Φρίξος Πρωτογερέλλης... η τελευταία συνέντευξη
Φρίξος Πρωτογερέλλης
"Έφυγε" με το βάρος ενός αιώνα ιστορίας και αγώνων
"Έφυγε" σήμερα τα ξημερώματα από την ζωή στα 97 του χρόνια το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς, από την Θερμή της Λέσβου, Φρίξος Πρωτογερέλλης.
Στην μνήμη του δημοσιεύουμε την τελευταία συνέντευξη που έδωσε στο δημοσιογράφο Νάσο Μπράτσο και στην ιστοσελίδα της ert.gr, στις 5 Οκτωβρίου του 2019 με τίτλο: “Φρίξος Πρωτογερέλλης: Η περιπετειώδης διαφυγή από τη Μυτιλήνη το Φλεβάρη του 1942”.
Θα μπορούσε να είναι κινηματογραφική ταινία ο τρόπος που ο Φρίξος Πρωτογερέλλης, γεννημένος το 1923, διέφυγε από την κατακτημένη από τους Γερμανούς Λέσβο το Φλεβάρη του 1942 για να ενταχθεί στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής. Τον συναντήσαμε και μας διηγήθηκε τα όσα έζησε εκείνη την περίοδο, ενώ η μετακατοχική Ελλάδα και μετά τον εμφύλιο και στη δικτατορία του 1967-1974 τον «αντάμειψε» με φυλακίσεις και διώξεις.
-Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν στην απόφαση να φύγετε από τη Λέσβο, το Φλεβάρη του 1942;
-Οι λόγοι που οδήγησαν στη φυγή μας, ήταν η πείνα, αλλά και η διάθεση να ενταχθούμε στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής και να πολεμήσουμε τους κατακτητές. Κλέψαμε μία βάρκα και φύγαμε τρεις, εγώ, ο Ξενοφών Ιωάννου και ο Μαρίνος Βόμβας. Ο Ιωάννου ήταν Κύπριος, όπως και ένας Ευγένιος, που τελικά δεν μας ακολούθησε. Οι Κύπριοι ήταν ενταγμένοι στο στρατό των Εγγλέζων είχαν και το σχετικό βιβλιάριο. Εγώ έκλεβα σύκα και μαζεύαμε και χόρτα και τους συντηρούσαμε γιατί αν τους έπιαναν οι Γερμανοί θα τους εκτελούσαν.
Διαφυγές γινόταν και με οργανωμένο τρόπο με ναύλο και καπετάνιο και πήγαιναν στην Τουρκία. Εκεί υπήρχε η εξής κατάσταση, η χώρα αυτή εμφανίζονταν ουδέτερη στον πόλεμο, αλλά όσους έπιαναν στις ακτές απέναντι από τη Μυτιλήνη, τους ξαναστέλνανε πίσω και τους φυλάκιζαν οι Γερμανοί, ενώ εκτελούσαν και αρκετούς. Υπάρχει σχετικό μνημείο στην περιοχή Τσαμάκια της Μυτιλήνης.
Στις περιοχές της Τουρκίας που ήταν πιο νότια Σμύρνη, Κουσάντασι, κλπ δεν υπήρχε τόσο αυστηρή αντιμετώπιση, έτσι Χιώτες, Σαμιώτες, Ικαριώτες δεν αντιμετώπισαν την απειλή της αναγκαστικής επιστροφής και εκτέλεσης τόσο έντονα όσο έγινε στη Λέσβο και διοχετεύονταν πιο εύκολα στην Κύπρο και τη Μέση Ανατολή.
-Πως οργανώθηκε η διαφυγή;
-Τα ξέραμε αυτά που γίνονταν απέναντι και θέλαμε να πάμε πιο νότια από το Αϊβαλί και το Δικελί που ήταν απέναντι από τη Μυτιλήνη, κοντά στα 10-12 μίλια απόσταση. Ο πατέρας του Μαρίνου είχε μία «τρύπα», ένα υποτυπώδες καφενεδάκι στο λιμάνι, όπου είχε κρύψει δύο κουπιά, ένα κοντό και ένα μακρύ. Κλέψαμε μία βάρκα από το λιμάνι, παρά τη φύλαξή του από τους Γερμανούς, γιατί μας διευκόλυνε ένα σανίδωμα που υπήρχε για να βγαίνουν οι βαρκάρηδες και κωπηλατήσαμε προς νότο όπου 2-3 χιλιόμετρα πιο κάτω είχα κρύψει κάτω από φύκια δύο κανονικά κουπιά. Τα βρήκαμε και συνεχίσαμε με αυτά. Ο καιρός ήταν μπουνάτσα. Μετά από κωπηλασία δύο ημερών και δύο νυχτών, όπου ο Κύπριος δεν τράβαγε κουπί γιατί έλεγε ότι δεν ήξερε, μας έπιασε καιρός, δυνατός αντίθετος άνεμος και βγήκαμε σε ένα νησάκι τούρκικο που ήταν ακατοίκητο και εκεί έβοσκαν βουβάλια. Κοιμηθήκαμε και ήμασταν σε αθλία κατάσταση. Ο καιρός μας έλυσε τη βάρκα και την πήρε, έτσι μείναμε πάνω στο νησάκι.
-Τι κάνετε τότε;
-Βγαίναμε και φωνάζαμε «Εφέντη – εφέντη» σε τούρκικα πλεούμενα που πέρναγαν, αλλά ενώ μας έβλεπαν δεν ερχόταν κανείς. Νερό ήπιαμε από ένα έλος που έπιναν τα βουβάλια, σε μία γωνιά έδειχνε λίγο πιο καθαρό, αλλά και πάλι δεν ήταν καλής ποιότητας.
