας μου; Τις λες καπετάνιε; Γιατί να με στείλει αετόπουλο στην ΕΠΟΝ; Σπιουνιές δεν κάνει ο πατέρας μου.
– Βρε τόνε ξέρω καλά του πατέρα σου τον Τραμουντάνα, σε πειράζω… Γλεντάγαμε μαζί. Παίρναμε τα παιχνίδια, σαντούρια, βιολιά, νταούλια, ξεκινάγαμε παραμονή Χριστούγεννα τα γλέντια κι αποτελειώναμε στον Αη Γιάννη, Πρωτοχρονιά, Φώτα, αράδα. Γυρνάγαμε όλο το χωριό, από σπίτι σε σπίτι, γλέντια να δούνε τα μάτια σου, ούτε ο διάβολος δε μας έπιανε. Καθώς αγκρίζαμε με τις κοπελιές, αμολάγαμε και τους δυναμίτες στη μεσοχωριά και μπουμπούναγε ολάκερο το χωριό. Και σαν αετόπουλο τι κάνεις;
– Να, μου γεμίζουν οι γυναίκες καστάνιες με φαγιά, τα φορτώνουμε σ’ ένα ταγάρι στην πλάτη, και τα παγαίνω στους αντάρτες, στο βουνό.
– Ποιον αντάρτη γνωρίζεις;
– Το λεβέντη Καρακώστα από την Ερεσό, το μαρμαροπελεκάνο που ’φτιαξε τη μαρμαρένια βρύση στη μεσοχωριά, στο χωριό και πίνουμε νερό γάργαρο. «Ύδωρ μεν άριστον», σμίλεψε πάνω στο μάρμαρο.
Οι αντάρτες ξεχωρίσαν ό,τι θέλανε, τρόφιμα, ούζο, τσιγάρα κι απαντέχανε διαταγές από τον καπετάνιο. Ο Πασχαλιάς μάζεψε καμιά δεκαριά παλικαράκια από το λεωφορείο και τα φόρτωσε τσουβάλια, κασόνια, ντενεκέδες, αυτά που κατέβασαν οι αντάρτες από την καρότσα. Τους άλλους τους άφησε λεύτερους να κάνουν ό,τι θέλανε και τους ευχήθηκε «καλά Χριστούγεννα». Μπήκανε στο λεωφορείο, καταλαγιάσανε, κι απαντέχανε να σπάσει η ομίχλη, αυτή η αναθεματισμένη αντάρα, για να μπορέσουνε να φύγουν, όμως χωρίς τα παλικαράκια. Και δεν τολμούσανε να ρωτήσουνε τον Πασχαλιά, τι να κάνουνε. Ν’ απαντέχανε ή να φεύγανε; Αυτός δεν τους είπε τίποτα.

 

Φορτωμένοι τα πράγματα, κι οι αντάρτες μπροστά και πίσω μας, τραβήξαμε στο πυκνό πευκοδάσος, καθώς ο ένας ακλουθούσε πολύ κοντά τον άλλονε, για να μη χαθούμε μέσα στην αντάρα. Οι αντάρτες ξέρανε πολύ καλά το Τσαμλίκι, τα περάσματά του, κι είχανε και κάποια σημάδια, ένα βράχο, κάποιο οχύρωμα, μια πηγή, ένα ξερκιασμένο πεύκο. Περπατήσαμε ίσαμε δύο ώρες στο πευκοδάσος, είναι τόσο πυκνοφυτεμένο, δε βλέπαμε ουρανό, παρά μόνο τη γη που πατούσαμε. Περάσαμε από μια στάνη κι οι αντάρτες πήρανε πέντε αρνιά.

οσοι
Φτάσαμε σ’ ένα χαμηλοτάβανο πετροκάλυβο, κεραμιδοσκεπασμένο, μαντρί για γιδοπρόβατα. Ξεφορτωθήκαμε τα πράματα κι απαντέχαμε διαταγή από τον καπετάνιο, τι θα κάναμε.
– Είσαστε λεύτεροι να φύγετε, είπε, εξόν κι αν θέλετε να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα.
Να φύγουμε, από πού να πάμε; Από τη μια η ομίχλη κι από την άλλη το πυκνοφυτεμένο πευκοδάσος. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, παρά να μείνουμε στο βουνό, εκεί στο μαντρί με τους αντάρτες.
Σφάξανε τ’ αρνιά, τα γδάρανε, ανάψανε φωτιά, τα περάσανε σε χοντρά πευκοκλώναρα και τα ψήσανε. Σε μια καρδάρα που αρμέγουν οι βοσκοί το γάλα, βράσανε πατάτες που βρήκανε σε τσουβάλια στο λεωφορείο. Ψήσανε λουκάνικα, κάψανε παστουρμά, βγάλαν ούζο από το ντενεκέ και τ’ απλώσανε σε πευκοκλώναρα, με μπόλικα πευκατζίγγανα που στρώσανε χάμω. Καμιά σαρανταριά οι αντάρτες και δέκα τα παλικαράκια από το λεωφορείο, πενήντα νομάτοι. Δίπλα υπήρχε πηγή, όπου σε ποτίστρες ποτίζανε τα γιδοπρόβατα.

ρρ


Είχε νυχτώσει για καλά, σαν άρχισε το χριστουγεννιάτικο γλεντοκόπι στο βουνό με τους αντάρτες. Αρχίσανε να μεζεδιάζουνε με λουκάνικα, παστουρμά, πατάτες βραστές και να πίνουν ούζο από τέσσερα κονσερβοκούτια, που κάνανε γύρα από αντάρτη σε αντάρτη. Πίναμε κι εμείς, όσοι μπορούσαμε να πιούμε ούζο. Δεν άργησε να φουντώσει το γλέντι, φτάνανε και τα πρώτα κοψίδια από τα σουβλισμένα αρνιά. Βγάζει από τον κόρφο του ο αντάρτης Αχλιόπτας το σουραύλι του κι άρχισε να παίζει διάφορους σκοπούς από γνωστά τραγούδια. Και τραγουδήσαμε:

«Βαγγελιώ κυρά Βαγγελιώ,
ένα νερό κυρά Βαγγελιώ,
ένα νερό κρύο νερό,
ωχ και πούθε κατεβαίνει,
Βαγγελιώ μου παινεμένη».

«Αντιλαλούνε τα βουνά,
σαν κλαίω εγώ τα δειλινά».

«Μια μάνα αναστενάζει,
το γιο της περιμένει απ’ το βουνό».

«Πότε θα κάνει ξαστεριά»,

και πολλά άλλα.

Ήτανε κι ο Στραβογιάνναρος, στραβός απ’ το ’να μάτι του, νεκροθάφτης στον Αβόλαδο, που ήξερε κάποια τροπάρια κι έψαλλε: «Η γέννησίς σου, Χριστέ ο θεός ημών», «Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει». Ως τα ξημερώματα είχε φουντώσει το χριστουγεννιάτικο γλεντοκόπι στο βουνό με τους αντάρτες.
Η ομίχλη άρχισε να σπάει και να ροδίζει ο χειμωνιάτικος ήλιος πίσω από τις βουνοκορφές. Ο αποσπερίτης, τ’ αστέρι στη Βηθλεέμ, είχε πέσει πάνω από το πετροκάλυβο, στα κεφάλια μας. «Ρε σεις, αδέρφια, θα μας πείτε τα κάλαντα;» Και τα ’παμε:

«Κυρά θεοτόκο εκοιλοπόνα,
εκοιλοπόνα και παρακάλιε:
– Βοηθήστε με αυτή την ώρα,
τη βλοημένη και δοξασμένη,
μαμή να πάτε, μαμή να φέρτε!
Ωστε να πάσι και να γυρίσουν,

Χριστός γεννήθη,
σαν νιο φεγγάρι,
σαν παλικάρι».

Και μας τράταρε ο Πασχαλιάς αγιασώτικα κάστανα από το καστανόδασος, που τραγουδήσαμε τα κάλαντα.


Οι αντάρτες μένανε στο βουνό. Εμείς θα ’πρεπε κάποτε να φύγουμε. Σα ξημέρωσε κι έφεξε καλά η μέρα, ο Πασχαλιάς μας ορμήνεψε πώς θα βγαίναμε από το πευκοδάσος, για να φτάσουμε στο δρόμο ή σε κάποιο χωριό. Τραβήξαμε όλο ζερβά από τα στραβολάγκαδα και κάποτε φτάσαμε σ’ ένα ξέφωτο, όπου τα πεύκα είχανε καεί από φωτιά. Είδαμε μπροστά μας τηλεγραφόξυλα κι ακλουθήσαμε τα σύρματα, όπου έπεφτε ο αποσπερίτης, στο χωριό που το λέγανε Βηθλεέμ.
Απ’ όλους που μάζεψε από το λεωφορείο ο Πασχαλιάς, κράτησε μόνο έναν όμηρο, που ο πατέρας του ήτανε ξακουστό φασιστόμουτρο. Σαν, ύστερ’ από μήνες τόνε ξαμόλησε και τόνε λευτέρωσε, μπάρκαρε κι έφτασε στην Αυστράλια και δεν ξαναγύρισε. Και τ’ όνομά του ήταν Χρήστος.

----

 * Ο Βασίλης Πλάτανος ήταν δημοσιογράφος- συγγραφέας και λαογράφος. Γεννήθηκε το 1934 στην Άντισσα της Λέσβου. Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Μυτιλήνη δούλεψε σε ψαροκάικα και απέκτησε ναυτικό φυλλάδιο. Φοίτησε στην σχολή δημοσιογραφίας του Σπύρου Μελά και στη σχολή σκηνοθεσίας του Πέλου Κατσέλη.

Με τη δημοσιογραφία ξεκίνησε να ασχολείται το 1950 από τη Μυτιλήνη. Αργότερα εργάστηκε ως καλλιτεχνικός και πολιτιστικός συντάκτης στις εφημερίδες «Αυγή», «Νίκη», «Νέα», «Μεσημβρινή», «Εξόρμηση», «Ελευθεροτυπία» και «Ριζοσπάστης», ενώ υπήρξε και συνεργάτης πολλών περιοδικών.

Ο Βασίλης Πλάτανος εκτός από την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία άφησε πίσω του πλούσιο λαογραφικό και συγγραφικό έργο. Για το σύνολο του έργου του είχε βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών, την εταιρία Λεσβιακών Μελετών, την ΕΡΤ και τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Μερικά από τα βιβλία του είναι: «Τρανές Λειτουργιές», «Εξοχή Ελληνική», «Εν Πλω», «Διάψαλμα», «Προσκυνητάρι της Αίγινας» και «Μαχαιροθαλασσόκρινα». Ο Βασίλης Πλάτανος υπήρξε άνθρωπος τίμιος, σεμνός, εργατικός και ταυτόχρονα ένας ακούραστος ερευνητής του λαϊκού μας πολιτισμού. Έφυγε από τη ζωή την 19 Μάη 2011 σε ηλικία 77 ετών.

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία