Μανώλης Χατζηκυριάκος, o Μυτιληνιός που έγινε φούρναρης, όταν πήγε στη ...Ν. Αφρική!
Μεγάλωσε μέσα στα αλεύρια και από πολύ μικρός, αντί να παίζει με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, μπλεκόταν στα πόδια της γιαγιάς του παρακολουθώντας την να ζυμώνει και να ψήνει ψωμιά και πίτες, ενώ ο παππούς του, τού έλεγε πως είναι γεννημένος αρτοποιός! «Όταν μεγαλώσεις θα σου αγοράσω το δικό σου φούρνο στο κέντρο του χωριού (εννοώντας το Πλωμάρι της Μυτιλήνης Λέσβου όπου ζούσαν)», ήταν η φράση που έβγαινε συχνά από τα χείλη του.
Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός Μανώλης Χατζηκυριάκος μεγάλωσε και η αγάπη για τ' αλεύρι και τις ζύμες μπήκες στον ...πάγο αφού, όπως εξηγεί ο ίδιος μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, δεν «έβλεπε» μια καλή ζωή γι' αυτόν και τ' αδέλφια του στην αρτοποιία, γι' αυτό κι έστησε τη δική του αποθήκη με ζωοτροφές. Ωστόσο, με το πέρασμα των χρόνων αποδείχτηκε πως «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον» αφού, σήμερα, στα 48 του χρόνια, είναι πλέον φούρναρης αλλά όχι στην πατρίδα του, αλλά πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Νότια Αφρική!
Η καθημερινότητα στη Μυτιλήνη
Επί σειρά ετών, η ζωή στο όμορφο νησί της Λέσβου κυλούσε ήρεμα και χωρίς εκπλήξεις. Ο Μανώλης υποστήριζε σθεναρά την απόφασή του να επενδύσει στην αποθήκη με ζωοτροφές και ο ίδιος μαζί με τα αδέρφια του, έβαζαν όλες τους τις δυνάμεις για να πετύχουν. Μέλημά τους, να «μεγαλώσει» η επιχείρησή τους έτσι ώστε να τούς εξασφαλίζει ένα καλό εισόδημα.
«Την αρτοποιία την αγαπούσα από μικρό παιδί, αλλά τότε πίστευα ότι δεν θα μπορέσει να αποτελέσει εκείνη την οικογενειακή επιχείρηση που θα εξασφάλιζε μια καλή ζωή για εμένα και τα αδέρφια μου», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, αν και παραδέχεται ότι μπορεί να εγκατέλειψε το παιδικό του όνειρο να γίνει φούρναρης, αλλά δεν περνούσε ούτε μία ημέρα που να μην του ...σπάει τη μύτη εκείνη η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού που έφτιαχνε η γιαγιά του και που μόλις έβγαινε από τον παραδοσιακό φούρνο του σπιτιού τους, στο Πλωμάρι, «εγώ πρώτος το τσιμπούσα», όπως χαρακτηριστικά λέει.
...και η γνωριμία που του άλλαξε τη ζωή
Στο κέντρο του Πλωμαρίου λειτουργεί μέχρι και σήμερα μια ταβέρνα που φέρει την επωνυμία «7 Θάλασσες». Ο ιδιοκτήτης της, ένας Μυτιληνιός, είναι παντρεμένος με Νοτιοαφρικάνα, η οποία απασχολεί παραδοσιακά ομοεθνείς της για τη φύλαξη των παιδιών της, κυρίως όταν η μεγάλη κίνηση στο πολυσύχναστο νησί απαιτεί πολύ περισσότερα χέρια στην ταβέρνα. Τον Μάιο του 2004, χρέη νταντάς είχε αναλάβει μια 21χρονη Νοτιοαφρικάνα, η Σοφία, όπως είναι το όνομα που της δόθηκε μετά τη βάφτισή της. «Αυτή είναι η γυναίκα μου», μας εξηγεί περιχαρής ο Μανώλης, ο οποίος πριν ακόμα γνωρίσει τη Σοφία, το καλοκαίρι του 2004, στο νησί, είχε ήδη κανονίσει να πάει διακοπές στη Ν. Αφρική, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, μαζί με έναν φίλο του. Όταν έφτασε στον προορισμό του, ο 48χρονος πήγε στο Στέλλενμπος, όπου έμενε η φίλη του για να την επισκεφθεί κι εκεί, οπως λέει, «με υποδέχτηκαν με μια ανοιχτή αγκαλιά και οι δικοί της ήταν αυτοί που επέμεναν να με φιλοξενήσουν στο σπίτι τους». Θυμάται, μάλιστα, πως όταν πλησίαζε ο καιρός για να λήξει η βίζα του, τον κάλεσε ο (μετέπειτα) πεθερός του και του είπε πως αν θέλει, μπορεί να μείνει μαζί τους. Μαζί μ' αυτή την παραίνεση ήρθε, όμως, και η ερώτηση που έμελλε να γίνει το εφαλτήριο για τη νέα του ζωή στη Ν. Αφρική. «Από δουλειά τι θα κάνεις;», τον ρώτησε, βάζοντάς τον σε μια διαδικασία αναζήτησης επαγγελματικού προσανατολισμού, που τον έφερε στο σημείο που είναι σήμερα.
Οι περιοχές με τα πολλά ...«πόδια» και το παιδικό όνειρο που ζωντάνεψε
«Να βρεις ένα μαγαζί, σε περιοχή ...με πολλά πόδια», του είχε προτείνει ο Νοτιοαφρικανός πεθερός του, που όπως λέει ο Μανώλης βάδιζε στο πλάι του αγέρωχα αλλά διακριτικά, μέχρι τελικά ο 48χρονος Μυτιληνιός να βρει με τι θα ασχοληθεί στη νέα του ζωή, που μόλις ξεκινούσε για τον ίδιο.
Από τον Μάρτιο του 2005 μέχρι και το 2013 διατηρούσε ψητοπωλείο με κοτόπουλα στην περιοχή Τζορτζ, έχοντας στο μεταξύ παντρευτεί (το 2008) τη Σοφία, με την οποία έχουν δύο παιδιά, τη 13χρονη Γαβριέλα και τον 8χρονο Αλέξανδρο, που μαθαίνουν ελληνικά από τον ίδιο αλλά και τους συγγενείς του, όταν επισκέπτονται (κάθε χρόνο) την αγαπημένη του γενέτειρα.
Όταν έκλεισε το ψητοπωλείο, σκεφτόταν να ανοίξει ένα καφέ στο Στέλλενμπος της Ν. Αφρικής, μια τουριστική περιοχή, με έντονη και πλούσια ζωή και πολλούς φοιτητές. Ήταν εκείνη την περίοδο, που ενώ έψαχνε τη νέα τοποθεσία για να ανοίξει καφέ, ένα φίλος του, τού ανακοίνωσε ότι πουλά τη μικρή του επιχείρηση και φεύγει από τη χώρα. Τα μάτια του 38χρονου τότε Μανώλη «γυάλισαν» -όπως ο ίδιος εξιστορεί- καθώς συνειδητοποίησε ότι η ζωή του επρόκειτο να πάρει μια νέα στροφή.
Έτσι κάπως βρέθηκε να ψήνει ψωμιά στον δικό του παραδοσιακό ξυλόφουρνο, βλέποντας το παιδικό του όνειρο να παίρνει «σάρκα και οστά». Αυτό έγινε το 2014 και για μια τριετία, ο 48χρονος Μυτιληνιός χρειάστηκε να χύσει πολύ ιδρώτα και να πετάξει τόνους ζύμης προτού, με όπλο το πείσμα του, κατέληξε στις συνταγές εκείνες που τον ικανοποιούσαν και τις οποίες φροντίζει να εξελίσσει με την πολύτιμη βοήθεια των συναδέλφων του από την Ελλάδα.