Σκέφτηκα να πάω κολυμπώντας στην απέναντι ακτή και να καλέσω σε βοήθεια, αλλά μετά από περίπου 200 μέτρα κολύμβησης είδα ότι δεν θα τα κατάφερνα, είχε πολύ κύμα, τον καιρό κόντρα και πολύ κρύο, ήταν Φλεβάρης του 1942 ο πιο δύσκολος χειμώνας της κατοχικής περιόδου, έτσι γύρισα και μάλλον αυτό μας έσωσε γιατί όπως είπαμε στις περιοχές αυτές γύριζαν τους Έλληνες πίσω στους Γερμανούς και αυτοί εκτελούσαν. Εκείνες τις μέρες φάγαμε μία χελώνα, ωμή. Τελικά ήρθε ένα απόσπασμα με τσανταρμάδες (στρατοχωροφυλακή) όπου ο επικεφαλής φόραγε πολιτικά και μίλαγε ελληνικά. Μας πήγαν σε μία ομάδα 15 Πλωμαριτών (καπετάνιος ένας Τσακνιάς) που είχαν βάρκα με πανί και τους είχαν δείρει οι Τούρκοι. Εκεί ένας επικεφαλής μας έβρισε στα ελληνικά «τι νομίζετε ρε π……ες, ότι θα πάτε στους Εγγλέζους για να πολεμήσετε τους Γερμανούς». Η τοποθεσία λεγόταν Ατζανός.
-Τι επακολούθησε;
-Μας έβαλαν πάλι στη βάρκα των Πλωμαριτών και τους 18 (3 εμείς και 15 αυτοί) και με τη συνοδεία άλλης βάρκας με Τούρκους ενόπλους μας πήγαν στο όριο των θαλασσίων συνόρων και μας είπαν να γυρίσουμε στη Μυτιλήνη. Οι Πλωμαρίτες ήθελαν να γυρίσουμε και εμείς όχι και τότε μπλόφαρα και είπα ότι θα πέσουμε στη θάλασσα και ότι αν έπιαναν οι Γερμανοί τον Κύπριο θα τον εκτελούσαν. Εκεί πάγωσαν και τελικά πείστηκαν να κατευθυνθούμε σε μία πιο νότια περιοχή της Τουρκίας. Χάλασε ο καιρός μας έσπασε το κουπί και τους πείσαμε να πάμε στη νησάκι που είχαμε μείνει 8 μέρες. Εκεί επισκευάσαμε το κουπί,είχαμε ξύλα και καρφιά και ψήσαμε αχιβάδες για να φάμε. Τελικά φύγαμε από εκεί κάποτε βγήκαμε στη στεριά και ο βαρκάρης με άλλον έναν επέστρεψαν στο Πλωμάρι, αλλά μερικούς μήνες μετά τον είδα το βαρκάρη στη Μέση Ανατολή.
Βρήκαμε μία μεγάλη αποθήκη με σανό και κοιμηθήκαμε εκεί. Το πρωί είδαμε έναν Τούρκο πάνω σε ένα μουλάρι και τον πλησιάσαμε και τον ενημερώσαμε. Μας είπε να τον ακολουθήσουμε και μας πήγε σε έναν οικισμό όπου είδα ένα κτήριο με ταμπέλα καρακόλ (αστυνομία). Πρόσεξα ότι ο Τούρκος αξιωματικός φορούσε εγγλέζικα άρβυλα. Εκεί μας φιλοξένησαν, μας τάισαν ψητό κατσίκι και επειδή πολλοί ήταν από τη Μυτιλήνη που είχαν φύγει με ανταλλαγή πληθυσμών μας ρωτούσαν για κοινούς γνωστούς. Είχαμε βγει στις Νέα Φώκαια και μετά μας πήγαν στην Παλαιά Φώκαια. Μείναμε λίγες μέρες στο κρατητήριο και μετά μας πήγαν στον Τσεσμέ. Εκεί υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες, ελάχιστοι σε στρατεύσιμη ηλικία, ήταν πολλά γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι. Κοιμηθήκαμε σε άθλια ερειπωμένα κτήρια, εκεί είδα και πρώτη φορά ψείρες.
-Ποια ήταν η συνέχεια της διαδρομής;
-Τους στρατεύσιμους μας πήγαν από τον Τσεσμέ στη Σμύρνη, εκεί μας βοήθησε ο Έλληνας πρόξενος και τελικά μπήκαμε σε ένα καΐκι που δήθεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα, αλλά μας πήγε στην Κύπρο στην Κερύνεια, ενώ ταξιδεύαμε κρυμμένοι για να μην μας δουν τα γερμανικά αεροπλάνα. Στην Κύπρο μείναμε 8-10 μέρες, ντυθήκαμε φαντάροι και μας πήγαν στην Παλαιστίνη για εκπαίδευση. Εκεί εντάχτηκα στη δεύτερη ταξιαρχία του ΒΕΣΜΑ (ο βασιλικός στρατός της Μ. Ανατολής), η πρώτη είχε ήδη πολεμήσει στο Ελ Αλαμέιν, με δικιά της πίεση να πάει στο μέτωπο, γιατί οι Εγγλέζοι ήθελαν τον ελληνικό στρατό να διατηρηθεί για τις μεταπολεμικές εξελίξεις σαν στήριγμα του βασιλιά. Ακολούθησε η αντιφασιστική εξέγερση του στρατού η παρέμβαση των Εγγλέζων, (ήμουν μπροστά στο περιστατικό της εκτέλεσης εν ψυχρώ του στρατιώτη Πυγμαλίωνα Παπαστεργίου), το κλείσιμο στα «σύρματα», που είναι μία άλλη μεγάλη ιστορία εκείνης της περιόδου.
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος