Το νυχτερινό θαύμα του Μανταμάδου: Όταν ο Αρχάγγελος μας οδήγησε με φως
Η παρακάτω μαρτυρία είναι μια αφήγηση όπως τη θυμάμαι από τη μητέρα μου, την Ελένη. Ήταν γυναίκα της πίστης, της σιωπής και της δύναμης, κι αυτό το ταξίδι —το προσκύνημα προς τον Μανταμάδο— το κουβαλούσε μέσα της ως σημάδι ζωής. Κάθε φορά που το διηγούνταν, τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα, όχι από φόβο ή κούραση, αλλά από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Τώρα που η ίδια δεν είναι πια κοντά μας, νιώθω χρέος να μοιραστώ αυτή την ιστορία — ένα θαύμα που έγινε δρόμος, και ένας δρόμος που έγινε προσευχή. Μ.Κ.
Ένα ολονύχτιο προσκύνημα, ένας δρόμος πίστης και ένα φως που δεν ξεχνιέται.
Η μητέρα μου, η Ελένη, δεν ήταν γυναίκα που φοβόταν τους δρόμους ή την ταλαιπωρία. Μεγαλωμένη στα βουνά της Αγιάσου, ήξερε τα μονοπάτια καλά και είχε μάθει να περπατάει ακόμη και στα πιο δύσκολα σημεία. Όμως, όπως μου έλεγε, εκείνη τη νύχτα του 1985, όταν ξεκίνησε μαζί με άλλους προσκυνητές από το Αγιάσο για τον Μανταμάδο, υπήρχε κάτι αλλόκοτο στον αέρα. Ο ουρανός ήταν βαρύς, χωρίς φεγγάρι, και ο άνεμος σφύριζε παράξενα μέσα από τα πυκνά πευκοδάση, σαν να ψιθύριζε λόγια που δεν ήταν για ανθρώπινα αυτιά.
Ήταν απόγευμα όταν συγκεντρώθηκαν στο Καμπούδι της Αγιάσου. Ο ήλιος έγερνε κι ο Παρασχος, ο θρυλικός οδηγός της διαδρομής, στεκόταν μπροστά, κρατώντας το ραβδί του με το βλέμμα του γεμάτο σιγουριά. «Πάμε με πίστη, κι ο Ταξιάρχης θα μας φυλάει», είπε. Η πομπή ξεκίνησε· τα σοκάκια του χωριού έμειναν πίσω, και τα βουνά της Λέσβου άνοιξαν την αγκαλιά τους — γεμάτα ελιές, πέτρες και μυρωδιές από θυμάρι και υγρασία.
Η πορεία ήταν σκληρή. "Πατούμενη" – Λ. Μύλοι – Πηγή – Κώμη – Άγιος Χαράλαμπος – "Ταύρος". Μονοπάτια που εναλλάσσονταν με ανηφόρες και γλιστερές πλαγιές. Η νύχτα έπεφτε γρήγορα, σκεπάζοντας τα πάντα με ένα πέπλο σκοταδιού. Όπως μου διηγήθηκε η μητέρα μου, περπατούσε σιωπηλή, με το κομποσκοίνι στο χέρι, ψιθυρίζοντας προσευχές. Οι ώρες κυλούσαν, τα πόδια βάραιναν, κι ο κρύος αέρας του βουνού δάγκωνε τα πρόσωπα.
Κάπου κοντά στα μεσάνυχτα, έφτασαν σε ένα από τα πιο δύσκολα σημεία της διαδρομής, λίγο μετά τον Άγιο Χαράλαμπο, όπου ο άνεμος σφύριζε λες και προσπαθούσε να τους τραβήξει στο κενό.
Ο Παρασχος, με το ελαφριά καμπουριαστό του σώμα και το πρόσωπο σμιλεμένο από χρόνια βροχής και ήλιου, σταυροκοπήθηκε τρεις φορές. «Δώδεκα ώρες δρόμος, δώδεκα ώρες δοκιμασία», μουρμούρισε, όπως θυμόταν η μητέρα μου. Δεν ήταν απλώς ένα τάμα. Ήταν μια βαθιά υπόσχεση ψυχής.
Κάπου κοντά στον οροπέδιο του "Ταύρου" ο Παρασχος σήκωσε ξαφνικά το χέρι. «Σταθείτε…» ψιθύρισε. «Κάτι περπατά μπροστά μας.» Δεν έβλεπαν τίποτα, αλλά όλοι άκουγαν: βήματα βαριά, αργά, σαν να σέρνονταν αλυσίδες πάνω στις πέτρες.
Και τότε συνέβη κάτι μοναδικό...
Ένα φως —λευκό, καθαρό, σαν την πρώτη δροσιά της αυγής— φάνηκε μπροστά τους. Δεν είχε σκιά, δεν είχε φανερή πηγή. Ήταν απλώς εκεί. Ο Παρασχος έπεσε στα γόνατα. «Ο Ταξιάρχης…» ψιθύρισε με δέος. Το φως κινήθηκε μπροστά, και όλοι το ακολούθησαν, σαν να οδηγούνταν από κάτι βαθύτερο απ’ το νου.
"Οι δώδεκα ώρες δρόμος σα να έγιναν οκτώ" μου έλεγε η μητέρα μου. Κανείς δεν ένιωσε κούραση ή πόνο. Κι όταν έφτασαν στον Μανταμάδο, λίγο πριν ξημερώσει, οι καμπάνες της εκκλησίας ήχησαν... «Απόψε, ο Άγιος μας οδήγησε», τους είπε συγκινημένος ο Παράσχος.
Η μητέρα μου έκλαιγε κάθε φορά που το θυμόταν. «Δεν ήταν κούραση, Μαρία μου… ήταν χάρη. Καθαρή χάρη.» Και μέχρι την τελευταία της πνοή, στο λαιμό της φορούσε ένα μικρό ξυλαράκι δεμένο με σπάγγο — από εκείνο το μονοπάτι. Έλεγε πως δεν το μάζεψε. Της το άφησε ο ίδιος ο Αρχάγγελος...