Skip to main content
|

Το Βυζάντιο σε έξι χρώματα: Μαύρο της Μαρίας Αγγελίδου

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Το Βυζάντιο σε έξι χρώματα: Μαύρο της Μαρίας Αγγελίδου, από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο (Εικονογράφηση: Κατερίνα Βερούτσου, Πρώτη έκδοση: Απρίλιος 2017)

 

Γράφει η Ράνια Μπουμπουρή

 

Κυκλοφόρησε –επιτέλους!– το τρίτο μέρος της σειράς Το Βυζάντιο σε έξι χρώματα, των βιβλίων Ιστορίας για παιδιά από δέκα ετών που εγκαινίασαν πέρυσι οι Εκδόσεις Μεταίχμιο, με την υπογραφή της Μαρίας Αγγελίδου στο κείμενο και της Κατερίνας Βερούτσου στην εικονογράφηση. Τα δύο πρώτα μέρη –ή, αλλιώς, τα δύο πρώτα χρώματα– της σειράς, το Κόκκινο και το Χρυσό, τα παρουσιάσαμε εδώ. Το τρίτο μέρος-χρώμα δεν άργησε ιδιαίτερα να κυκλοφορήσει, αλλά το «επιτέλους!» στην αρχή του σημειώματός μας αναφέρεται στην ανυπομονησία μας για τη συνέχεια της σειράς, που προσεγγίζει τη Βυζαντινή Ιστορία –τις σπουδαίες φυσιογνωμίες, τις μεγάλες πόλεις, τους σημαντικούς θεσμούς και τα καθοριστικά γεγονότα– με εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο και με βάση… τα χρώματα!

Το Κόκκινο, θυμίζουμε, έχει τις πιο φανταχτερές ιστορίες: αυτές που τραβάνε το μάτι, το μαγνητίζουν και καμιά φορά το καίνε. Το Χρυσό, τις ιστορίες που λάμπουν: αυτές που βασιλεύουν χωρίς να μιλάνε, αυτές που είναι γεμάτες θησαυρούς και όνειρα. Κάθε βιβλίο της σειράς περιέχει τέσσερις ιστορίες, ενώ κάθε ιστορία συνοδεύεται από ένα μότο και δύο υστερόγραφα: ένα μαύρο και ένα πολύχρωμο. Η επιλογή του μότο είναι ενδεικτική της έρευνας που έχει απαιτηθεί για τη συγγραφή, ενώ τα υστερόγραφα αποτελούν πολύ έξυπνο εύρημα για να εμπλουτίσουν την κάθε ιστορία με διαφορετικές παραμέτρους ή επιπλέον στοιχεία, χωρίς να την επιβαρύνουν.

Το Μαύρο, λοιπόν, μπορεί χρώμα να μην είναι, αλλά είναι σίγουρα ο αρχηγός των χρωμάτων, αφού μόνο αυτό έχει φωνή και μιλάει. Κι οι ιστορίες που αφηγείται είναι κατάμαυρες, της νύχτας, του φόβου και του μυστηρίου: η ιστορία του Αττίλα, που έσπειρε τον μαύρο φόβο, η ιστορία του Κωνσταντίνου Ε’ του Κοπρώνυμου, που του έμεινε το μαύρο όνομα, του Κύριλλου, που έκανε θαύματα με τα μαύρα γράμματα, και του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή, που έφερε για το Βυζάντιο τη μαύρη μέρα. Όλες αυτές οι μαύρες ιστορίες, όμως, είναι δοσμένες με τόση γλαφυρότητα, τόσο από άποψη γραφής όσο και από άποψη εικονογράφησης, ώστε πάλλονται από πολύχρωμη ζωή, σπαρταρούν από βουβή συγκίνηση και μας κλείνουν με νόημα το μάτι. «Η πικρή συνέχεια αυτής της πολιορκίας, το πιο πικρό τέλος της έναν μήνα αργότερα, τα ακόμα πιο πικρά που έγιναν τις πρώτες μέρες της Άλωσης, είναι γνωστά κι όλοι τα ξέρουνε. Χιλιάδες στόματα την έχουν πει την ιστορία χιλιάδες φορές. Λόγος κανένας δεν υπάρχει να την πούμε άλλη μία» (σελ.95): έτσι τελειώνει η ιστορία του Μωάμεθ Β’, αλλά έτσι θα έπρεπε ίσως να είχαμε αρχίσει κι εμείς την παρουσίασή μας για το βιβλίο αυτό, που αποφεύγει τις κοινοτοπίες και εστιάζει την προσοχή μας αλλού, στα ιστορικά στοιχεία που παντρεύονται με τ’ ανθρώπινα, στην ουσία που πολλές φορές πνίγεται μες στ’ αυστηρά ιστορικά πλαίσια και τις χρονολογίες.

Η αναμονή για τη συνέχιση μιας αγαπημένης σειράς είναι, συχνά, μεγάλη παγίδα, διότι εύκολα η προσδοκία γεννά απογοήτευση. Στην περίπτωση του Μαύρου, ωστόσο, θεωρώ ότι έχουμε μια συνέχεια εξίσου συναρπαστική, αν όχι και πιο συναρπαστική από τα δύο προηγούμενα βιβλία-χρώματα. Να είναι οι λεπτομέρειες για τη ζωή των ιστορικών αυτών φυσιογνωμιών, που μας ήταν άγνωστες αλλά μας δίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε δεν θα τις ξεχάσουμε ποτέ; Να είναι ο σεβασμός προς το πρόσωπό μας, αφού αποφεύγεται η αναφορά στα πασίγνωστα στοιχεία και μας προτείνεται μια άλλη θεώρηση, πιο σφριγηλή και γοητευτική; Να είναι η μαεστρία στη γραφή και στη ζωγραφική, που δεν υπακούουν στους κανόνες της ταχύτητας ώστε να κυκλοφορήσει γρήγορα το επόμενο μέρος της σειράς, αλλά έχουν έναν εσωτερικό ρυθμό, ραχάτικο και σαγηνευτικό, ωστόσο συγκεκριμένο και προδιαγεγραμμένο, που διαλαλεί ότι όση απόλαυση προκαλεί στον αναγνώστη η σύζευξη κειμένου και εικόνας, άλλη τόση απόλαυση προκάλεσε και στη συγγραφέα και στην εικονογράφο τις στιγμές, τις ώρες της δημιουργίας του έργου τους;

Για την ολοκλήρωση της σειράς, λοιπόν, μας λείπουν πλέον τρία χρώματα: το Άσπρο, σαν τις χώρες τις άγνωστες πέρα απ’ τα σύνορα του Βυζαντίου, το Γαλάζιο, σαν τη θάλασσά του και σαν τα φουστάνια των αρχοντισσών του, και το Πράσινο, σαν τα σπαρτά στους απέραντους ανοιξιάτικους κάμπους του. Κι όταν λέω «μας λείπουν», το εννοώ. Μας έκανε η Αγγελίδου και η Βερούτσου να τα φανταζόμαστε ήδη, χωρίς όμως να μπορούμε να τα φανταστούμε, και να μας λείπουν ακριβώς γι’ αυτό.

 

Βρείτε το εδώ

 

 

 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία