Skip to main content
|

Συνέντευξη της Τζώρτζιας Ρασβίτσου: «Σήμερα ταΐζουν τα εργατικά στρώματα με πατριωτισμό»

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
5'
Λέξεις Κλειδιά :
Τζώρτζια Ρασβίτσου

Η συμβολαιογράφος – συγγραφέας Τζώρτζια Ρασβίτσου μιλάει για τη ματιά που έχουν τα παιδιά στα πράγματα, αλλά και για τους πατριδοκάπηλους που ηγεμονεύουν στις μέρες μας

Το βιβλίο «Μαργαρίτα… γης μαδιάμ» της Τζώρτζιας Ρασβίτσου παρακολουθεί τη ζωή ενός 5άχρονου κοριτσιού που μεγαλώνει στην ελληνική επαρχία τον καιρό της δικτατορίας. Η συμβολαιογράφος – συγγραφέας εστιάζει και αναδεικνύει τις παθογένειες και τις δυσλειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας που αναπαράγονται μέσα στον χρόνο.

Κείμενά σας έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και σάιτ, αλλά είναι η πρώτη φορά που αποφασίζετε να εκδώσετε βιβλίο. Τι σας παρακίνησε να μπείτε στην περιπέτεια των εκδόσεων;

Πολλοί παίρνοντας στα χέρια τους τη «Μαργαρίτα», θα αναρωτηθούν γιατί ο ίδιος άνθρωπος που έχει γράψει κείμενα για την Εκκλησία, τη δικαιοσύνη, τον εκφασισμό, τον εθνικισμό, το προσφυγικό κ.λπ. να γράψει κι ένα τέτοιο βιβλίο. Το πιο αστείο βέβαια είναι ότι το βιβλίο δύσκολα κατατάσσεται σε κάποιο λογοτεχνικό είδος. Η «Μαργαρίτα» δεν μπαίνει σε καλούπια, καθώς δεν είναι ένα βιβλίο νοσταλγικό της παιδικής ηλικίας, αλλά μια πολιτική απάντηση στα ανεκπλήρωτα όνειρα, στους ανεκπλήρωτους έρωτες και στις χαμένες ψευδαισθήσεις του ενήλικου κόσμου μας. Κάτω από την ελαφρότητα της Μαργαρίτας διακρίνονται ο συντηρητισμός μιας κοινωνίας, ο ρόλος της Εκκλησίας, ο καθωσπρεπισμός και πολλοί συμβολισμοί που αναφέρονται στην εποχή, όπως η με το ζόρι εξομολόγηση κατά την οποία αρνείται να καταθέσει δήλωση μετάνοιας, τα οράματα, η αποδοχή τους και το τέλος τους, το πουλί-σύμβολο ψόφιο στα χέρια του συγκεκριμένου παιδιού, η εκθρόνιση του παιδιού από τους παρατρεχάμενους του δεσπότη, η χρήση μιας λέξης μη πολιτικά ορθής, που όμως προφέρεται με πολλή αγάπη, και άλλα, ενώ κάτω από τους μονόλογους των ενηλίκων έρπει η γελοιότητά τους. Αυτό που επιδιώκει είναι να πάρει τον αναγνώστη από το χέρι, να τον οδηγήσει στα δικά της μονοπάτια του αισιόδοξου και ειλικρινή κόσμου της και στη συνέχεια να τον αφήσει να βυθιστεί για να πάει ύστερα από λίγο να τον ξαναμαζέψει. Αυτός είναι ο στόχος του βιβλίου: να χαρίσω στον αναγνώστη τόσο την ευκαιρία μιας σύντομης επίσκεψης σε έναν τόπο που δεν μας ανήκει πια όσο και την εμπειρία της τραγικής επιστροφής που είναι όλη δική μας.

Τα γεγονότα που παρουσιάζετε φιλτράρονται μέσα από τα μάτια ενός 5άχρονου κοριτσιού. Πόσο διαφορετικά θα κυλούσε η αφήγησή σας σε περίπτωση που ο αφηγητής σας ήταν ενήλικος;

Η Μαργαρίτα μάς μεταφέρει απροσχημάτιστα αυτό που νιώθει, αυτό που καταλαβαίνει, τους φόβους και τις απορίες της. Τα ερεθίσματα γύρω της είναι πολλά. Η Μαργαρίτα ερωτεύεται φυσιολογικά και λογικά δύο Παναγιώτηδες: ο ένας είναι καλό παιδί και δεν τη βάζει φυλακή και ο άλλος είναι ένα συναρπαστικό αλάνι· είναι πολύ ευχαριστημένη με τις επιλογές της. Εδώ δεν παρουσιάζεται «εμπλοκή». Αντίθετα, η ματιά των ενηλίκων είναι θολή, οι αισθήσεις αμβλυμένες, ο κόσμος τους προβληματικός. Του λείπει η συγκίνηση. Οι ενήλικες ντρέπονται να εκτεθούν. Εξασκήθηκαν να κρύβονται και να επιδιώκουν, όμως γίνονται τόσο θλιβεροί. Ο πατέρας της Μαργαρίτας δίνει αγώνα να μη συμβιβαστεί και να μη γίνει ένα αποκρουστικό ζωύφιο σαν τη γυναίκα του, που προκειμένου να επιβιώσει σε έναν αποκρουστικό κόσμο έχει αποκτήσει τις συνήθειες των αρθροπόδων. Στον ενήλικο κόσμο υπάρχει μια στρέβλωση της επικοινωνίας. Χρησιμοποιούν τα «συμφραζόμενα» και τα «εννοούμενα» και ένας ενήλικος αφηγητής, αυτά τα εργαλεία δύσκολα θα μπορούσε να τα αποφύγει.

Αυτά τα στοιχεία της οικογένειας και της κοινωνίας που περιγράφετε παρόλο που τα τοποθετείτε στην περίοδο της δικτατορίας δεν έχουν εξαλειφθεί σήμερα. Τι είναι αυτό πιστεύετε ότι κρατάει την ελληνική κοινωνία δέσμια του παρελθόντος της;

Πατρίς – θρησκεία – οικογένεια. Ενα ένα δεν ενοχλούν. Ο συνδυασμός και των τριών όμως θυμίζει βαθύ κράτος! Δυστυχώς σήμερα τα λαϊκά στρώματα εν πολλοίς είναι δέσμια του συντηρητισμού. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη χώρα μας. Ταΐζουν τα εργατικά στρώματα με πατριωτισμό και σημαίες και σταυρούς και μεγάλες ιδέες, γιατί συμφέρει στ’ αφεντικά το εργατικό δυναμικό να τρέφεται με μεγάλες ιδέες και όχι με ψωμί. Οι πολιτικές δυνάμεις που τους σέρνουν στον εθνικισμό ποτέ δεν θα ενδιαφερθούν για τα εργασιακά δικαιώματα, ανήκουν σε άλλες τάξεις, έχουν άλλα συμφέροντα κι ας κρύβονται πίσω από τις σημαίες σαν να είναι τα φουστάνια της μαμάς τους κι ας σταυροκοπιούνται. Δεν έχουμε προχωρήσει και πολύ από τότε. Το τρίπτυχο Εκκλησία – αστυνομία – δικαιοσύνη δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη. Το εργατικό κίνημα είναι αποδυναμωμένο. Η ταξική συνείδηση έχει μπουρδουκλωθεί. Η κοινωνία είναι φοβική και ευμετάβλητη. Ξεκάθαρες πολιτικές θέσεις δεν υπάρχουν. Ενα ιδεολογικό αλαλούμ που συχνά κινείται ανάποδα προς την κοινωνία. Υπάρχουν πολλοί ανοιχτοί λογαριασμοί και καμία διάθεση αυτοκριτικής ούτε καν από την ίδια την Εκκλησία για τον ρόλο της στα πολιτικά πράγματα εκείνους τους δύσκολους καιρούς. Εχουμε πολύ δρόμο ακόμη και είναι νωρίς να νιώθουμε κουρασμένοι.

Η ελληνική επαρχία στις αρχές της δεκαετίας του ’70 δεν φαίνεται να είναι τόσο αθώα όσο αφήνουν να εννοήσουν οι υποστηρικτές της άποψης «τότε κοιμόμασταν με τις πόρτες ανοιχτές»…

Πόρτες ανοιχτές και στόματα κλειστά. «Λίγα λόγια, πολλά δόντια», έτσι έλεγαν τότε και ίσχυε. Και χαρτόνια στα τζάμια για να μη βλέπεις την αστυνομία που έπαιρνε νύχτα τον γείτονά σου για τα ξερονήσια. Τότε εγκληματούσε το κράτος: επίορκοι δικαστές, επίορκοι αξιωματικοί και επίορκοι χωροφύλακες. Και ποιοι νοσταλγούν σήμερα εκείνα τα χρόνια; Εκείνοι που πετούν πέτρες για να σκοτώσουν τους πρόσφυγες, εκείνοι που κλοτσούν τους ομοφυλόφιλους, εκείνοι που κυκλοφορούν με σουγιάδες και σιδηρογροθιές, εκείνοι που βρίζουν χυδαία στο διαδίκτυο και την ώρα της δίκης πονάει η μέση τους; Πρόκειται για στοιχεία εγκληματικά. Ομως, προσέξτε, κανείς δεν αποθρασύνετε έτσι αν δεν έχει πλάτες.

Στο βιβλίο σας εμπεριέχονται και δικές σας βιωματικές στιγμές;

Το υλικό κάπου υπάρχει λίγο πολύ στον καθένα μας. Οι περισσότεροι της γενιάς μου ίσως αναγνωρίσουν τις γιαγιάδες τους ή τις γειτονιές τους. Οι ιστορίες όμως είναι φανταστικές. Η Μαργαρίτα είναι ένα τυχερό μοναχοπαίδι με δύο γονείς, δύο γιαγιάδες και έναν παππού και ζει σε μια λειτουργική οικογένεια. Δεν είναι όμως όλα τα παιδιά τόσο προνομιούχα. Μπορεί όμως να έχουν φαντασία και καλούς φίλους. Τους Μαρήδες για παράδειγμα.

Παττακός, σταυρός, Μαρξ και Σίμος δένουν αντιστικτικά στο εξώφυλλο του βιβλίου σας: «σκληρές» ορίζουσες για μια παιδική ηλικία, έτσι δεν είναι;

Το εξώφυλλο του Χρήστου Παρασκευαΐδη είναι ένας «μπαχτσές». Βέβαια στη Λέσβο όπου ζω ο σταυρός και ο Μαρξ μέχρι πρόσφατα τα πήγαιναν πρίμα. Τα κόκκινα χωριά του νησιού είναι τα χωριά που βρίσκονται τα προσκυνήματα και αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού οι άνθρωποι αυτοί κατάλαβαν τον Μαρξ και ασπάστηκαν τον κομμουνισμό μέσα από τους αγίους τους. Ηταν ένα περίεργο πάντρεμα, αλλά καθόλου αταίριαστο αν το καλοσκεφτείτε. Ο Σίμος ήταν το φάντασμα της ελευθερίας και του αυθορμητισμού. Και ο Παττακός από μόνος του ένα μάθημα πολιτικής καρικατούρας. Ενα παιδί δεν μπορεί να διακρίνει την αυτοτέλειά τους, έχει όμως έναν δικό του τρόπο να τα αναπαράγει και να τα ερμηνεύει.

Συγγραφέας ή συμβολαιογράφος; Πώς συνταιριάζετε δύο τόσο διαφορετικές ιδιότητες;

Η συγγραφή είναι σαν περούκα. Οποιοσδήποτε μπορεί να τη φορέσει. Σε άλλους κάθεται καλά, σε άλλους όχι. Αλλοι πάλι τη φοράνε στραβά και τους πάει. Γούστα... Ο τίτλος του συγγραφέα είναι καταπιεστικός, όπως και οι περισσότερες ευγενείς ιδιότητες. Γράφω συμβόλαια, γράφω άρθρα, έγραψα και τη «Μαργαρίτα», αλλά συνάδελφοί μου παραμένουν οι συμβολαιογράφοι.

 

 

Παναγιώτης Φρούντζος/ https://www.documentonews.gr

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία