Skip to main content
|

Η Σεργιαντζού

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
17'
Λέξεις Κλειδιά :
Μαίρη Μαργαρίτη

Γράφει η Μαίρη Μαργαρίτη *

Μπήκε ο Ιούνης στο χωριό με μια κηδεία. Το πρώτο Σάββατο εκείνου του καλοκαιριού κηδεύσανε την Ανδρομάχη, εννενήντα δύο χρονών σύμφωνα με τα χαρτιά γιατί υπάρχει πιθανότητα να ήταν και μεγαλύτερη επειδή τότε που γεννήθηκε γινόταν ανάστα ο κύριος στην Ελλάδα. Γερή κράση, όπως συνήθως είναι οι άνθρωποι της παλιάς φυσικής ζωής.

Κόσμος πολύς παραβρέθηκε στην τελετή, όλο το χωριό και όχι μόνο. Ήταν αγαπητή η μακαρίτισσα. Εξάλλου υπήρξε η τελευταία εν ζωή  ηρωίδα τους με δράση ξακουστή στο χωριό και στα πέριξ. Κάποιοι επιπλέον  ελπίζανε  ότι το όνομα και τα κατορθώματά της μια μέρα θα έκαναν γνωστό και πανελληνίως το χωριό τους, γεγονός που θα αντιστάθμιζε τη γεωγραφική τους απομόνωση.  Υπήρξε αντάρτισσα, μόνη γυναίκα ανάμεσα σε άνδρες, με θάρρος και τόλμη αξιοθαύμαστη. Σε δύσκολα χρόνια πήρε μαζί με άλλους στις πλάτες της βάρος που αντιστοιχούσε σε πολλούς ανθρώπους, όπως ακριβώς κάνουν οι πραγματικοί ήρωες. Τις ιστορίες της τις έλεγαν οι παλιοί στους νεώτερους που την έβλεπαν γριούλα πια να περιφέρεται στους δρόμους και δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι μέσα σε κείνο το κυρτό δυσκίνητο σώμα κρυβόταν μια αεικίνητη ψυχή. 

Η συμπάθεια των συγχωριανών της προς την Ανδρομάχη δεν πήγαζε μόνο απ΄την πρότερη αγωνιστική δραστηριότητα της αλλά και απ΄τον ακέραιο χαρακτήρα της, την ειλικρίνεια της, την αγέρωχη στάση της απέναντι στον ευτελισμό και τη δουλοπρέπεια, την αίσθηση του δικαίου και φυσικά το έκδηλο ενδιαφέρον της για την ευημερία του συνόλου. Το μεγαλείο της προσωπικότητάς της βασιζόταν στην πεποίθηση ότι ο ζωντανός δεν είναι ποτέ ασφαλής γιατί η ζωή έχει πάντα έναν τρόπο να σου δίνει όταν νομίζεις ότι όλα τέλιωσαν αλλά και να σου παίρνει σε ανύποπτο χρόνο. Αυτή είναι η πεποίθηση που εκκολάπτει ήρωες και τους ρίχνει στους πιο αμφίρροπους αγώνες.

Η Ανδρομάχη δεν παντρεύτηκε ποτέ της. Όταν όμως κατέβηκε απ΄το βουνό έφερε μαζί της ένα μωρό. Η ίδια υποστήριζε ότι ήταν δικιά της  η κόρη και ενός αντάρτη που δεν κατάφερε να επιστρέψει αλλά οι χωριανοί στις  ιστορίες τους επέμεναν να λένε ότι βρήκε το βρέφος δίπλα στο σώμα της μάνας  του που ξεψυχούσε και το πήρε. Δεν άρμοζαν στα χρηστά ήθη του χωριού τα εξώγαμα παιδιά. Βέβαια, η μετέπειτα  ομοιότητα μάνας και κόρης επιβεβαίωσε περίτρανα την πρώτη εκδοχή.

Η κόρη της, η Χρυσούλα,ήταν η μεγάλη αδυναμία της Ανδρομάχης. Δικαιολογημένα μέχρι ενός σημείου διότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε στον κόσμο. Έτρεφε μεγάλες προσδοκίες για κείνη, για σπουδές και σταδιοδρομία, αλλά η ζωή γράφει πάντα το δικό της σενάριο. Στα δεκαοχτώ της η Χρυσούλα παντρεύτηκε τον Θύμιο.

Η Ανδρομάχη ήταν να πέσει να πεθάνει απ΄τη στεναχώρια της μόλις έμαθε για τον δεσμό και τον γάμο που αποφασίστηκε αλλά στη Χρυσούλα τσιμουδιά. Ο Θύμιος, κατά τη γνώμη της μέλλουσας πεθεράς του, ήταν πολύ ανάξιος. Σκεφτόταν ότι η κόρη της ήταν όμορφη ενώ ο Θύμιος ήταν στραβοχυμένος και σαν ποντικού τα μούτρα του. Επίσης, ότι η κόρη της είχε τελιώσει το Γυμνάσιο ενώ ο Θύμιος μόλις και μετά βίας το Δημοτικό. Εξάλλου, δεν της άρεσε και η δουλειά του. Ήταν ψαράς. Βρώμικο και μη επικερδές επάγγελμα καθώς πίστευε. Ήταν και μεγαλύτερός της κατά πέντε χρόνια. Ήταν επίσης τεμπέλης, άπληστος, αργόστροφος, γρουσούζης και ο κατάλογος δεν είχε τελιωμό. Το κυριότερο όμως ήταν ότι ο Θύμιος και ο πρόωρος για τη Χρυσούλα γάμος θα την έκλειναν μια για πάντα στην κουζίνα του σπιτιού της. Δυστυχώς ο Θύμιος είχε ένα βασικό πλεονέκτημα, ότι τον αγαπούσε η Χρυσούλα και τελικώς εξουδετέρωσε όλα τα κουσούρια που του΄χε βρει η Ανδρομάχη. Ο γάμος έγινε κανονικά.

