Skip to main content
|

Ολοκληρώθηκε η βιολογική καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς στην Αγιάσο. Και τώρα το θαύμα;

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
9'

Η Διεύθυνση Δασών Λέσβου ανακοινώνει ότι ολοκληρώθηκε, για τέταρτη συνεχή χρονιά, η τοποθέτηση μυκητικών εμβολίων στον καστανεώνα Αγιάσου, με σκοπό την βιολογική καταπολέμηση της ασθένειας του έλκους της καστανιάς.

To έργο χρηματοδοτήθηκε από πιστώσεις του Ειδικού Φορέα Δασών του ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ στα πλαίσια του προγράμματος «Προστασία και Αναβάθμιση Δασών 2016» και περιελάμβανε δυο δράσεις:

Δράση 1η : «Παρασκευή και προμήθεια μυκητικών εμβολίων», η οποία πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών (υπεύθυνος ερευνητής Δρ. Στ. Διαμαντής) και

Δράση 2η : «Τοποθέτηση μυκητικών εμβολίων» η οποία πραγματοποιήθηκε από την Διεύθυνση  Δασών Λέσβου, μετά τη διενέργεια πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών, με σύνολο δαπάνης για τα 4 έτη 138.806,19 και συνολικό αριθμό τοποθετημένων εμβολίων  146.890 τεμάχια.

Για την συνολική αποτίμηση του έργου και της αποτελεσματικότητας των εμβολιασμών στις 10-11 Νοεμβρίου 2016 θα πραγματοποιηθούν από τον Δρα Στέφανο Διαμαντή και τη Δ/νση Δασών Λέσβου επιτόπιες αυτοψίες και δειγματοληψίες.

 

Διαβάστε επίσης:  Διάλεξη στην Αγιάσο για την αποτίμηση του εμβολιασμού στον καστανεώνα Αγιάσου


Η περίοδος μετά την εφαρμογή βιολογικής καταπολέμησης του έλκους της καστανιάς: Το θαύμα που περιμένουν οι καστανοπαραγωγοί

 

Από τον  Δρα Στέφ. Διαμαντή

Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

 570 06 Βασιλικά, Θεσσαλονίκη

 

Η καλλιέργεια της καστανιάς αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος για ορεινές περιοχές της χώρα μας. Αν και η  καστανιά αναπτύσσεται σε 28 νομούς της χώρας η εθνική παραγωγή μας μειώθηκε από 18.000 τόν. τη 10ετία του ’60 σε 12.000 τόν. το 2005 με αργή ανοδική τάση σήμερα όταν άλλες Μεσογειακές χώρες διπλασίασαν και τριπλασίασαν (όπως η Πορτογαλία) την παραγωγή τους.

            Οι τρεις σημαντικότεροι λόγοι υποβάθμισης της καλλιέργειας της καστανιάς στην Ελλάδα είναι 1) η εγκατάλειψη των ορεινών οικισμών και η μετακίνηση των κατοίκων στα αστικά κέντρα που είχε σαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των καστανεώνων,  2) η ασθένεια του έλκους της καστανιάς και 3) η παντελής και διαχρονική έλλειψη ευνοϊκών κυβερνητικών πολιτικών.

Η ασθένεια του έλκους της καστανιάς πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα το 1963 στο Πήλιο και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε όλες της καστανοπαραγωγές περιοχές της χώρας παρά τα μέτρα που έλαβε το Υπουργείο Γεωργίας.  Το έλκος της καστανιάς αποτέλεσε μια από τις καταστρεπτικότερες φυτονόσους σε παγκόσμια κλίμακα.  Ο μύκητας Cryphonectria parasitica, που από την Κίνα μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ το 1904, εξαφάνισε κυριολεκτικά 36 εκατ. στρέμματα της Αμερικανικής καστανιάς κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα ενώ από το 1938 που έφθασε στην Ευρώπη και μέχρι σήμερα συνεχίζει να νεκρώνει εκατομμύρια δένδρα σε όλη την περιοχή εξάπλωσης της Ευρωπαϊκής καστανιάς.  Πρώτη η Γαλλία και μετά η Ιταλία εφάρμοσαν μια μέθοδο βιολογικής καταπολέμησης μετά από έρευνα 30 περίπου ετών.  Η χώρα μας, χάρη σε 20ετή έρευνα των Ινστιτούτων Δασικών Ερευνών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κατέστησαν τη χώρα μας την τρίτη στην Ευρώπη που κατάφερε να εφαρμόσει ένα παρόμοιο πρόγραμμα σε εθνική κλίμακα.

            Η προετοιμασία για την εφαρμογή βιολογικής καταπολέμησης σε εθνικό επίπεδο είναι μακρά, επίπονη και κοστοβόρα. Ο παθογόνος μύκητας Cryphonectria parasitica παρουσιάζει στη φύση γενετική παραλλακτικότητα η οποία εκδηλώνεται με τύπους βλαστικής συμβατότητας (vc types).  Εάν αυτοί δεν ταυτοποιηθούν και χαρτογραφηθούν δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί καταπολέμηση καθόσον τα υποπαθογόνα στελέχη που απελευθερώνονται πρέπει να είναι συμβατά με τα παθογόνα στελέχη κάθε περιοχής. Η Γαλλική και Ιταλική μέθοδοι εφαρμογής της βιολογικής καταπολέμησης αποδείχτηκε στην πράξη ότι είχαν μεγάλες αδυναμίες.  Η δική μας μέθοδος βελτιώθηκε και ο τρόπος εφαρμογής της δοκιμάσθηκε στο Άγιον Όρος με επιτυχία  για να φθάσουμε στο έτος 1999 όταν το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών υπέβαλε πρόταση στην τότε  Γεν. Δ/νση Δασών για ένταξη ενός εθνικού προγράμματος  στο Γ’  ΚΠΣ ώστε η καταπολέμηση να εφαρμοσθεί ταυτόχρονα σε 17 νομούς της χώρας με δημόσια δαπάνη.  Η προσπάθεια για την επίτευξη της χρηματοδότησης ήταν δύσκολη καθόσον ποτέ στο παρελθόν οι καστανοπαραγωγοί δεν ευνοήθηκαν με κυβερνητικές πολιτικές.  Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η Πολιτεία αναγνώρισε τη σπουδαιότητα της καστανοκαλλιέργειας και ενίσχυσε οικονομικά τους παραγωγούς.

            Δυστυχώς, η γραφειοκρατία δεν επέτρεψε την ένταξη του έργου στο Γ΄ ΚΠΣ μέχρι το 2006.  Η εκπόνηση της μελέτης ανετέθη στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών ενώ η ασθένεια ανέπτυσσε ταχύτητα και εξαπλώνονταν γοργά σε όλη τη χώρα. Η εφαρμογή της καταπολέμησης έγινε κατά την περίοδο 2007-2009 με εκπαιδευμένους εργολήπτες δασολόγους. ΣΚΟΠΟΣ της καταπολέμησης δεν ήταν η θεραπεία κάθε δένδρου στον καστανεώνα του κάθε παραγωγού. Για κανένα νομό της χώρας δεν υπήρξε ονομαστικός κατάλογος των παραγωγών που τα συνεργεία θα έπρεπε να επισκεφθούν έναν-έναν και να εφαρμόσουν καταπολέμηση.  Αυτός δεν ήταν ο ΣΚΟΠΟΣ!

            Ο ΣΚΟΠΟΣ ήταν και παραμένει η εισαγωγή συμβατών υποπαθογόνων στελεχών του μύκητα Cryphonectria parasitica (του «αντιμύκητα» ή «εμβολίου») στους 17 νομούς και η μετάδοσή του στη συνέχεια σε όλα τα ασθενή δένδρα με φυσικούς μηχανισμούς.  Η εισαγωγή επιτυγχάνεται με τοποθέτηση πάστας η οποία περιέχει υποπαθογόνα στελέχη του μύκητα (του «αντιμύκητα») περιμετρικά των ελκών των ασθενών δένδρων.  Όχι όλων των ασθενών δένδρων διότι αυτό είναι στην πράξη αδύνατον αλλά μερικών μόνον ασθενών δένδρων ανά στρέμμα.  Η πυκνότητα του δικτύου δένδρων επάνω στα οποία τοποθετήθηκε η μυκητική πάστα ήταν υπερδιπλάσια εκείνης που χρησιμοποίησαν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί.  Και γίνεται εύκολα αντιληπτό πως δεν είναι δυνατόν αυτό το δίκτυο των δένδρων να είναι ομοιόμορφο σε όλη τη χώρα ή ακόμη και σε μια περιορισμένη περιοχή διότι τα ασθενή δένδρα δεν είναι κατανεμημένα ομοιόμορφα. Είναι λανθασμένη η άποψη ορισμένων παραγωγών ότι σε κάποιο καστανεώνα τοποθετήθηκε περισσότερη πάστα και σε κάποιους άλλους λιγότερη.  Σε καμία περίπτωση δεν έγιναν διακρίσεις.  Ούτε και έχει μεγάλη σημασία να τοποθετηθεί λίγη η περισσότερη πάστα στο ένα ή το άλλο κτήμα.  Ο στόχος είναι ο «αντιμύκητας» να εγκατασταθεί στην ευρύτερη περιοχή.  Στη συνέχεια η φύση θα επιτύχει τα υπόλοιπα.

            Η επιλογή των ασθενών δένδρων επάνω στα οποία είναι δυνατόν να τοποθετηθεί η πάστα έχει περιορισμούς.  Επιλέχτηκαν ασθενή δένδρα ηλικίας μέχρι 15-20 ετών.  Σε μεγαλύτερη ηλικία ο φλοιός της καστανιάς είναι παχύς και παρουσιάζει επιμήκεις ραγαδώσεις με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επιτυχής τοποθέτηση της μυκητικής πάστας.  Η πάστα είναι δυνατόν να τοποθετηθεί μόνον στον κορμό και μάλιστα σε ύψος που μπορεί να φθάσει ο χειριστής. Όμως το ότι η πάστα δεν τοποθετείται σε δένδρα μεγάλης ηλικίας δε σημαίνει πως αυτά δεν θα θεραπευτούν.  Τα υποπαθαγόνα στελέχη θα μεταφερθούν αργά ή γρήγορα σε όλα τα δένδρα.

            Η ονομασία «εμβόλιο» που δώσαμε στη μυκητική πάστα επίσης αποδείχτηκε λανθασμένη και παραπλανητική.  Πολλοί παραγωγοί ακόμη πιστεύουν ότι το «εμβόλιο» λειτουργεί όπως στον άνθρωπο.  Ότι μπορεί δηλαδή να τοποθετηθεί σε όλα τα δένδρα: στα μεν υγιή για να προλάβει πιθανή προσβολή στα δε ασθενή για να τα θεραπεύσει.  Αυτό όμως δεν είναι αληθές.  Τα υποπαθογόνα στελέχη του μύκητα όταν και όπου συναντήσουν τα παθογόνα στελέχη (που είναι υπεύθυνα για τις νεκρώσεις) τα μετατρέπουν σε υποπαθογόνα.  Όταν αυτό επιτευχθεί σε επίπεδο  Τοπ. Κοινότητας  και νομού τότε παρατηρείται μια γενική υποβάθμιση της ασθένειας σε εθνική κλίμακα. 

            Μετά από τα εξαιρετικά αποτελέσματα που είχε η εφαρμογή της καταπολέμησης στους 17 νομούς, το 2009 ένα νέο πρόγραμμα προετοιμάστηκε από τη Γεν. Δ/νση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών & Αγροπεριβάλλοντος του Υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών για την επέκταση της βιολογικής καταπολέμησης σε 10 άλλους νομούς μεταξύ των οποίων και στη Λέσβο.  Το τριετούς διάρκειας έργο άρχισε να υλοποιείται σε 10 νομούς το 2014, ενώ μόνον στην Αγιάσο μικρός αριθμός εμβολίων τοποθετεήθηκε το 2013 με έκτακτη χρηματοδότηση.  Στην Τοπ. Κοινότητα Αγιάσου πραγματοποιήθηκαν ενημερώσεις των καστανοπαραγωγών στις οποίες αναλύθηκε το πως θα εφαρμοσθεί η καταπολέμηση και τι πρέπει να γνωρίζουν οι ιδιοκτήτες καστανοκτημάτων.   Τονίσθηκε επανειλημμένα ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος αντιμετώπισης της ασθένειας.  Αν υπήρχε θα τον είχαν εφαρμόσει οι Αμερικανοί και μετά οι Γάλλοι και Ιταλοί που έπρεπε να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα πριν από εμάς.  Τονίσθηκε ότι  η μέθοδος εξελίσσεται αργά διότι η μετάδοση των υποπαθογόνων στελεχών γίνεται με φυσικούς μηχανισμούς.  Αναρίθμητα έλκη δεν υπάρχουν μόνον στους κορμούς των δένδρων αλλά και στα κλαδιά σε όλο τον όγκο της κόμης των δένδρων.  Πως θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε μυκητική πάστα στα λεπτά κλαδιά υψηλά και μέσα στην κόμη; Η μέθοδος βασίζεται στο ότι η θεραπεία εκεί θα επέλθει με φυσική μετάδοση των υποπαθογόνων στελεχών.  Τονίσθηκε ότι οι παραγωγοί δεν θα έπρεπε να τρέχουν πίσω από τα συνεργεία και να απαιτούν εφαρμογή της καταπολέμησης στους καστανεώνες τους.  Τέτοια ενέργεια ανατρέπει την προγραμματισμένη πυκνότητα  την οποία εκτιμήσαμε στη μελέτη.  Τονίσθηκε τέλος ότι θα πάρει τουλάχιστον μία 5ετία μετά το πέρας των επεμβάσεων για να γίνει αισθητή η γενική υποβάθμιση της ασθένειας.

            Η ελληνική μέθοδος βιολογικής καταπολέμησης ήδη εφαρμόζεται στη Ρουμανία στα πλαίσια διμερούς ερευνητικού προγράμματος.  Η Πορτογαλία και η Τουρκία επιζητούν συνεργασία μαζί μας για την εφαρμογή της μεθόδου μας και στις χώρες αυτές.

Το σύνολο των παραγωγών διαπιστώνει ότι «το εμβόλιο δουλεύει».  Δυστυχώς κάπου-κάπου ακούγονται και αρνητικά σχόλια από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα για το τι εφαρμόσθηκε, για τον τρόπο που λειτουργεί η βιολογική μέθοδος καταπολέμησης και για το πόσο σύντομα θα υπάρχει εμφανής βελτίωση.  Όλοι αντιλαμβανόμαστε τον πόνο των παραγωγών όταν βλέπουν τα δένδρα τους να χάνονται.  Μακάρι να υπήρχε άλλη μέθοδος με ταχύτερα  αποτελέσματα.  Όμως δεν υπάρχει.

Η αξιολόγηση του  πρώτου έργου που πραγματοποιήθηκε το 2011, μόλις δηλαδή δύο χρόνια μετά το πέρας των επεμβάσεων, έδειξε πολύ αιδιόδοξα αποτελέσματα.  Τα υποπαθογόνα στελέχη εγκαταστάθηκαν παντού ενώ άρχισε και η μετάδοσή τους σε δένδρα στα οποία δεν τοποθετήθηκε μυκητική πάστα.  Από την αξιολόγηση που πραγματοποιήσαμε διαπιστώθηκε ότι 60% των ελκών δένδρων τα οποία ΔΕΝ εμβολιάστηκαν έχουν ήδη θεραπευτεί.  Υπάρχει μεγάλη διακύμανση στα αποτελέσματα, γεγονός όμως αναμενόμενο διότι στη φύση τίποτε δεν είναι τυποποιημένο. Τα επόμενα χρόνια και χρόνο με το χρόνο η κατάσταση θα βελτιώνεται συνεχώς. Εν το μεταξύ κλαδιά πιθανόν να συνεχίζουν να νεκρώνονται ή ακόμη και δένδρα.  Η ένταση όμως θα είναι συνεχώς μειούμενη.

Το έργο βιολογικής καταπολέμησης του έλκους της καστανιάς στην Αγιάσο περατώνεται στο τέλος του 2016. Μια πρώτη αξιολόγηση των αποτελεσμάτων θα γίνει τον φετεινό Νοέμβριο-Δεκέμβριο αν και επιθυμητό είναι η αξιολόγηση να γίνει το 2018 ώστε να δοθεί χρόνος στα υποπαθογόνα στελέχη να διαδοθούν.  Τα αποτελέσματα θα σας κοινοποιηθούν εν καιρώ μέσω της Δ/νσης Δασών Λέσβου.

Κατά την περίοδο που ακολουθεί την εφαρμογή της βιολογικής καταπολέμησης οι παραγωγοί θα πρέπει να έχουν υπόψη τους τα εξής:

