Αγροτικά - Αλιεία

25/11/2013 - 07:04

Ροδιές και Συκιές - Τοπικές ποικιλίες της Λέσβου (7ο μέρος)

yle="margin: 10px 0px; color: rgb(51, 51, 51); font-family: Arial,Helvetica,Tahoma,'Nimbus Sans L',sans-serif; font-size: 13px; font-style: normal; font-variant: normal; font-weight: normal; letter-spacing: normal; line-height: 19.5px; text-indent: 0px; text-transform: none; white-space: normal; word-spacing: 0px; text-align: justify;">Καταγραφή και μελέτη από τους : Κατερίνα Δούμα, Γεωπόνος Αλέξανδρος Γαλανίδης, Περιβαλλοντολόγος

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΠΙΚΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΩΝ ΔΕΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΟΥ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ AGRISLES

Η μελέτη έγινε με τη συνεργασία του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Βορείου Αιγαίου υπό την επίβλεψη της καςΤσίγγου Ραλλού, επιστημονικής υπεύθυνης του έργου


ΡΟΔΙΕΣ

Σε πολλές περιοχές της Λέσβου παρατηρούνται διάσπαρτες ροδιές διαφόρων ποικιλιών. Από αυτές διακρίνονται τα Καντινάρια, το Λεφάνι και το Καϊσί.

Σε πολλές περιοχές εντοπίστηκαν πολύ παλιά δένδρα, τα Καντινάρια που εκτιμώνται έως και 100 ετών. Είναι πρασινοκόκκινα εξωτερικά, πορφυρά στο εσωτερικό, μεγαλόκαρπα, «σαν κεφάλι μικρού παιδιού», με ελαφρώς σκληρό κουκούτσι. Δεν ανοίγουν και είναι πολύ ανθεκτικά μετασυλλεκτικά, καθώς μπορεί να διατηρηθούν μέχρι το Μάρτη. Διακρίνονται επίσης για τη μεγάλη περιεκτικότητά τους σε χυμό.

Τα Λεφάνια είναι μεγαλόκαρπα, ψιλόφλουδα, κόκκινα και αρκετά μαλακά. Είναι πολύ εύγεστα, στην αρχή σχετικά υπόξινα, χαρακτηριστικό που τα καθιστά κατάλληλα για τους δια- βητικούς, ενώ όταν ωριμάσουν αρκετά γλυκαίνουν. Διακρίνονται επίσης για τη μεγάλη περιεκτικότητά τους σε χυμό.

Το Καϊσί είναι επιτραπέζιο, με αρκετά μεγάλο καρπό, ψιλόφλουδο, με μαλακό κουκούτσι. Ωριμάζει στις αρχές Οκτώβρη και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα. Διακρίνεται από μεγάλη μετασυλλεκτική ικανότητα και μπορεί να διατηρηθεί μέχρι και τον Απρίλη. Οι παραγωγοί επισημαίνουν τις υψηλές εμπορικές δυνατότητες της συγκεκριμένης ποικιλίας.

Στην περιοχή της Ερεσού εντοπίστηκε ένα δένδρο ροδιάς, μεγάλου μεγέθους το οποίο διακρίνεται από ιδιαίτερα υψηλές αποδόσεις. Οι ντόπιοι δεν αναφέρουν κάποια ονομασία για το συγκεκριμένο δένδρο. Διακρίνεται για τις πολύ υψηλές αποδόσεις, την ιδιαίτερη γεύση και την ανθεκτικότητά του στις εδαφοκλιματικές συνθήκες, στους εχθρούς και τις ασθένειες.

Μετασυλλεκτικά το σύνολο των καλλιεργούμενων ποικιλιών αντέχουν μέχρι τον Απρίλιο. Η συλλογή γίνεται από το έδαφος, εκτός από τα Αϊδινιά όπου η συλλογή πραγματοποιεί- ται από το δένδρο για να μην υποβαθμιστεί η ποιότητά τους, δεδομένου ότι απολαμβάνουν υψηλότερη τιμή λόγω του μεγέθους τους. Κάποιοι μεγάλοι σε ηλικία παραγωγοί αναφέρουν ότι το ζεμάτισμα που γίνεται κατά τη διαδικασία της ξήρανσης των σύκων θα πρέπει να γίνεται όταν «…το φεγγάρι πάρει πίσω. Αν δεν κοιτάξεις το φεγγάρι δημιουργείται σκουλήκι…».

Τα σύκα καταναλώνονται φρέσκα και ώριμα στην εποχή τους αλλά και αποξηραμένα όλες τις εποχές του χρόνου. Χρησιμοποιούνται επίσης για την παρασκευή μαρμελάδων, γλυκών, μουσταλευριάς, βράσματος. Παλαιότερα είχαν χρησιμοποιηθεί και για την παραγωγή τσίπουρου. Το 1967 ο συνεταιρισμός που υπήρχε στην περιοχή σταμάτησε οποιαδήποτε δραστηριότητα. Υπήρχαν τρεις βιοτεχνίες μεταποίησης για την ξήρανση και συσκευασία, όπου απασχολούσαν τουλάχιστον 100 γυναίκες. Η συνολική παραγωγή στον συνεταιρισμό ξεπερ- νούσε τους 200 τόνους, εκτός από αυτά που πωλούσαν χέρι χέρι. Προοριζόταν τόσο για την αγορά της Αθήνας, όσο και του εξωτερικού, κυρίως σε χώρες της Β. Αφρικής, Αίγυπτο, Τυνησία, Λιβύη, αλλά και στην Αμερική.

ΣΥΚΙΕΣ

Εντοπίστηκαν συνολικά 17 διαφορετικές ποικιλίες σύκων, σε 8 διαφορετικές περιοχές, όπου συγκεντρώνεται και ο μεγαλύτερος αριθμός των δένδρων. Ωστόσο, εκτιμάται ότι συκιές υπάρχουν διάσπαρτες στις περισσότερες περιοχές του νησιού. Σημαντικότερες ποικιλίες, σε σχέση με την έκταση της καλλιέργειας τους και την εμπορική τους χρήση, είναι τα Αϊδινιά (εικόνα 1) , τα Πολίτικα (εικόνα 2) στην περιοχή της Ερεσού κυρίως καθώς και τα Πρασινόσυκα και Ασπρό- συκα στον κάμπο του Ιππείου.

ΣΥΚΑ ΕΡΕΣΟΥ

Στον κάμπο της Ερεσού σήμερα συναντώνται 6 διαφορετικές ποικιλίες σύκων: Αϊδινιά, Πολίτικα, Πρασινόσυκα, Μαυρόσυκα, Περκούλια (άγρια σύκα) και Αυγόσυκα, με τα δύο πρώτα (Αϊδινιά και Πολίτικα) να καταλαμβάνουν τις μεγαλύτερες εκτάσεις.

Αναφέρεται ότι το έδαφος και οι κλιματικές συνθήκες της περιοχής είναι κατάλληλες για την καλλιέργεια των σύκων με αποτέλεσμα το σύνολο των παραγωγών να μην εφαρμό- ζει λίπανση και μεθόδους καταπολέμησης εχθρών και ασθενειών. Τα δυνατά εδάφη δεν είναι κατάλληλα, ενώ αντίθετα το φτωχό και ξηρό έδαφος της περιοχής ευνοεί την καλλιέρ-γεια. Ιδιαίτερα η ποικιλία των Αϊδινιών αναφέρεται ότι δεν ευδοκιμεί σε άλλες περιοχές εκτός από την Ερεσό και το Αϊδίνι από όπου και κατάγεται. Οι καλλιεργητικές εργασίες που απαιτούνται είναι ξεφύλλισμα, αραίωμα του καρπού και πολύ αυστηρό κλάδεμα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «…η συκιά θέλει παλαβό κλαδευτή …».

Η ποικιλία του Αϊδινίου αναφέρεται ότι προέρχεται από τα παράλια της Τουρκίας και συ- γκεκριμένα από το Αϊδίνι, όπως μαρτυρεί και το όνομά της. Ως προς τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά, ο καρπός τους είναι μεγαλύτερος σε σχέση με τις υπόλοιπες ποικιλίες, με μέγεθος σαν μανταρίνι (Εικόνα 1). Το χρώμα τους είναι πρασινοκιτρινωπό και το φύλλο τους χονδρό και σαρκώδες. Η προσαρμογή τους στις κλιματικές συνθήκες είναι άριστη. Γενικά απαιτεί ξηρό κλίμα και βοριάδες, ενώ το αγιάζι, οι πρωινές δροσιές και οι βροχές κατά την περίοδο της ωρίμανσης υποβαθμίζουν την ποιότητα του καρπού. Η ανθεκτικότητά τους στις χαμηλές θερμοκρασίες είναι μεγάλη, όπως υποδεικνύεται από μαρτυρίες των παραγωγών· «…στις παγωνιές του 1992 και 2002, αν και κάποιοι κορμοί φάνηκε ότι πάγωσαν, τα περισσότε- ρα δένδρα ξαναπέταξαν…».

Τα Πολίτικα όπως μαρτυρεί και το όνομά τους προέρχονται από την Πόλη και φυτεύτηκαν στην Ερεσό στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Είναι πρώιμα και η συγκομιδή τους τελειώνει στα μέσα του Σεπτέμβρη. Είναι δένδρα πολύ παραγωγικά, με καρπό ανοιχτό πράσινο, πιο μικρό από τα Αιδινιά και με μακρύ μίσχο. Αν και τα σύκα θέλουν φτωχά εδάφη, «τα πολίτικα αντέχουν και στα γερά χωράφια». Ο καρπός τους θεωρείται από πολλούς, πολύ πιο γλυκός από τα Αιδηνιά, με μεγάλες δυνατότητες εμπορίας, παρόλο που οι παραγωγοί της Ερεσού πολλές φορές λόγω μικρότερου μεγέθους, δεν τα συλλέγουν και τα προορίζουν για ζωοτροφή. Η ίδια ποικιλία συναντάται και άλλες περιοχές και σε μεγάλους αριθμούς στην περιοχή του Ιππείου. Η τιμή που απολαμβάνουν ως ξηρά σύκα, κυμαίνεται μεταξύ 3-5€/κιλό.

Τα Πρασινόσυκα διακρίνονται για το μεγάλο μέγεθος δένδρων, ενώ αντίθετα ο καρπός τους είναι μικρός «σαν ένα καρύδι». Τα σύκα είναι πράσινα και ψιλόφλουδα και καταναλώνο- νται τόσο φρέσκα, όσο και ξερά. Το δένδρο κλαδώνει πολύ και απαιτεί αυστηρό κλάδεμα. Είναι πολύ παραγωγική ποικιλία και χαρακτηρίζεται ως η «αυτόχθονη νοικοκυρά» γιατί δίνει πολύ καρπό κάθε χρόνο και αν «προλάβεις τις βροχές μαζεύεις 3 χέρια». Διακρίνεται για την υψηλή ανθεκτικότητά της σε αντίξοες συνθήκες, όσο και σε προσβολές από ασθένειες και εχθρούς. Είναι πολύ εύγευστο σύκο, με «φουλ γλυκιά γέμιση» και από πολλούς χαρακτηρίζεται ως ο «βασιλεύς των σύκων». Η ίδια ποικιλία εμφανίζεται σε μεγάλους αριθμούς και στην περιοχή του Ιππείου.

Τα Μαυρόσυκα ή Λιβανόσυκα διαφοροποιούνται σε σχέση με τις υπόλοιπες ποικιλίες ως τα πιο πρώιμα, καθώς η ωρίμανση τους ξεκινά στα μέσα Ιουλίου (Εικόνα 8). Το χρώμα του καρπού είναι πρασινόμαυρο προς το μελιτζανί και το μέγεθός του σαν ένα μεγάλο κα- ρύδι όταν ξεραθεί. Είναι πολύ γλυκό, έχει πολύ γέμιση κα καταναλώνεται κυρίως φρέσκο.

Στοιχεία συκοπαραγωγών στην περιοχή της Ερεσού

Το δείγμα των συκοπαραγωγών της Ερεσού που μελετήθηκε αποτελείται από 19 παραγωγούς. Ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι τα 58 έτη, με την μικρότερη ηλικία να είναι τα 30 έτη και τη μεγα λύτερη τα 77. Το 41% των ερωτώμενων είναι συνταξιούχοι. Η γεωργική δραστηριότητα αποτελεί την κύρια απασχόληση για το 29% των ερωτώμενων, ενώ οι πολυδραστήριοι εμφανίζονται επίσης σε ποσοστό 29%. Από τους πολυδραστήριους παραγωγούς το 20% είναι μισθωτοί, το 60% αυτοα- πασχολούμενοι και το υπόλοιπο 20% ημερομίσθιοι. Ο μέσος όρος του επιπέδου εκπαίδευσης των παραγωγών ανέρχεται στα 8 έτη εκπαίδευσης.

Η μέση έκταση των εκμεταλλεύσεων είναι μικρή και ανέρχεται στα 11 στρέμματα, ενώ ο μέσος αριθμός δένδρων ανά εκμετάλλευση πλησιάζει τα 100 δένδρα. Το σύνολο των παραγωγών δεν έχει κάνει καμία παρέμβαση όσον αφορά στην καθαρότητα των ποικιλιών και οι συγκεκριμένες ποικιλίες εκτιμάται ότι καλλιεργούνται στην περιοχή τουλάχιστον εδώ και 90 έτη. Ωστόσο, οι συνολικές καλλιεργούμενες εκτάσεις έχουν μειωθεί σημαντικά και έχουν αντικατασταθεί από ενεργοβόρες και εντατικές καλλιέργειες, όπως αυτή του τριφυλλιού. Πολλοί συκεώνες που βρίσκονται στις ορεινές περιοχές έχουν εγκαταλειφθεί και ενοικιάζονται ως βοσκότοποι. Πολλοί είναι αυτοί που δηλώ- νουν τη διάθεσή τους να εκριζώσουν τα δένδρα, στην περίπτωση που θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν τριφύλλι. Αντίθετα πολλοί είναι αυτοί που κριτικάρουν τη συγκεκριμένη πρακτική, υποστηρίζοντας ότι «στο όνομα της ευκολίας οι περισσότεροι βγάλανε τα δένδρα και βάλανε τριφύλλια τα οποία απαιτούν τεράστιες ποσότητες νερού και εξαντλούν τα περιορισμένα αποθέματα του στην περιοχή».

Όσον αφορά στην πώληση του προϊόντος, το 23% των ερωτώμενων παραγωγών δεν διαθέτει το προϊόν του στην αγορά, προορίζοντάς το είτε για ιδιοκατανάλωση, είτε ως ζωοτροφή. Ως προς τους τρόπους διάθεσης, το 77% των ερωτώμενων που πουλάει το προϊόν του, επιλέγει τρόπους άμεσης διάθεσης, στην τιμή των 7€ περίπου.

Μόνο ένας από τους παραγωγούς γνώριζε για την επιδότηση δένδρων ντόπιων ποικιλιών και είχε και ο ίδιος ενταχθεί στο μέτρο. Το 60 % των παραγωγών παρείχε μοσχεύματα σε άλλους παρα- γωγούς του νησιού, οι οποίοι ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για ποικιλίες όπως τα Αιδηνιά και τα πολίτικα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι ερωτώμενοι παραγωγοί δηλώνουν τη διαθεσιμότητά τους να πα- ρέχουν μοσχεύματα στην περίπτωση που τους ζητηθούν.

Από το σύνολο των παραγωγών που συμμετείχαν στην έρευνα, μόνο ένας δηλώνει ότι θα εγκα- ταλείψει τη συγκεκριμένη καλλιέργεια, ενώ άλλοι δύο θα αντικαταστήσουν τη συκοκαλλιέργεια με αυτήν του τριφυλλιού. Οι υπόλοιποι υποστηρίζουν ότι θα συνεχίσουν να καλλιεργούν τις τοπικές ποικιλίες σύκων, αναδεικνύοντας τη σπουδαιότητα της διατήρησης τους. Ο σημαντικότερος λόγος για τη διατήρησή τους από την πλειονότητα των ερωτώμενων αναδεικνύεται το γεγονός ότι η συγκεκριμένη καλλιέργεια είναι συνυφασμένη με την παράδοση του τόπου και αποτελεί σημαντική κληρονομιά που πρέπει να διασωθεί. Πολλοί επίσης αναδεικνύουν την προσαρμοστικότητα των καλλιεργούμενων ποικιλιών στην περιοχή, καθώς και τις δυνατότητες που υπάρχουν για την ανάπτυξη της βιολογικής παραγωγής σύκων. Τέλος, πολλοί προβάλουν την ιδιαίτερη ποιότητα τους και τις ευεργετικές τους επιδράσεις στην υγεία.

ΣΥΚΑ ΙΠΠΕΙΟΥ

Στον κάμπο του Ιππείου εντοπίστηκαν πολλά δένδρα από τις ποικιλίες Μαρίσκα και Ασπρόσυ- κα, ενώ τα Πρασινόσυκα, τα Αιδηνιά και τα Πολίτικα παρατηρούνται πιο σπάνια. Τα σύκα καλλιερ- γήθηκαν στον κάμπο του Ιππείου, πολύ πριν εμφανιστεί το είδος στην περιοχή της Ερεσού. Ήταν ξακουστά και τα εμπορευότανε και εκτός του νησιού. «Σε κάθε κενό χώρο στον κάμπο, φυτεύανε από μία συκιά», ενώ όταν ξεκίνησε η εντατική χρήση γεωργικών μηχανημάτων και η κατεργασία του εδάφους, τα δένδρα άρχισαν σταδιακά να ξεραίνονται. Από τους ντόπιους διακρίνεται η ποικιλία Μαρίσκα, γιατί θεωρούνται πιο εύγευστα και δεν πολυσακχαρώνουν.


 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Από τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύεται ο ανεκτίμητος πλούτος των γενετικών πόρων, όσον αφορά στα δενδρώδη είδη και τα αμπέλια που καλλιεργούνται στο νησί της Λέσβου. Είναι, επίσης, ελπιδοφόρος ο μεγάλος αριθμός τοπικών ποικιλιών που εντοπίστηκαν, αλλά και η χωρική έκταση της καλλιέργειάς τους. Παρά την εισαγωγή νέων ποικιλιών, οι κάτοικοι του νησιού είναι συναισθηματικά συνδεμένοι με τις τοπικές ποικιλίες. Αναγνωρίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και την υψηλή προσαρμοστικότητά τους στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής και καταβάλουν σημαντική προσπάθεια για να τις διατηρήσουν, ακόμα και στην περίπτωση που δεν έχουν κανένα οικονομικό όφελος από την εκμετάλλευσή τους. Ωστόσο, τα προβλήματα που σημειώνονται είναι ποικίλα και αφορούν κυρίως στην έλλειψη οργάνωσης της εμπορίας των προϊόντων. Πολλοί αναδεικνύουν, επίσης, ως σημαντικό πρόβλημα την έλλειψη ουσιαστικής βοήθειας από γεωπόνους, ώστε να αντιμετωπιστούν νέες ασθένειες και εχθροί. Η προώθηση και ένταξη εκ νέου στην παραγωγή καλλιεργειών που προβάλλουν την ιδιαιτερότητα του κάθε νησιού, συμβάλλουν στη διαφοροποίηση του αγροτικού χώρου και εισάγουν στην αγορά προϊόντα που χαρακτηρίζονται πλήρως από τον τόπο καταγωγής τους, κρίνεται επιτακτική.

 

 

Δείτε εδώ όλα τα  μέρη του αφιερώματος

Το Lesvosnews.net ευχαριστεί το  ΓΕΩΤΕΕ Παράρτημα Αιγαίου και την κα Ραλλού Τσίγγου για την άδεια δημοσίευσης.

Μοιράσου το άρθρο!