Απ΄τη στιγμή που ο Θύμιος πέρασε γαμπρός  το κατώφλι της νέας του οικογενειακής εστίας η πεθερά ανέπτυξε σταδιακά μια διαστροφική αίσθηση του χιούμορ στρεφόμενη αποκλειστικά εναντίον του. Στην αρχή η Ανδρομάχη αντιμετώπισε με ψυχρότητα τον γαμπρό, έπειτα άρχισε να κάνει υποτιμητικά σχόλια μπροστά του, να υποδεικνύει τα λάθη του και να τον προσβάλλει. Ο Θύμιος έτσι μικροκαμωμένος που ήταν, έστεκε κατσουφιασμένος μπροστά στη μεγαλόσωμη πεθερά σαν παιδί που το μαλώνει η μητέρα του και από σεβασμό ή από φόβο δεν έκανε καν τον κόπο να δικαιολογηθεί.  Μ’ αυτά και μ’ εκείνα  έκλεισε η πρώτη πενταετία του έγγαμου βίου του.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν το ζευγάρι έχοντας προβλήματα τεκνοποίησης κατέφυγε σε γιατρό που αποφάνθη ότι ο Θύμιος είναι στείρος. Απ΄τη στιγμή που το πληροφορήθηκε η Ανδρομάχη, άρχισε να του πηγαίνει κόντρα ευθέως, να τον μειώνει δημοσίως με το να στήνει σκηνικά για να τον ρεζιλεύει μπροστά σε τρίτους. Τα τεχνάσματά της ήταν απλοικά και δίχως περαιτέρω συνέπειες  εκτός τη στιγμιαία αμηχανία και ντροπή ή τον εκνευρισμό. Όμως για τον Θύμιο αυτό ήταν από μόνο του κάτι φοβερό εφόσον είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων που θέλει να περνά απαρατήρητος. Επιπλέον, κάθε νέο περιστατικό έκδηλης απέχθειας της πεθεράς του τού υπενθύμιζε την αδυναμία του να αντιδράσει στην επιβολή των άλλων, μια πτυχή  του χαρακτήρα του που μισούσε θανάσιμα, και ακόμη περισσότερο μίσος  ένιωθε επειδή όλα αυτά τον ταπείνωναν μπροστά στα μάτια της γυναίκας του.

Μια φορά είχαν πάει σ΄ένα διπλανό χωριό στη γιορτή του Αγίου Παντελεήμονος που θεωρείται θαυματουργός άγιος, γιατρός λένε είναι και γιατρεύει. Και άξαφνα καταμεσής του κόσμου άρχισε η Ανδρομάχη να ξεφωνίζει «Θαύμα! Θαύμα! Ο γαμπρός μου πορπατεί κανονικά!» Υποτίθεται πως ο Θύμιος είχε μια δυσπλασία στο δεξί του πόδι που του τη θεράπευσε ο θαυματουργός άγιος τη μέρα της χάρης του, όπως εξηγούσε πρόθυμα στους παρευρισκόμενους η Ανδρομάχη. Όλοι στράφηκαν να κοιτάζουν τον Θύμιο που είχε μείνει μαρμαρωμένος μιας και ο εγκέφαλος του αδυνατούσε να επεξεργαστεί τα διαδραματιζόμενα. Ο κόσμος τον κύκλωσε με συμπάθεια και κάποιοι τον χτυπούσαν φιλικά στον ώμο δείχνοντας την αλληλεγγύη τους, κάποιες γριές του φιλούσαν τα χέρια και κάποιοι θεώρησαν απαραίτητο ν’ αγγίξουν το πρόσφατα θεραπευμένο μέλος του με την ελπίδα ότι έτσι θα λάβουν ένα μέρισμα από τη θεία χάρη.

Ο Θύμιος μιλιά δεν έβγαλε, μόνο κουνούσε το κεφάλι του ελαφρά στα λόγια συμπαράστασης και στις ευχές που δεχόταν. Από μέσα του έβραζε. Νόμισε ότι πνιγόταν, ότι του κοβόταν η ανάσα έτσι όπως ήταν περικυκλωμένος απ΄ το ευσεβές πλήθος. Ένιωθε τα πόδια του να λυγίζουν σιγά σιγά και ήταν έτοιμος να σωριαστεί στο έδαφος. Την ύστατη στιγμή, πριν την μοιραία πτώση, έδωσε μια σπρωξιά και άνοιξε δρόμο ανάμεσα απ΄το πλήθος και με γρήγορα βήματα ξέφυγε τον κλοιό, απομακρύνθηκε και κατάφερε να πάρει ανάσα. Κανείς απ΄τους συγκεντρωμένους δεν υποπτεύτηκε το ψυχοπλάκωμα του ανθρώπου. Όλοι νόμιζαν ότι κάνει δοκιμές του υγιούς ποδιού του. Τον κοιτούσαν με συμπάθεια και ένιωθαν την ελπίδα για τα πιο παράτολμα και απίθανα πράγματα του κόσμου να φουντώνει μέσα τους και έλεγαν πεπεισμένοι πλέον, μερικοί έτοιμοι να βουρκώσουν : «Πίστη! Μόνο πίστη!»

Μια άλλη  φορά η Ανδρομάχη υποκρίθηκε πως την πονεί το νεφρό της και έστειλε τον Θύμιο στο κοινοτικό ιατρείο να φέρει τον γιατρό. Και μόλις πέρασαν το κατώφλι της εξώπορτας ο Θύμιος με τον γιατρό βρίσκουν την Ανδρομάχη να ποτίζει τις γλάστρες στην αυλή και να σιγανοτραγουδά. Ρώτησε ο γιατρός που είναι η πάσχουσα. Απάντησε η Ανδρομάχη με το πιο φυσικό ύφος που διέθετε πως δεν υπάρχει καμιά πάσχουσα εντός του σπιτιού. Έβαλε κάτω το ποτιστήρι και αγριοκοίταξε- με τρόπο ώστε να το προσέξει ο γιατρός -τον Θύμιο που στεκόταν ενεός. Μετά άρχισε να ζητά συγνώμη εκ μέρους του γαμπρού της για την ταλαιπωρία που τον έβαλε εξηγώντας ότι η υπερβολική και τακτική κατανάλωση αλκοόλ τέτοια αποτελέσματα έχει και τον κάλεσε μέσα για καφέ για να συζητήσουν διεξοδικά το θέμα. Ο Θύμιος με σκυμμένο κεφάλι τα άκουγε όλ΄αυτά δίχως να βγάζει άχνα. Το να εξηγήσει στο γιατρό τι στ΄αλήθεια είχε προηγηθεί το βρήκε περιττό. Έτσι κι αλλιώς δεν τον συμπαθούσε καθόλου.

Άλλη φορά η Ανδρομάχη διέδωσε στο χωριό πως ο Θύμιος πουλάει την ψαρότρατα γιατί τον ‘πνίξαν τα χρέη και θα μπαρκάρει μούτσος στα καράβια και πηγαίναν οι ενδιαφερόμενοι και τον βρίσκαν τον άνθρωπο να παζαρέψουν τη βάρκα. Στην αρχή δεν είχε μπει στο νόημα όταν άκουγε διάφορους να τον ρωτούν αναλυτικά για τυχόν κουσούρια που ‘ χε η ψαρότρατα, μετά ρώτησε κι έμαθε το γιατί. Τόσο πολύ τον ζάλιζαν οι ενδιαφερόμενοι που αναγκάστηκε να κολλήσει χαρτί  ΔΕΝ ΠΩΛΕΙΤΑΙ απάνω στη βάρκα. Βέβαια, στο χωριό είχαν καταλάβει  τι γινόταν με τον Θύμιο και την πεθερά του.Ήταν τόσο μεγάλη η εκτίμηση που είχαν οι χωρικοί προς το πρόσωπο της Ανδρομάχης που δικαιολογούσαν αυτές τις μικρότητές της. Και στην πραγματικότητα  κανείς απ΄όσους  πλησίασαν τον Θύμιο δεν ήθελε ν΄αγοράσει την ψαρότρατα. Πιο πολύ ΄θέλαν να διασκεδάσουν την πλήξη τους.

Έβραζε απ΄το θυμό του ο Θύμιος κάθε που ερχόταν αντιμέτωπος με ένα νέο τέχνασμα της πεθεράς αλλά είχε καταλάβει πλέον ότι του ήταν αδύνατον να ορθώσει το ανάστημά του. Θύμωνε κυρίως με τον εαυτό του.Έλεγε την επόμενη φορά θα της τα πει χύμα, θα τη βρίσει άσχημα και μπροστά σε κόσμο. Τίποτα απ΄αυτά δεν έκανε τελικώς. Όταν γυρνούσε στο σπίτι φρόντιζε να κρύβει όσα δεν είχαν υποπέσει στην αντίληψη της γυναίκας του. Την ώρα του φαγητού η Ανδρομάχη που ήξερε από πρώτο χέρι τα παθήματά του, τον κοιτούσε ειρωνικά. Εκείνος έπιανε το ειρωνικό βλέμμα και βιαζόταν να αποσυρθεί απ΄το τραπέζι.  Στο διπλανό δωμάτιο μόνος του  έσφιγγε τις γροθιές του  και τα μάτια του γυάλιζαν απ΄τα δάκρυα που έπνιγε μέσα του. Μερικές φορές έφτανε σε σημείο να εύχεται το θάνατό της, μόνο αυτό θα τον έσωζε πίστευε. Μετά το μετάνιωνε που έκανε τέτοιες σκέψεις και σταυροκοπιόταν  μπρος  στα εικονίσματα ζητώντας συγχώρεση από εκείνους που γνώριζαν τις αμαρτωλές του σκέψεις. 

Ευτυχώς η σχέση του με τη Χρυσούλα ήταν καλή. Αν και κόρη αντάρτισσας και επιθετικής μάνας, έμοιαζε καλόβολη γυναίκα. Ο Θύμιος δεν της παραπονέθηκε ποτέ άμεσα για τα φερσίματα της μάνας της και η ίδια  φρόντιζε να μην παίρνει κανενός το μέρος. Τις φορές που τύχαινε να είναι  παρούσα σε ενδοοικογενειακή διαμάχη, απομακρύνονταν διακριτικά απ΄τον χώρο δείχνοντας ότι δεν την αφορούν όσα διαδραματίζονταν.  

Ο Θύμιος πάντως  θέλοντας ν’ αντισταθμίσει τις ταπεινώσεις που  υπέμενε απ΄την  πεθερά του, φρόντισε να την κακολογεί τακτικά στη γυναίκα του, όταν έμεναν οι δυο τους και ήταν σχεδόν σίγουρος ότι η Ανδρομάχη δεν τον άκουγε, αν και μ΄αυτή τη γυναίκα δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτα, έλεγε.  Την είχε πάρει από μεγάλο φόβο. Τα κρυφά κακεντρεχή σχόλια  είναι ένα είδος εκδίκησης που αρμόζει σ΄έναν αδύναμο χαρακτήρα, όπως του Θύμιου.  Πίσω απ΄την πλάτη της την αποκαλούσε «σεργιαντζού»που σημαίνει αυτήν που μπλέκει κάποιον άλλο σε μια δύσκολη κατάσταση και μετά απολαμβάνει να τον βλέπει να πασχίζει να ξεμπλέξει. Έλεγε στη Χρυσούλα ότι όλα αυτά τα κάνει απ΄τη ζήλεια της γιατί η ίδια ποτέ της δεν παντρεύτηκε και απ΄το άχτι της ξεσπά στον άντρα της κόρης της. Και σιγά μη βρισκόταν κανείς να την πάρει, μόνο κουζουλός άμα ήταν μπα, θα την έπαιρνε στο σπιτικό του.  Η Χρυσούλα τον άκουγε με προσοχή αλλά ούτε συμφωνούσε ούτε διαφωνούσε με τα λεγόμενά του. Συμπλήρωνε μόνο ότι η μάνα της είναι σκληρή γυναίκα γιατί πέρασε πολλά στη ζωή της .

 

Πέθανε το λοιπόν η Ανδρομάχη και όλο το χωριό την έκλαιγε καθότι αυτή η γυναίκα υπήρξε, όσο ζούσε, μια ζωντανή απόδειξη της ένδοξης τοπικής ιστορίας . Μόνο ο Θύμιος πάλευε ανάμεικτα συναισθήματα, απ΄την μια ένιωθε μια στεναχώρια που  έβλεπε τη γυναίκα του να κλαίει για τον χαμό της μάνας της και απ΄την άλλη ένιωθε μια ανακούφιση.

Μια ανακούφιση που αυξάνονταν όσο συνειδητοποιούσε το γεγονός του θανάτου της πεθεράς του, μια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας. Σαν θανατοποινίτης που του δόθηκε χάρη την τελευταία στιγμή. Μια εσωτερική παρόρμηση τον ωθούσε να σηκωθεί να χορέψει, να του βάλουν μουσική να σηκωθεί να φέρει δυο βόλτες και μετά ντρεπόταν που έκανε τέτοιες σκέψεις  μες την εκκλησιά την ώρα της κηδείας και δάγκωνε τα χείλη του μετανιωμένος.

Έφερε ένα γύρο με το βλέμμα του τους παρευρισκόμενους. Όλοι στέκονταν σοβαροί. Ο δήμαρχος βαστούσε διπλωμένες κάτω απ΄τη μασχάλη του γραμμένες κόλλες χαρτί , θα έβγαζε επικήδειο αργότερα.  Ο Θύμιος διαχώριζε τη θέση του απ΄τους υπόλοιπους που ήθελαν να τιμήσουν τη νεκρή. Αυτοί ας έβγαζαν όσους επικήδειους ήθελαν και ας ‘ λέγαν όσους επαίνους επιθυμούσαν, δεν ήταν γαμπροί της για να ξέρουν τι σόι άνθρωπος ήταν στ΄αλήθεια η Ανδρομάχη. Ένωσε τα χέρια του ακουμπώντας τα στο κάτω μέρος της κοιλιάς του και τέντωσε την πλάτη του σε επίσημη στάση. Σαράντα χρόνια ανάμεσα σε δυο γυναίκες που η μια τον αγκάλιαζε και η άλλη τον ταπείνωνε. Τώρα πια με τον θάνατο της δεύτερης η ζυγαριά έγερνε προς το μέρος της αγάπης και μόνο. Με μεγάλη ανυπομονησία περίμενε να τελιώσουν τα της κηδείας και να ξημερώσει η επόμενη μέρα.                        

                                          ***

Οι επόμενες μέρες κύλησαν ομαλά. Η καθημερινότητα στο σπίτι του Θύμιου και της Χρυσούλας προσαρμοζόταν στις ανάγκες των δύο πλέον. Μετά από τόσα χρόνια γάμου πρώτη φορά έμεναν μόνοι τους. Ήταν μια κουρασμένη επιθυμία ετών και  λόγω της συνήθειας δύσκολη η μετάβαση.

Ο Θύμιος ατένιζε τη ζωή με άλλο αέρα. Ήταν κύριος του εαυτού του και του σπιτιού του. Πίστευε ότι και οι συγχωριανοί του τον αντιμετώπιζαν διαφορετικά τώρα, τον σέβονταν.

Ένα πρωί ως συνήθως είχε πάει από νωρίς στην ψαρότρατα. Ετοιμαζόταν να βγει στη γύρα για ψάρεμα όταν είδε τον Μιχάλη τον Αχλιά να πλησιάζει με γοργά βήματα.

-Α με πας απέναντι, Θύμιο; του φώναξε από δυο τρία μέτρα μακριά καθώς ερχόταν.

-Α σε πάω...του απαντά ο Θύμιος. Όμως... έμεινε ξεκρέμαστη η απορία. Δεν συνηθίζονταν οι επισκέψεις χωριανών  και μάλιστα πρωί πρωί στο Λαγονήσι μιας και ήταν ένα ακατοίκητο μικρό νησί και το μόνο που είχε πάνω ήταν ένα εκκλησάκι του Αη Γιώργη. Ο άλλος έπιασε το νόημα και έκρινε σκόπιμο να δώσει μια δικαιολογία της επίσκεψης του:

-Εγίναν τόσο πολλοί οι λάγοι  που πατάς τ΄ανάμεσό τους περνώντας που λέει ο λόγος! Α μπουμπουνίσω κανέναν...είπε και με το χέρι του έπιασε και έδειξε το κρεμασμένο στον ώμο του σακίδιο όπου υποτίθεται πως είχε το κυνηγετικό όπλο.

Η δικαιολογία έστεκε. Άλλωστε γι΄αυτό το βγάλανε Λαγονήσι. Παλιά, στα χρόνια των παππούδων τους, ζούσαν στο νησί λαγοί που η πείνα των ντόπιων  σε δύσκολους καιρούς και η απληστία τους σε άλλους καιρούς  αποδεκάτισε τα συμπαθή τετράποδα. Τώρα με τη φημολογούμενη αναπαραγωγή τους θ΄ανοίξει νέος κύκλος αίματος σκέφτηκε ο βαρκάρης.

Μόλις είχε πάει τον Μιχάλη και γύριζε στο λιμανάκι ο Θύμιος βρήκε να τον περιμένουν πέντε άτομα. Ήθελαν και αυτοί να πάνε στο Λαγονήσι, ο ένας έλεγε να μάθει τον γιο του κολύμπι, ο άλλος να μαζέψει ρίγανη, ο άλλος να κάνει ηλιοθεραπεία και οι δικαιολογίες δεν είχαν τελειωμό. Πενήντα άτομα μετέφεραν εκείνη την μέρα στο Λαγονήσι ο Θύμιος με τη βάρκα του και οι άλλοι δυο ψαράδες. Την επόμενη μέρα ογδόντα γιατί κάποιοι πήραν και τις γυναίκες τους μαζί. Τόσο κόσμο μαζεμένο δεν είχε ξαναδεί το Λαγονήσι από γεννήσεως κόσμου, από καταβολής λαγών. Και ο καθένας είχε και  μια διαφορετική δικαιολογία να πει. Και μαλώνανε κιόλας ποιος θα πρωτομπεί στη βάρκα για απέναντι. Μερικοί είχαν πλευρίσει τον Θύμιο να κανονίσουνε αποβραδίς την ώρα αναχώρησης τους αύριο από το λιμανάκι. Είχανε δώσει και λεφτά καπάρο μην τους φάει άλλος τη θέση.

Οι ψαράδες δε βγαίνανε πλέον στ΄ανοιχτά να ψαρέψουν, είχαν παρατήσει τη δουλειά τους και πηγαινοφέρνανε κόσμο απ΄το χωριό στο Λαγονήσι και το αντίστροφο. Στα καφενεία λέγανε ότι αυτοί που πηγαίνανε στο Λαγονήσι είχαν κασμάδες και φτυάρια μαζί τους που τα ‘κρύβαν στα σακίδια τους και πηγαίναν εκεί και σκάβανε. Το νησάκι το είχαν γεμίσει γούβες μια βδομάδα τώρα λέγανε. Όσοι δεν ξέρανε τι γινόταν ήταν εμφανώς προβληματισμένοι. Οι άλλοι ήταν εμφανώς κουρασμένοι. Επρόκειτο για ένα μυστικό των πολλών που ένα τσακ το χώρισε απ΄το να γίνει το μυστικό όλων. 