...σαν μικρό παιδί γυρνά την κάμερα και αποκαλύπτει τον μαγικό του κόσμο!
Καθώς «ξεδιπλώνει» την ιστορία του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο φούρναρης (πλέον) Μανώλης, γυρνά την κάμερα του κινητού του τηλεφώνου και μας αποκαλύπτει τον μαγικό του κόσμο, αυτόν του ψωμιού και των αρτοσκευασμάτων που ο ίδιος έφτιαξε στη Ν. Αφρική. Η κεντρική ταμπέλα του φούρνου του φέρει την επιγραφή «Manouelos fournos» και ο ίδιος είναι πλέον γνωστός ως «The Greek» (ο Έλληνας). Μας συστήνει διαδικτυακά το προσωπικό του -«17 άτομα, εκ των οποίων οι επτά γυναίκες»- το οποίο, στην ερώτηση αν ο 48χρονος είναι καλό αφεντικό, απαντά καταφατικά με βροντερή φωνή και με χαμόγελο, κάνοντας το πρόσωπο του Μανώλη να λάμψει προς στιγμήν. «Τους προσέχω, τους επιβραβεύω με πράξεις, όχι μόνο με λόγια», λέει με αγάπη και υπερηφάνεια.
Τα μάτια του βγάζουν σπίθες, όταν μιλά για τον παραδοσιακό ξυλόφουρνό του και τα 50 διαφορετικά είδη από καρβέλια ψωμιού που ζυμώνει αποκλειστικά με τα χέρια- στο 90% αργής ωρίμανσης. Τσιαπάτα, χωριάτικο, πολύσπορο, πίτες για σάντουιτς, σπανακόπιτα, κρουασάν και το Πάσχα τσουρέκια, είναι μερικά από τα χιλιάδες αρτοσκευάσματα που παρασκευάζει καθημερινά και τα οποία διαθέτει σε πεντάστερα ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια, επισκέψιμους αμπελώνες στη Ν. Αφρική κ.ά.
Σύντομα, όπως μας λέει, πρέπει να το πάρει απόφαση και να επεκτείνει τον φούρνο του, «αφού οι δουλειές πάνε καλά και την παραγωγή μου την έχω πουλημένη πριν καν την ψήσω. Τριπλάσια να την κάνω, πάλι θα την μοσχοπουλάω». Βέβαια, όπως σπεύδει να σημειώσει, «επτά ημέρες την εβδομάδα και για 17 ώρες καθημερινά τρέχω. Πηγαίνω κι εγώ με το φορτηγό τα αρτοσκευάσματά μου στους πελάτες, οι οποίοι πλέον σταμάτησαν να με ρωτάνε γιατί πάω εγώ κι όχι κάποιος υπάλληλος. Έχουν εμπεδώσει αυτό που τους είχα πει, όταν για πρώτη φορά μου έκαναν αυτήν την ερώτηση: "Έρχομαι γιατί θέλεις να με βλέπεις και δεν θα πάψω να χαίρομαι με τη χαμογελαστή υποδοχή σου, που αποτυπώνει την εμπιστοσύνη σου σε εμένα ως φούρναρη"», τονίζει.
Ο 48χρονος δηλώνει χαρούμενος με την τροπή που πήρε η ζωή του και παρά το γεγονός ότι μετρά ήδη πάνω από 17 χρόνια που έχει να κάνει χειμώνα στην Ελλάδα, ωστόσο δεν του λείπει «αφού πλέον τα τελευταία χρόνια, όλα τα καλοκαίρια τα περνάμε με την οικογένεια στη Μυτιλήνη», όπως λέει. Ωστόσο -μετά τις δικές μας επίμονες ερωτήσεις- παραδέχεται ότι «...μου λείπει το να πάω στο κτήμα μου στην Ελλάδα και να μαζέψω ελιές ή να πάω για κυνήγι με τους φίλους μου. Είναι αυτά τα μικρά πράγματα, που όμως καμιά φορά με κάνουν να νοσταλγώ τη ζωή στο νησί μου».