Η πορεία εξομάλυνσης των σχέσεων ΗΠΑ - Κούβας, την οποία εξήγγειλαν από κοινού την Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου οι πρόεδροι των δύο χωρών, Μπαράκ Ομπάμα και Ραούλ Κάστρο, δείχνει να θέτει τέρμα σε μια ψυχροπολεμική αντιπαράθεση η οποία σφράγισε το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Από την αμερικανική κυριαρχία στην κουβανική επανάσταση
Οι ΗΠΑ, οι οποίες διατηρούσαν οικονομική και πολιτική επικυριαρχία στο νησί της Καραϊβικής ουσιαστικά από το 1900 - όταν και η Ισπανία παραιτήθηκε από κάθε κυριαρχία στην Κούβα - έως την πτώση του καθεστώτος Μπατίστα το 1959, δεν συγχώρησαν ποτέ την επαναστατική κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο για την εθνικοποίηση αμερικανικής περιουσίας, μετά τη νίκη της κουβανικής επανάστασης, ο χαρακτήρας της οποίας ήταν ριζοσπαστικός, αλλά όχι κομμουνιστικός, τουλάχιστον στην πρώτη της φάση.
Μάλιστα ο Φιντέλ Κάστρο, ως πρωθυπουργός, είχε επισκεφθεί τις ΗΠΑ στα μέσα του 1959 και είχε συναντηθεί, μεταξύ άλλων, με τον τότε αντιπρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον. Ωστόσο, οι πολιτικές προστατευτισμού και κεντρικής σχεδιοποίησης της οικονομίας της Κούβας γρήγορα οδήγησαν σε ρήξη και εμπορικούς περιορισμούς από πλευράς Ουάσιγκτον.
Οι σχέσεις στα άκρα
Ήδη από τον Μάρτιο του 1960, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντουάιτ Άιζενχαουερ είχε εξουσιοδοτήσει τη CIA να εκπαιδεύσει Κουβανούς πρόσφυγες ως δύναμη κρούσης ενάντια στο καθεστώς Κάστρο.
Η αποτυχημένη εισβολή 1.500 Κουβανών μισθοφόρων, εκπαιδευμένων από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, στον κουβανικό Κόλπο των Χοίρων, τον Απρίλιο του 1961, ενίσχυσε τα αντιαμερικανικά αισθήματα ανάμεσα στους Κουβανούς, ειδικά μετά την πλήρη ανάληψη της ευθύνης από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζον Κένεντι για την επιχείρηση.
Ωστόσο, η Κούβα δεν επιτέθηκε ποτέ στην αμερικανική στρατιωτική βάση του Γκουαντάναμο, η οποία αποτελεί ντε φάκτο αμερικανικό έδαφος πάνω στο νησί.
Το αμερικανικό εμπάργκο, το οποίο περιελάμβανε σχεδόν πλήρη διακοπή του εμπορίου ΗΠΑ – Κούβας και αυστηρούς ταξιδιωτικούς περιορισμούς για τους Αμερικανούς οι οποίοι ήθελαν να επισκεφθούν το νησί, επιβλήθηκε οριστικά το 1962.
Την ίδια χρονιά, η «κρίση των πυραύλων», με την τοποθέτηση σοβιετικών βαλλιστικών πυραύλων στην Κούβα, σε απόσταση αναπνοής από το αμερικανικό έδαφος, η οποία οδήγησε την ανθρωπότητα πιο κοντά από ποτέ στον πυρηνικό όλεθρο, επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τις κουβανοαμερικανικές σχέσεις.
Σταδιακή εξομάλυνση
Ήδη ωστόσο από το 1977, επί προεδρίας Τζίμι Κάρτερ στις ΗΠΑ, οι δύο χώρες άνοιξαν «γραφεία συμφερόντων» η μία στην πρωτεύουσα της άλλης, σε μια προσπάθεια υποκατάστασης των ανύπαρκτων μεταξύ τους διπλωματικών σχέσεων.
Από το 1999, η προεδρία Μπιλ Κλίντον είχε αρχίσει την χαλάρωση των ταξιδιωτικών περιορισμών σε σχέση με την Κούβα, πολιτική την οποία συνέχισε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, από το 2009, και η προεδρία Μπαράκ Ομπάμα.
Η ριζική στροφή Ομπάμα
Η απόφαση των δύο χωρών να αποκαταστήσουν τις διπλωματικές τους σχέσεις, σε μια πορεία χρόνου, καθώς και η εκπεφρασμένη από τον κ. Ομπάμα διάθεση να θέσει στο Κογκρέσο θέμα άρσης του οικονομικού εμπάργκο κατά της Δημοκρατίας της Κούβας, φαίνεται να βάζουν τελεία σε μια αντιπαράθεση, η οποία, σαν μικρότερος δορυφόρος της παγκόσμιας αντίθεσης ΗΠΑ – Σοβιετικής Ένωσης, ταλαιπώρησε για δεκαετίες την αμερικανική ήπειρο.
Το οξύμωρο είναι ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει τη στιγμή που η ουκρανική κρίση, με την στρατιωτική παρέμβαση της Ρωσίας στα εσωτερικά του γείτονά της και την απόσπαση - προσάρτηση της ουκρανικής Κριμαίας, έχει ανοίξει έναν νέο γύρο γεωπολιτικής αντιπαράθεσης Δύσης – Ανατολής, ο οποίος ήδη χαρακτηρίζεται από πολλούς ως «νέος Ψυχρός Πόλεμος».
ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
πηγή: www.naftemporiki.gr