Και αυτό το τσακ δεν άργησε να γίνει. Ήταν και ο Θύμιος παρών στο καφενείο την ώρα που λύθηκε το μυστήριο. Η Ανδρομάχη, λέει, πριν πεθάνει για να μην πάρει το μυστικό στον τάφο της, αποκάλυψε ότι οι αντάρτες  είχαν θάψει στο Λαγονήσι ένα μπαούλο με χρυσά νομίσματα. Τα μαζέψανε, λέει, απ΄τα πλιάτσικα που κάνανε τότες στα γύρω μέρη για να επιβιώσουν . Μόλις μαζευτήκανε αρκετά, τόσα που γεμίζανε ένα μπαουλάκι, στείλανε άνθρωπο να κατέβει νύχτα με προσοχή απ΄τα βουνό και να πάει απέναντι με δικό τους βαρκάρη να θάψει το μπαούλο στο Λαγονήσι, να μην είναι μαζί τους στο βουνό και κάνουν κανένα ντου οι άλλοι και τ΄αρπάξουν.

  Η Ανδρομάχη, λοιπόν, έστω και την τελευταία στιγμή παρέδωσε στην επόμενη γενιά το μυστικό ενός σχεδόν αιώνα. Ήταν η τελευταία εν ζωή από κείνους του βουνού άλλωστε. Η ιστορία του θησαυρού, βέβαια, που περνούσε από στόμα σε στόμα εκείνες τις μέρες στο χωριό, έμπαζε από παντού. Κανείς, ας πούμε, δεν αναρωτήθηκε γιατί η ίδια έζησε και πέθαινε φτωχή ενώ ήξερε για το μπαουλάκι. Φαίνεται όμως ότι  η πίστη και η προσδοκία  είναι πιο δυνατές απ΄τη λογική. Άλλο που δε θέλανε οι χωρικοί να έχουν κάτι να λένε και να κάνουν. Την ακριβή τοποθεσία του θησαυρού δεν την ήξεραν αλλά το νησάκι ήταν μικρό. Αν έψαχναν με σύστημα, θα τα κατάφερναν.

Ο Θύμιος άκουγε με προσοχή ν΄αρπάξει όλες τις λέξεις απ΄τις κουβέντες των συγχωριανών του. Από περιέργεια άκουγε. Ήταν σίγουρος ότι επρόκειτο για άλλο ένα τέχνασμα της πεθεράς του που θα τον έβαζε σε μεγάλη ταλαιπωρία. Χαμογέλασε με την ικανοποίηση ανθρώπου που βρίσκεται στο απυρόβλητο πλέον. Η πεθερά ήταν πεθαμένη. Τα τεχνάσματα της δεν τον άγγιζαν τώρα πια. Μετά από λίγο συγκεντρώθηκε και σκέφτηκε λογικά. Ο ίδιος δεν ήξερε τίποτα για θησαυρό, δεν του είχε πει κάτι σχετικό. Τι σόι παγίδα ειν΄αυτή που μπλέκει τους άλλους και αφήνει τον ίδιο απ΄έξω;

-Ε, Θύμιο!του φώναξε κάποιος. Εσύ τι λες;

-Τι α πω; απάντησε αόριστα και βυθίστηκε πάλι σε σκέψεις.

Κάτι δεν του κολλούσε. Προβληματιζόταν έντονα. Σκεφτόταν  ότι τον τελευταίο καιρό η Ανδρομάχη ήταν μια άρρωστη  ετοιμοθάνατη γυναίκα. Είχε όρεξη για αστεία;  Επιπλέον το γεγονός ότι σ΄αυτόν τον ίδιο δεν είχε πει τίποτα για τον θησαυρό τον βασάνιζε πως ίσως να ήταν αλήθεια η όλη υπόθεση. Σιγά μην έλεγε στο γαμπρό της για τον θησαυρό! Κάλλιο να τα έπαιρνε ξένος παρά να έκανε τον γαμπρό της πλούσιο. Τόσο άχτι που τον είχε...

Γύρισε σπίτι σκεφτικός. Κάθισε στο τραπέζι μα δεν είχε όρεξη να φάει. Είπε στη Χρυσούλα αυτά που έμαθε. Τη ρώτησε αν θυμόταν να της είχε αναφέρει ποτέ η μάνα της κάτι σχετικό με θησαυρό στο Λαγονήσι. Εκείνη απάντησε πως δε θυμόταν να είχαν κάνει καμιά τέτοια συζήτηση. Σίγουρα θα της το έλεγε αν συνέτρεχε κάτι τέτοιο τον διαβεβαίωσε η Χρυσούλα. Ο Θύμιος πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Αν η κόρη δεν ξέρει τίποτα, ψέματα θα΄ναι, φήμες κανενός σεργιαντζή. Η Χρυσούλα τον κοίταζε διερευνητικά. Είδε την παραίτηση στα μάτια του, είδε πώς το πέρασε για ψέμα. Θέλησε να ενισχύσει  την αμφιβολία μέσα του γι΄αυτό έσπευσε να συμπληρώσει ότι τους τελευταίους μήνες της ζωής της η μάνα της δεν είχε καλή όραση. Επομένως μπορεί να νόμιζε ότι έλεγε το μυστικό στην κόρη ενώ στην πραγματικότητα το έλεγε σε κάποιο ξένο.

Μόλις  άκουσε ο Θύμιος τα λόγια της γυναίκας του τσαντίστηκε αφάνταστα με την γρουσούζα γριά. Μια ζωή τον βασάνισε, ένα καλό δεν του’ κανε. Ήξερε ένα τέτοιο μυστικό και φύλαγε να το πει αφότου τυφλωθεί για να το πει σε λάθος άνθρωπο η γρουσούζα.

Σκεφτόταν να κάνει και ο ίδιος μια προσπάθεια. Μέσα του πάλευε η λαχτάρα για πλούτο απ΄τη μια και απ΄την άλλη οι  ταπεινώσεις του παρελθόντος. Κι αν είναι αλήθεια;  Κι αν είναι ψέμα της γριάς για να τον τυραννήσει πάλι;  Θα δοκίμαζε και ό,τι γίνει.Βάρκα είχε δική του όποτε ήθελε πήγαινε. Και τη νύχτα που λέει ο λόγος με φακό. Ας έψαχνε και αυτός στα κρυφά. Όλο το χωριό πέρασε και θα περνούσε απ΄το Λαγονήσι, ας περνούσε και ο ίδιος. Άλλωστε, αν πράγματι υπήρχε θησαυρός, ο ίδιος ήταν ο πλησιέστερος  κληρονόμος  λόγω συγγενείας με την αντάρτισσα.

Ζήτησε απ΄τη γυναίκα του να βρει και να τοποθετήσει σε εμφανές σημείο  αξίνα, φτυάρι και φακό και φυσικά μπόλικο νερό ώστε να είναι έτοιμα για το βράδυ. Και μόλις χτύπησε το ρολόι μεσάνυχτα, ξεκίνησε με τη βάρκα για το Λαγονήσι.

Έφτασε στο νησί και  είδε τους λάκκους που είχαν σκάψει οι χωρικοί,κάποιους τους είχαν αφήσει ανοιχτούς και μερικούς τους είχαν σκεπάσει πάλι με χώμα γιατί  έπρεπε να πατούν σε σταθερό έδαφος για ν’ ανοίξουν άλλους. Ξεκίνησε βάζοντας σημάδια ώστε να μην ξαναψάξει στο ίδιο σημείο. Επίσης, φρόντισε να σκάβει αρκετά βαθιά για να είναι σίγουρος ότι ψάχνει καλά.

 Παρά το ότι ήταν νύχτα, έκανε τρομερή ζέστη. Ήταν άλλωστε και τέλη Ιουλίου. Έσκυβε και ήταν λουσμένος στον ιδρώτα .Η αξίνα ανεβοκατέβαινε ρυθμικά και έπειτα το χώμα στοιβάζονταν στο πλάι. Ο φακός αναμμένος φώτιζε προς το μέρος που στεκόταν . Που και που πλησίαζε  στη θάλασσα, εκεί που έσκαγε το κύμα, και έβρεχε το κεφάλι του με θαλασσινό νερό για δροσιά. Είχε περάσει τα εξήντα πια, δεν είχε τις παλιές του αντοχές ούτε και τη ζωή μπροστά του να χαρεί τα πλούτη που θα έβρισκε, σκεφτόταν και ριχνόταν πάλι στη δουλειά.

Μια εβδομάδα έκλεινε που έσκαβε μεθοδικά τις νύχτες το Λαγονήσι δίχως κανείς να τον έχει πάρει μυρωδιά. Έσκαβε όταν ΄λείπαν οι άλλοι. Κατά τη διάρκεια της μέρας στα καφενεία έστηνε αυτί μήπως ακούσει ότι κάποιος άλλος βρήκε τον θησαυρό πριν από κείνον. Έσκαβε με μανία. Οι προηγούμενες αμφιβολίες του είχαν διαλυθεί. Στο εγχείρημα τούτο τον έπρωχνε η μεγάλη του λαχτάρα για πρώτη φορά στη ζωή του να νικήσει τη γριά, να φέρει τούμπα όλες τις προηγούμενες στιγμές αμηχανίας και ντροπής. Όσο πιο πολύ κόπο κατέβαλε, τόσο πιο πολύ πείθονταν ότι ο θησαυρός υπάρχει στ΄αλήθεια.

Του είχε γίνει ψύχωση. Με αυτή τη σκέψη περνούσε τις μέρες και τις νύχτες του. Στον ύπνο του, τις λίγες ώρες που κοιμόταν όποτε  και όπου τύχαινε, το μεσημέρι ή και τη νύχτα κανένα δίωρο στο Λαγονήσι, έβλεπε εφιάλτες την Ανδρομάχη στα νιάτα της,τότε που την πρωτόκανε  πεθερά του,  να σκύβει μες στ’ αυτί του και να του λέει ότι φτωχός ήταν και φτωχός θα πεθάνει. «Από μένα δεκάρα δε θα πάρεις ακαμάτη!», άκουγε στ΄όνειρό του και τιναζόταν από τον ύπνο του ιδρωμένος.

 Ο κόσμος απ΄το χωριό έψαξε ό,τι έψαξε, δε βρήκε τίποτα και ένας μετά τον άλλο εγκατέλειπε την προσπάθεια. Άλλωστε το Λαγονήσι είχε σκαφεί απ΄άκρη σ΄άκρη δυο και τρεις φορές συνολικά από διάφορους και δεν είχε βρεθεί τίποτα. Προφανώς δεν υπήρχε τίποτα να βρεθεί. Λέγανε μια μέρα στο καφενείο πως η γριά στα τελευταία της πρέπει να τα΄χε χαμένα και μιλούσε για θησαυρούς και τέτοια. Ο Θύμιος άκουγε δίχως να σχολιάζει. Αρχίσαν να μιλάν για το βίο της Ανδρομάχης, το ανδριλίκι της και τα πεπραγμένα της. Τότε κάποιος θυμήθηκε ένα αστείο περιστατικό σχετικά με τη μακαρίτισσα, ότι παλιά  που΄ταν στα βουνά , λέει, είχε φτάσει σε σημείο να πιάσει ένα πρωτοπαλήκαρο απ΄τον γιακά, επειδή είχαν μια διαφωνία για κάτι. Και από τότε κανείς δεν τολμούσε να της πάει κόντρα. Ο Κωστής ο Εγγλέζος πετάχτηκε να πει για ένα πιο πρόσφατο περιστατικό:

-Δε θυμάστε ρε σεις που άρπαξε απ΄το λαιμό τον Θανάση τον Γλάρο που ‘πε τον Θύμιο οκνό; Και μετά γύρισε στον Θύμιο και συμπλήρωσε. Έπρεπε να δεις τι του΄συρε. Α, ρε Θύμιο...και σταμάτησε να μιλά.

Ο Θύμιος ξαφνιάστηκε απ΄αυτό που έμαθε. Δε μίλησε. Έσκυψε το κεφάλι του και βυθίστηκε σε σκέψεις.

Το ίδιο βράδυ ετοιμαζόταν να πάει ξανά στο Λαγονήσι να ψάξει.  Έκλειναν δυο βδομάδες. Είχε δυο βδομάδες να κοιμηθεί κανονικά σαν άνθρωπος. Η Χρυσούλα ανησυχούσε πλέον για την υγεία του.

Μετά το δείπνο έδωσε στον Θύμιο ένα  γράμμα που της είχε αφήσει η μάνα  της να του το δώσει  μετά το θάνατό της. Το άνοιξε ο Θύμιος με χαρά ελπίζοντας ότι θα γράφει την ακριβή τοποθεσία του θησαυρού και διάβασε από μέσα του την πρώτη λέξη. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, το γράμμα ανεβοκατέβαινε και δεν μπορούσε να συνεχίσει την ανάγνωση, στην οποία ούτως ή άλλως δεν ήταν εξασκημένος. Το απίθωσε στο τραπέζι και ζήτησε απ΄τη Χρυσούλα να το διαβάσει. Ξεκίνησε αυτή: «Βρε ακαμάτη» και συνέχισε σα να μην της έχει προξενήσει καμιά εντύπωση η προσφώνηση «μόλις άκουσες για λίρες πήρες τον κασμά και τρέχεις. Από μένα δεκάρα τσακιστή δε θ΄απολάβεις!»

Ο Θύμιος ήταν έτοιμος να εκραγεί. Ο θυμός του ήταν τόσο έντονος και η απελπισία του τόσο μεγάλη που δεν ήξερε αν πρέπει ν΄αρχίσει να φωνάζει και να βρίζει ή να βάλει τα κλάματα σα μικρό παιδί. Αφέθηκε στο πρώτο για ν’ αποφύγει το δεύτερο. Άρχισε να χτυπά το χέρι του μανιασμένα στο τραπέζι και να βρίζει: «Την καρακάξα!  Και απ΄τον τάφο με παιδεύει! Που να καίγεται στο πυρ το εξώτερον! Η γρουσούζα!...»

Η Χρυσούλα όταν τέλιωσε την ανάγνωση ακούμπησε αδιάφορα το γράμμα πάνω στ0 τραπέζι, σηκώθηκε και πλησίασε στο νεροχύτη να συνεχίσει τα πιάτα που έπλυνε. Ασυναίσθητα ένα μειδίαμα χαράχτηκε στα χείλη της. Ήταν ωραία η αίσθηση να τους κάνεις όλους άνω κάτω!Έφερε στο μυαλό της εκφράσεις προσώπων και λόγια. Η ίδια είχε με διακριτικό τρόπο διαδώσει στο χωριό τα σχετικά με ξεχασμένες λίρες ότι δήθεν το ΄μαθε απ΄την ετοιμοθάνατη μητέρα της, η ίδια έγραψε και το γράμμα προς τον Θύμιο. Σκέφτηκε την επιτυχία που΄χε το κατόρθωμα. Το μειδίαμα μετατράπηκε σε πλατύ χαμόγελο και δευτερόλεπτα μετά σε πνιχτό γέλιο που ακούστηκε σα βήχας. Πίσω απ΄τη πλάτη της ο Θύμιος εξακολουθούσε να βρίζει θεούς και δαίμονες. -

 


Η Μαίρη  Μαργαρίτη  γεννήθηκε στη Μυτιλήνη όπου και κατοικεί.  Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας  του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ασχολείται με τη διδασκαλία  μαθημάτων  Λυκείου. Διηγήματά  της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικά έργα  καθώς σε λογοτεχνικές σελίδες στο διαδίκτυο.

Η  στήλη του Lesvosnews.net  "Λόγια ... της Λέσβου"  είναι ανοιχτή σε κάθε φίλο της Λέσβου που γράφει ή θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο διήγημα. Περιλαμβάνει διηγήματα με φόντο τη Λέσβο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στο info@lesvosnews.net

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία