Το ζήτημα της αδειοδότησης των ελαιοτριβείων της Λέσβου. Άρθρο-παρέμβαση του Ηλία Πολυχνιάτη
Το ζήτημα της αδειοδότησης των ελαιοτριβείων προσομοιάζει με βρόγχο, στον οποίο έχουν παγιδευτεί ελαιοτριβείς, υπηρεσίες και Περιφέρεια, αλλά έμμεσα και οι ελαιοπαραγωγοί, αφού αν εκδηλωθεί δυσλειτουργία στα ελαιοτριβεία θα είναι οι κύριοι αποδέκτες των συνεπειών.
Το ζήτημα δεν είναι απλό. Δεν οφείλεται μόνο σε ένα παράγοντα, δηλαδή στους ελαιοτριβείς, όπως εύκολα λέγεται από κάποιους. Οι ελαιοτριβείς έχουν πολλούς λόγους να θέλουν να είναι σύννομοι, γι’ αυτό και σχεδόν όλοι (ίσως όλοι) έχουν εκσυγχρονίσει τα εργοστάσιά τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας για τις εγκαταστάσεις, προβαίνοντας σε δαπανηρές επενδύσεις. Επομένως πού είναι το πρόβλημα;
Στη διαχείριση των υγρών αποβλήτων ή όπως αποκαλούνται, «λιοζούμια» ή «κατσίγαρος».
Εδώ πρέπει να πούμε ότι με τον εκσυγχρονισμό που έγινε στα ελαιοτριβεία, αυτά μπορούν να λειτουργήσουν με δύο τρόπους: Ο ένας είναι αυτός με τον οποίο λειτουργούν σήμερα, παράγοντας λάδι, ελαιοπυρήνα και κατσίγαρο (τριφασική λειτουργία) και ο δεύτερος με τον οποίο θα μπορούσαν να λειτουργούν και μάλιστα με καλύτερες αποδόσεις σε ποσότητα και ποιότητα παραγόμενου ελαιολάδου, είναι ο διφασικός, κατά τον οποίο παράγονται λάδι και ελαιοπυρήνας, ενώ τα υγρά απόβλητα είναι ελάχιστα, έως αμελητέα. Ο διφασικός τρόπος λειτουργίας θα καταργούσε τα υγρά απόβλητα και θα έλυνε το πρόβλημα και το βρόγχο. Δυστυχώς σήμερα δεν μπορεί να εφαρμοστεί γιατί ο ελαιοπυρήνας που παράγεται από διφασική λειτουργία έχει υψηλή υγρασία και τη μορφή χυλού, που δεν μπορεί να τύχει επεξεργασίας από τα 2 από τα τρία πυρηνελαιουργεία που υπάρχουν στη Λέσβο. Το τρίτο έχει τη δυνατότητα επεξεργασίας διφασικού ελαιοπυρήνα, αλλά έχει μικρή δυναμικότητα σήμερα. Απ’ ότι πληροφορούμαι στο μέλλον θα την αυξήσει. Επομένως σήμερα για τον συντριπτικά μεγαλύτερο αριθμό ελαιοτριβείων της Λέσβου η τριφασική λειτουργία με την παραγωγή υγρών αποβλήτων, δηλαδή κατσίγαρου, είναι προς το παρόν μονόδρομος.
Για την κλίμακα μεγέθους των ελαιοτριβείων της Λέσβου, η νομοθεσία σήμερα δίνει δύο επιλογές για τη διαχείριση των υγρών αποβλήτων τους, τις οποίες ονομάζει Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις :
Η μία απαιτεί ο κατσίγαρος να υποβάλλεται σε μια στοιχειώδη επεξεργασία και ακολούθως να οδηγείται σε μεγάλες στεγανές ανοιχτές εδαφοδεξανές, όπου να παραμένουν, ώστε μαζί με τα νερά της βροχής που θα προστεθούν, να εξατμιστούν το καλοκαίρι. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, που γίνεται στις αλυκές. Μόνο που η επιφάνεια της κάθε τέτοιας δεξαμενής και για κάθε ελαιοτριβείο πρέπει να έχει έκταση, περίπου 3-6 στρέμματα, να μην είναι κοντά σε δρόμο και να μην είναι κοντά σε οικισμό. Είναι αυτονόητο ότι η επιλογή αυτή για το νησιωτικό περιορισμένο περιβάλλον μας, για τα 56 ελαιοτριβεία του νησιού που σχεδόν όλα είναι κοντά ή μέσα σε οικισμούς και για την τουριστική αναπτυξιακή κατεύθυνση που έχει υιοθετήσει η Λέσβος το αποτέλεσμα θα είναι τραγικό. Αντί να προστατευτεί το περιβάλλον, αυτό θα υποβαθμιστεί με άσχημες συνέπειες που θα επιφέρουν ακόμη και συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών επαγγελματικών ομάδων, αλλά και των κατοίκων.
Η άλλη επιλογή είναι να απορρίπτονται στα ρέματα. Θέτει όμως τον όρο, πριν απορριφθούν να έχουν τύχει τέτοιας επεξεργασίας ώστε να έχουν χάσει περίπου το 98% του οργανικού φορτίου τους. Και εδώ είναι το ζήτημα. Δεν υπάρχει συμβατική μέθοδος που να μπορεί να εφαρμοστεί από τους ελαιοτριβείς μας, π.χ. όπως βιολογικός καθαρισμός, που να υποβιβάζει το φορτίο του κατσίγαρου τόσο πολύ, δηλαδή από περίπου 50 g BOD5/L σε περίπου 0,8 - 0,9 που ζητά η νομοθεσία. Για να μην αναφερθώ και σε άλλο όρο, ακόμη αυστηρότερο που αφορά στις πολύτιμες πολυφαινόλες που περιέχει ο κατσίγαρος. Η τεχνολογία βεβαίως παρέχει λύσεις, οι οποίες όμως οικονομικά είναι απαγορευτικές για το μέγεθος των εγκαταστάσεών μας. Υπάρχει π.χ. η μέθοδος καθαρισμού του κατσίγαρου και απομόνωσης από αυτόν των ακριβών συστατικών του με τεχνικές υπερδιήθησης και νανοδιήθησης, που όμως είναι πολύ δαπανηρή. Ενδεικτικά αναφέρω ότι μια γερμανική εταιρία η οποία ενδιαφέρεται για τέτοια επένδυση στη Λέσβο, εκτιμά το ύψος της επένδυσης στα 14-17 εκατομμύρια ευρώ.
Σ’ αυτό το απογοητευτικό πλαίσιο πρέπει να προστεθεί και η εδραιωμένη αντίληψη αυτών που ασχολούνται με τον κύκλο ελιάς – ελαιόλαδο, ότι ο κατσίγαρος δεν είναι βλαπτικός για το περιβάλλον. Επικαλούνται για τούτο ότι επί σειρά αιώνων ο κατσίγαρος κατέληγε στη θάλασσα και στους κόλπους της Λέσβου, χωρίς να έχει μέχρι σήμερα παρατηρηθεί σχετική βλάβη στα οικοσυστήματα, αλλά ούτε και στην καλή φήμη της άριστης ποιότητας των αλιευμάτων, ειδικά των δύο κόλπων και της παραγωγικότητας των τελευταίων. Επικαλούνται επίσης ότι τα ρέματα αποδέκτες κατσίγαρου βρίθουν από βλάστηση και εναντιώνονται σε εκείνους που ισχυρίζονται ότι είναι φυτοτοξικός. Τέλος επικαλούνται μελέτες που έγιναν από ερευνητές σε υδάτινους αποδέκτες κατσίγαρου στη Λέσβο και δεν καταλήγουν σε ενοχοποιητικά συμπεράσματα γι’ αυτόν. Αντίθετα, σε εκβολή ρέματος στον Κόλπο της Γέρας, που είναι ο μεγαλύτερος αποδέκτης κατσίγαρου στη Λέσβο, μετρήθηκαν τιμές BOD πολύ χαμηλές. Θα προσθέσω ότι 3 με 4 ημέρες μετά το τέλος της ελαιοκομικής περιόδου ρύπανση στη θάλασσα αποδέκτη κατσίγαρου, τουλάχιστον μακροσκοπικά, δεν ανιχνεύεται. Θα προσθέσω επίσης ότι τα υγρά απόβλητα των ελαιοτριβείων περιέχουν μεν οργανική ύλη, σαν χυμός της ελιάς που είναι, δηλαδή καρποκύτταρα, σάκχαρα, χρωστικές, πολυφαινόλες, αμινοξέα κλπ, αλλά δεν περιέχουν βαρέα μέταλλα και τοξικές ουσίες, που χαρακτηρίζουν τα απόβλητα επικίνδυνα, ούτε ευτροφιστικούς παράγοντες αζωτούχους και φωσφορικούς. Από αυτή δε την άποψη είναι εσφαλμένη η σύγκρισή των με τα αστικά απόβλητα, γεγονός που κάποιοι αρέσκονται να κάνουν κατά συνειδητή υπερβολή.
Η αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης των ελαιοτριβέων, ειδικά, της Λέσβου με την νομοθεσία για τη διαχείριση του κατσίγαρου είναι η αιτία του βρόγχου που προανέφερα.
Πριν φτάσουμε στις προτάσεις που έγιναν για απλοποίηση της νομοθεσίας, προκειμένου να ευρεθεί λύση θα πρέπει να αναφέρω ότι οι νομοθέτες στην ευρωπαϊκή ένωση σε σχετική Οδηγία της, την 91/271/ΕΟΚ, αναγνωρίζουν ότι τα απόβλητα βιομηχανιών που επεξεργάζονται καρπούς δένδρων και λαχανικά είναι βιοαποικοδομήσιμα, χωρίς να είναι ευτροφιστικά και αποδέχονται την απόρριψή τους μέχρι ενός ορίου σε φυσικούς υδάτινους αποδέκτες, όπως είναι ανεπεξέργαστα, εκτιμώντας προφανώς ότι δεν προκαλείται βλάβη στο περιβάλλον. Έτσι στο άρθρο 13 η Οδηγία, αναφερόμενη σε τέτοια απόβλητα, απαιτεί να ληφθούν μέτρα για ημερήσιες απορρίψεις σε φυσικούς αποδέκτες μεγαλύτερες από το όριο που αναφέρει. Λαμβάνοντας υπόψη τα χημικά χαρακτηριστικά του κατσίγαρου, το όριο αυτό, που υπολογίζεται ως μέσος όρος σε εβδομαδιαία βάση, αντιστοιχεί σε περίπου 6.000 λίτρα ημερησίως ανά εργοστάσιο ή τα διπλάσια αν έχουν υποστεί την στοιχειώδη επεξεργασία της εξουδετέρωσης και καθίζησης. Δυστυχώς από μεταφραστικό λάθος το «καρποί και λαχανικά» ή «fruit and vegetable» της πρωτογενούς αγγλόφωνης Οδηγίας μεταφράστηκε σαν «οπωροκηπευτικά», όπως δεν όφειλε και έτσι η ελληνική νομοθεσία, που έγινε κατ’ επιταγή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας αποκλείει την ελιά από τα πεδία εφαρμογής της, ως ευρωπαϊκή μοναδικότητα.
Την παρατήρηση για τη νομοθετική ακροβασία περί «οπωροκηπευτικών», μαζί με πολλές άλλες διαπιστώσεις, αναφορές στη νησιωτικότητα και προτάσεις απέστειλε ό τ. Αντιπεριφερειάρχης κ. Ν. Μάρκου σε όλα τα συναρμόδια υπουργεία με δυναμική επιστολή του. Προς τιμή του το Υ.Π.Ε.Κ.Α. παραδέχθηκε εγγράφως - και για πρώτη φορά - ότι υπάρχει πράγματι θέμα εφαρμογής της νομοθεσίας. Μάλιστα σύστησε διυπουργική επιτροπή για εξέτασή του.
Στο «δια ταύτα»:
Οι ελαιοτριβείς με δεδομένα τα ως άνω δικαίως ζήτησαν την ανοχή και την προστασία της Περιφερειακής Αρχής, η οποία ανταποκρίθηκε λαμβάνοντας πολιτική απόφαση για την ελαιοκομική εφετινή περίοδο. Αναμένεται η υλοποίηση της απόφασης.
Παράλληλα κατέθεσαν προτάσεις προς την Περιφέρεια, ώστε αυτή μαζί με τις δικές της προτάσεις, που επεξεργάστηκε η αρμόδια υπηρεσία της να τις διαβιβάσει στη διυπουργική επιτροπή που εξετάζει το ζήτημα. Στόχος όλων των προτάσεων είναι η απλούστευση του πλαισίου που αφορά στην αδειοδότηση των ελαιοτριβείων, ώστε αυτή να καταστεί εφικτή.
Στις προτάσεις των ελαιοτριβέων περιλαμβάνονται η διόρθωση του ελληνικού επίμαχου νομοθετήματος με αντικατάσταση της λέξης «οπωροκηπευτικά» με το λεκτικό «καρποί και λαχανικά», η αύξηση των ορίων BOD5 και COD, που θέτει άλλο νομοθέτημα το Π.Δ.1180/81, για απόρριψη σε φυσικούς αποδέκτες, ειδικά για τα ελαιοτριβεία, ώστε να δοθεί η δυνατότητα συμμόρφωσης των ελαιοτριβείων με συμβατικές μεθόδους, η θέσπιση της εξουδετέρωσης και καθίζησης, ως πρότυπη περιβαλλοντική δέσμευσης επαρκή για απόρριψη του κατσίγαρου σε φυσικούς αποδέκτες και μία ακόμη διόρθωση άλλου νομοθετήματος που αφορά τις πολυφαινόλες του κατσίγαρου και που όπως είναι σήμερα προκαλεί πρόσθετο ανυπέρβλητο πρόβλημα χωρίς λόγο.
Οι ελαιοτριβείς έχουν διακαή επιθυμία να συμμορφωθούν. Η διυπουργική επιτροπή, έστω & αν δεν κάλεσε εκπροσώπους μας, όπως όφειλε, οφείλει να αντιληφθεί το πρόβλημα και να δρομολογήσει γενναίες αποφάσεις που να επιτρέψουν οριστικές λύσεις. Με τις προτάσεις που κατατέθηκαν το περιβάλλον δε διατρέχει κίνδυνο. Άλλωστε τούτο έχει δοκιμαστεί. Όλα τα άλλα είναι επίφαση. Ευελπιστώ ότι μετά από τις κινήσεις αυτές θα προκύψει από την πολιτεία εφαρμόσιμη πρόταση, που είτε με εφαρμογή αποκλειστικά αυτής, είτε με παράλληλες επιχειρηματικές δράσεις στο νησί, όπως η αύξηση δυναμικότητας πυρηνελαιουργείου για επεξεργασία διφασικού ελαιοπυρήνα, θα λύσουν το βρόγχο.
Πολυχνιάτης Ηλίας
Χημικός,
Πρόεδρος Αγρ. Συν/σμού Μόριας
up date Αμέσως μετά τη δημοσίευση του άρθρου, ενημερωθήκαμε από το κ. Πολυχνιάτη ότι με πρωτοβουλία απ’ ό,τι φαίνεται του αντιπεριφερειάρχη κ. Βαλσαμίδη , προγραμματίστηκε συνάντηση κλιμακίου της Περιφέρειας και του κ. Πολυχνιάτη, ως εκπροσώπου των ελαιοτριβέων, με την ειδική γραμματέα τού ΥΠΕΚΑ που χειρίζεται τη σύγκληση της διυπουργικής επιτροπής, για κατ’ αρχήν συζήτηση επί των προτάσεων που κατατέθηκαν.
Κάλιο αργά παρά ποτέ...