Δάφνη Βλουμίδη: «Το αυτονόητο για μένα δεν είναι αυτονόητο για τον διπλανό μου»
«Καλά είναι τα όρια, όμως καμιά φορά καλή είναι και η υπέρβασή τους.»
«Οι φοβίες και οι φόβοι δουλεύονται και μαλακώνουν.»
Συνέντευξη της Δάφνης Βλουμίδη στη Ράνια Μπουμπουρή
Η Δάφνη Βλουμίδη γεννήθηκε το 1956 στην Αθήνα. Κάθε χρόνο, από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο, ζει στη Λέσβο. Μαζί με τον σύζυγό της, Γιάννη Τρουμπούνη, από το 1994 δουλεύουν το οικογενειακό τους ξενοδοχείο φιλοξενώντας επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο (www.votsalahotel.com). Εδώ και πολλά χρόνια συμμετέχει εθελοντικά στην προσπάθεια παροχής βοήθειας στους πρόσφυγες που φτάνουν στη Λέσβο. Το 2012 συνυπέγραψε στο Βερολίνο μαζί με Γερμανούς φίλους-πελάτες του ξενοδοχείου την ίδρυση της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης www.Odysseas.at. Σκοπός του «Οδυσσέα» είναι κυρίως η οργάνωση και η ενίσχυση εκπαιδευτικών προγραμμάτων για μετανάστες και πρόσφυγες, με ιδιαίτερο βάρος στους ασυνόδευτους ανηλίκους.
Κυρία Βλουμίδη, το Κιλόμπο, ο βρόμικος ελεφαντάκος είναι το πρώτο σας βιβλίο. Τι σας έδωσε το ερέθισμα για να το γράψετε;
Ο Κιλόμπο είναι πράγματι το πρώτο μου παιδικό βιβλίο, αλλά όχι και η πρώτη μου ιστορία. Κάθε τόσο, όταν είμαι συναισθηματικά πολύ φορτισμένη, πιάνω ένα χαρτί και γράφω ιστορίες που σκαρφίζομαι, κι όταν τα συναισθήματά μου γίνονται λόγος, γραπτός ή προφορικός, χαλαρώνω. Το ερέθισμα λοιπόν για την ιστορία του Κιλόμπο ήταν οι ορδές των δύσμοιρων προσφύγων που διέσχιζαν το νησί περπατώντας κάτω από τον καυτό ήλιο.
Δραστηριοποιείστε πολλά χρόνια εθελοντικά στην παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες που καταφθάνουν στη Λέσβο. Ποια ήταν η πιο έντονη εμπειρία σας, που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Δε νομίζω ότι μπορώ να ξεχωρίσω εύκολα κάποια έντονη εμπειρία μου, μπορώ όμως να σας πω ότι υπήρξαν πολλές φορές σ’ αυτά τα χρόνια που η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, τα μάτια μου βουρκώσανε, ο θυμός με έπνιξε και ένιωσα χαρά για κάποιες επιτυχίες. Όλα αυτά μαζί με κάνουν να κοιτάζω πίσω μου και να αισθάνομαι καλά.
«Τέλος πάντων, το να είναι κανείς βρόμικος, όπως ξέρεις, δεν είναι και μεγάλο πρόβλημα, γιατί μπορεί να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να ξεβρομίσει», γράφετε. Έχετε νιώσει ποτέ ότι, μέσα σε όλον αυτό τον καταιγισμό πληροφόρησης και παραπληροφόρησης για το προσφυγικό, θα πρέπει να τονίζονται ακόμα και τα αυτονόητα;
Ναι, όσο περισσότερο και με όποιον τρόπο ασχολούμαι –γιατί ο τρόπος που ασχολούμαι με το προσφυγικό δεν είναι πάντα ο ίδιος–, τόσο περισσότερο καταλαβαίνω ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Το αυτονόητο για μένα δεν είναι αυτονόητο για τον διπλανό μου και το αυτονόητο του διπλανού μου δεν είναι αυτονόητο για μένα. Νομίζω ότι δεν υπάρχουν αυτονόητες έννοιες.
Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που φτάνουν στη Λέσβο έρχονται αντιμέτωποι και με προκαταλήψεις, όπως π.χ. η καθαριότητα, που συζητήσαμε πιο πριν;
Το θέμα των προκαταλήψεων δεν είναι μόνο κάτι που αφορά τους πρόσφυγες ή τους μετανάστες. Έχει να κάνει με οτιδήποτε είναι διαφορετικό απ’ αυτό που ξέρουμε και, ως εκ τούτου, πολλές φορές το φοβόμαστε.
Κατά τη γνώμη σας, είναι θέμα παιδείας να κατανοούμε και να σεβόμαστε τη διαφορετικότητα; Τι παίζει ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό;
Αν δεν κατανοήσουμε τη διαφορετικότητα, δε θα την σεβαστούμε. Όμως για να κατανοήσουμε κάτι, πρέπει να το γνωρίσουμε και, για να το γνωρίσουμε, πρέπει να μας ενδιαφέρει και να θελήσουμε να ασχοληθούμε μ’ αυτό. Η παιδεία, κατά τη γνώμη μου, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, όμως δεν αρκεί. Πόσες φορές δε μάθαμε ένα σωρό πράγματα, από τα σχολικά μας χρόνια ακόμη, που όπως πολύ γρήγορα τα ξεχάσαμε; Όταν νομίζουμε ότι κάτι δεν αφορά εμάς τους ίδιους, ότι εμείς είμαστε καλύτεροι από τους άλλους, ότι σ’ εμάς δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα απ’ όσα δε μας αρέσουν, αν συνεχίσουμε να ζούμε στους κλειστούς ορίζοντες του μικρόκοσμού μας, καμία στεγνή γνώση δε θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε και να αλλάξουμε θεώρηση των πραγμάτων, άρα και στάση ζωής.
Εσείς γράψατε την ιστορία του Κιλόμπο από την οπτική γωνία της γιαγιάς, που την αφηγείται στο εγγονάκι της. Τι σας είπε, λοιπόν, η δική σας εγγονή για τον Κιλόμπο;
Εγώ έγραψα την ιστορία του Κιλόμπο, γιατί ήθελα να επικοινωνήσω με την εγγονή μου, γιατί ήθελα να της μιλήσω για έννοιες και αξίες πανανθρώπινες. Ο τρόπος λοιπόν που βρήκα, μιας και απευθυνόμουνα σ’ ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρονών, ήταν να φτιάξω αυτό το παραμύθι. Δεν το έκανα επί τούτου, βγήκε αυθόρμητα. Η εγγονή μου δε μου είπε τίποτα απολύτως, ίσως αργότερα μου πει κάτι. Ήταν όμως πολύ χαρούμενη που η γιαγιά της έφτιαξε ένα βιβλίο για εκείνη.
Τι θα θέλατε να θυμάται από το βιβλίο σας ο σημερινός μικρός αναγνώστης σας, όταν φτάσει στην ηλικία σας;
Μέχρι τώρα δεν είχα σκεφτεί κάτι, τώρα όμως που το σκέφτομαι μιας και με ρωτάτε, θα μου αρκούσε αν, σαν παππούς κι αυτός, χαζεύοντας σε ένα βιβλιοπωλείο παιδικά βιβλία για τα εγγόνια του, ανάμεσα σε άλλα διάλεγε και το δικό μου.
Ο πεινασμένος Κιλόμπο τρώει τα μπισκότα που η γιαγιά προόριζε για το εγγονάκι της και η γιαγιά δείχνει κατανόηση. Όταν όμως της ζητά κάτι άλλο που ανήκει στο εγγονάκι της, η γιαγιά είναι κάθετη στην άρνησή της και βρίσκει άλλη λύση. Πόσο σημαντικό είναι, κατά τη γνώμη σας, να θέτουμε όρια στα παιδιά;
Με ρωτάτε για κάτι που ακόμα και σήμερα δυσκολεύομαι να απαντήσω. Σίγουρα πρέπει να υπάρχουν κάποια όρια για τα παιδιά, όπως υπάρχουν και για τους μεγάλους. Όμως τα όρια του καθενός είναι διαφορετικά. Έχουν να κάνουν με τα πιστεύω του, με την ιδιοσυγκρασία του, με τις αρχές του κ.λπ. κ.λπ. Γενικώς και αορίστως καλά είναι τα όρια, όμως καμιά φορά καλή είναι και η υπέρβασή τους.
Τι θα λέγατε σε ένα μικρό παιδί για το προσφυγικό, πώς θα του εξηγούσατε τις εικόνες της εξαθλίωσης που βλέπει δίπλα του ή στην τηλεόραση;
Τόσο συγκεκριμένα για το προσφυγικό δεν ξέρω αν θα έλεγα κάτι σ’ ένα μικρό παιδί. Όλες οι έννοιες τού είναι τόσο άγνωστες! Νομίζω πως μόνο βαρεμάρα θα του προκαλούσα. Τηλεόραση θα απέφευγα όσο γίνεται να το αφήσω να δει, εκτός κι εάν επρόκειτο για κάποια εκπομπή που μαζί με τα παιχνίδια, τα βιβλία και τις ιστορίες θα το βοηθούσανε να καταλάβει πως η ζωή δεν είναι ίδια για όλους κι ότι στον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι μεγάλοι και παιδιά που ζουν διαφορετικά από εμάς.
Θα σταματήσουν, άραγε, ποτέ οι αιτίες της ανθρώπινης εξαθλίωσης;
Δε νομίζω. Μια γρήγορη ματιά στην ανθρώπινη Ιστορία, κατά τη γνώμη μου, μόνο απαισιοδοξία γεννάει.
Με αφορμή τους τελευταίους σεισμούς στη Λέσβο, πιστεύετε ότι τα παραμύθια βοηθούν τα παιδιά να ξεπεράσουν τον φόβο του σεισμού ή και κάθε άλλο φόβο;
Δύσκολο να μιλήσει κάποιος για τους φόβους των παιδιών. Δύσκολο, γιατί όπως λέω και στον Κιλόμπο, άλλα σκεφτόμαστε εμείς οι μεγάλοι κι άλλα σκέφτονται τα παιδιά. Κι έτσι, όπως η παιδική λογοτεχνία γράφεται από τους μεγάλους για τα παιδιά, «έξω από τον χορό πολλά τραγούδια…» όπως θα έλεγε και η γιαγιά μου. Βέβαια, πιστεύω πως οι φοβίες και οι φόβοι δουλεύονται και μαλακώνουν. Έτσι, όσο περισσότερα βιβλία διαβάσεις, όσο περισσότερο το παιδί μέσα από τις ιστορίες πλησιάσει τους φόβους του, όσο πιο ασφαλές κι αγαπημένο από το περιβάλλον του νιώσει, τόσο καλύτερο το αποτέλεσμα. Όμως πολλές φορές, έτσι που ο φόβος είναι κάτι το τόσο ενστικτώδες, δεν καταπολεμιέται. Για να μη φοβάσαι χρειάζεται λογική, που όμως δε λειτουργεί πάντα, όχι μόνο στα δύσκολα αλλά και στα εύκολα, όχι μόνο στα παιδιά αλλά και στους μεγάλους. Πείτε μου, γιατί εγώ φοβάμαι τόσο πολύ τις κατσαρίδες; Ξέρω ότι δεν μπορούν να με βλάψουν κι όμως παραλύω από τον φόβο μου.
Υπάρχει κάτι που σας δίνει ελπίδα στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης;
Η σημερινή Ελλάδα της κρίσης είναι η ίδια με τη χτεσινή Ελλάδα της ευημερίας και την προχτεσινή της φτώχειας. Καμιά ουσιαστική αλλαγή δε βλέπω, εκτός κι αν δεχτώ ότι το χρήμα είναι κινητήριος δύναμη των πάντων, πράγμα που δεν το δέχομαι – ξέρω ότι είμαι ρομαντική. Άρα, αισιόδοξη δεν είμαι. Πολλές φορές οι νόμοι στη χώρα μας είναι πιο προοδευτικοί από την ίδια την κοινωνία μας. Χρειάζεται τεράστια αλλαγή από τη βάση κι όχι μόνο από τα πάνω.
Να περιμένουμε σύντομα και νέο σας βιβλίο; Τι θα επιλέγατε ως θέμα;
Πολλές σκέψεις και πολλά συναισθήματα που περιμένουν να γίνουν λόγος. Ο χρόνος θα δείξει.
Σας ευχαριστούμε θερμά και σας ευχόμαστε καλή συνέχεια!
Βρείτε το Κιλόμπο, ο βρόμικος ελεφαντάκος εδώ