  1. Να αξιολογούν την υγεία των δένδρων και των καστανεώνων τους όχι σύμφωνα με τα έλκη τα οποία παρατηρούν στους κορμούς και τα κλαδιά των δένδρων. Πολλά από τα έλκη τώρα οφείλονται στον «αντιμύκητα» και οι παραγωγοί δεν είναι σε θέση να τα διακρίνουν.  Ένας γενικός κανόνας διάκρισης είναι ότι τα θανατηφόρα έλκη χαρακτηρίζονται από αδηφάγους (λαίμαργους) βλαστούς που εκπτύσσονται στο κάτω μέρος τους.  Αντίθετα στα «καλά» έλκη που είναι επιφανειακά δεν υπάρχουν τέτοιοι βλαστοί.
  2. Η αξιολόγηση της υγείας των δένδρων πρέπει να βασίζεται στο αν υπάρχουν ΝΕΑ νεκρά κλαδιά ή ΝΕΑ νεκρά δένδρα.
  3. Εάν στα κτήματά τους έχουν νεκρά δένδρα ή δένδρα πολύ έντονα προσβεβλημένα θα πρέπει να τα υλοτομήσουν και να τα απομακρύνουν.  Τέτοια δένδρα δεν πρόκειται να αναστηθούν.
  4. Η ασθένεια δεν έχει ακόμη εκριζωθεί από την περιοχή της Αγιάσου.  Γι αυτό όταν κάνουν κλαδεύσεις θα πρέπει να αποστειρώνουν τα κλαδευτικά εργαλεία πριν μεταβούν από ένα δένδρο στο άλλο. Καλό είναι οι τομές κλάδευσης να επαλείφονται επιμελώς με  πάστα επικάλυψης τομών.  Επίσης, όσο υπάρχει η ασθένεια το  «κέντρωμα» νεαρών άγριων δένδρων  είναι μάταιο.  Οι παραγωγοί  θα πρέπει να κάνουν λίγη ακόμη υπομονή έως ότου η ασθένεια υποβαθμιστεί.
  5. Παρατηρήθηκε (σε άλλες περιοχές) ότι ορισμένοι παραγωγοί ξεφλοιώνουν το νεκρό φλοιό τριγύρω από τα έλκη θεωρώντας πως έτσι βοηθούν τα δένδρα.  Αυτός είναι λανθασμένος χειρισμός. Εάν τέτοιος χειρισμός είχε νόημα θα σας τον είχαμε υποδείξει από την αρχή.
  6. Να μην πληγώνουν τα δένδρα κατά το κλάδεμα, το φρεζάρισμα ή την κοπή των ζιζανίων.  Ο παθογόνος μύκητας είναι τραυματοπαράσιτο και καραδοκεί. Μόλις υπάρξει πλήγωση στο φλοιό θα εγκατασταθεί αμέσως και θα δημιουργήσει έλκος.
  7. Να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στο κλάδεμα διαμόρφωσης των νεαρών φυτειών.  Η διατήρηση πολλών βραχιόνων δεν σημαίνει ότι τα δένδρα θα έχουν μεγαλύτερη παραγωγή.
  8. Όσοι δε διαθέτουν εδαφολογική ανάλυση από το κτήμα τους  να πάρουν εδαφικά δείγματα (αφού πρώτα ενημερωθούν για τον τρόπο δειγματοληψίας) και να προβούν σε εδαφολογική ανάλυση.  Έτσι εκάστοτε θα λιπαίνουν σωστά και οικονομικά.

 

Διαπιστώνουμε σε άλλες περιοχές της χώρας ότι όλο και περισσότεροι παραγωγοί άρχισαν να αρδεύουν υπερβολικά τις καστανιές τους για να πάρουν μεγάλα κάστανα. Όμως η υπερβολική υγρασία στο έδαφος δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση μιας άλλης ασθένειας, της μελάνωσης.  Η μελάνωση είναι ασθένεια των ριζών και ευνοείται από την υπερβολική υγρασία. Το να δίνουν οι παραγωγοί νερό και λίπασμα πέραν του δέοντος δεν σημαίνει πως θα πάρουν και μεγαλύτερη παραγωγή!  Έτσι, για κτήματα με δένδρα ηλικίας μέχρι 5 ετών προτείνονται 5-6 ποτίσματα ανά 15νθήμερο αρχίζοντας περίπου στις αρχές Ιουνίου ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες.  Για δένδρα μεγαλύτερα των 5 ετών τα ποτίσματα να περιορίζονται σε 4-5 ανά 15νθήμερο αρχίζοντας από 1 Ιουλίου.  Οι παραγωγοί δεν πρέπει να ποτίζουν μετά την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου διότι ο καρπός μετασυλλεκτικά θα σχίζεται με αποτέλεσμα τη γρήγορη αφυδάτωση και μυκητίαση.  Κατά το πότισμα δεν πρέπει να διαβρέχεται ο κορμός των δένδρων.

Συμπερασματικά, τα στοιχεία που διαθέτουμε δείχνουν ότι ο στόχος του έργου της βιολογικής καταπολέμησης επιτυγχάνεται σε όλη τη χώρα καθόσον τα υποπαθογόνα στελέχη του μύκητα Cryphonectria parasitica  εγκαταθίσταντια στα εμβολιασμένα δένδρα  και από εκεί διαδίδονται σε όλα τα δένδρα της περιοχής. Η ασθένεια πάντως δεν έχει ακόμη εκριζωθεί στην Αγιάσο.  Όμως αναμένεται να υποβαθμίζεται χρόνο με το χρόνο.  Αυτό που χρειάζεται από μέρους των παραγωγών είναι εμπιστοσύνη στο έργο που επιτεύχθηκε και ακόμη λίγη υπομονή και εφαρμογή των ενδεδειγμένων καλλιεργητικών χειρισμών μέχρι την πλήρη υποβάθμιση της ασθένειας.

 

                       

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία