Άρθρα - Γνώμες

01/12/2016 - 05:32

Φωτογραφίζοντας έναν ευγενή Πρόεδρο στη Μυτιλήνη

trong>Ο διεθνής εικαστικός και φωτογράφος Δημήτρης Γέρος γράφει για τον Κωστή Στεφανόπουλο (1926-2016), που συνάντησε και φωτογράφισε δέκα χρόνια πριν στη Μυτιλήνη

 

Τον Κωστή Στεφανόπουλο τον φιλοξενούσε στη Μυτιλήνη, για ολιγοήμερες διακοπές, στην αρχή του φθινοπώρου του 2006, ο φίλος μου, παλαίμαχος πολιτικός Δημήτρης Νιάνιας, ο οποίος δεν ζει πια.

Ο Δημήτρης Νιάνιας με είχε καλέσει ένα βράδυ να δειπνήσουμε μαζί, αλλά εγώ δεν μπορούσα γιατί είχα μια άλλη υποχρέωση. Τον παρακάλεσα, όμως, να μεταφέρει στον Πρόεδρο την επιθυμία μου να τον φωτογραφίσω.

Την επομένη το πρωί μού τηλεφώνησε η γυναίκα του Νιάνια, η Ιωάννα, για να μου πει ότι «ο κύριος Πρόεδρος με περιμένει μετά χαράς κατά τις έντεκα» της ίδιας ημέρας.

Οταν έφτασα, ο Κωστής Στεφανόπουλος καθόταν στον καναπέ του καθιστικού και διάβαζε μια εφημερίδα. Ηταν ντυμένος εντελώς αδιάφορα, με ρούχα που δεν έδειχναν να είναι ακριβά, και νομίζω πως θα υπήρχαν στην ντουλάπα του αρκετά χρόνια. Είχε ξυπνήσει όπως κάθε ημέρα κατά τις εννιά, είχε πάρει πρωινό, είχε ποδηλατήσει για καμιά ώρα στον επαρχιακό δρόμο και είχε επιστρέψει σώος, χωρίς να τον έχει τρακάρει κανένα αγροτικό αυτοκίνητο. Από τους φίλους μου έμαθα ότι τις περισσότερες ώρες του τις περνούσε στο σπίτι διαβάζοντας ιστορικά βιβλία και λύνοντας σταυρόλεξα.

Θέλοντας να του δείξω την εκτίμησή μου και να τον ευχαριστήσω για την επιθυμία του να τον φωτογραφίσω του πρόσφερα δύο από τα βιβλία μου, έναν τόμο με τη ζωγραφική και έναν τόμο με τις φωτογραφίες μου. Ξεφύλλισε πρώτα τον τόμο με τις φωτογραφίες που έχει τον τίτλο «Periorasis». «Τι σημαίνει ο τίτλος;» με ρώτησε. «Από το περιορώ, τριγυρνώ και βλέπω» του απάντησα. Παρατηρούσε μ' ενδιαφέρον, μια μια, τις φωτογραφίες που απεικόνιζαν τοπία και ανθρώπους από διαφορετικά μέρη του κόσμου. «Μου αρέσουν οι αντιπαραθέσεις που κάνετε» μου είπε. Μετά πήρε το άλλο βιβλίο με τη ζωγραφική μου. «Τι εννοείτε "Παιχνίδι για δύο";» με ξαναρώτησε βλέποντας έναν πίνακά μου που παρίστανε ένα μπιλιάρδο που ανάμεσα στις στέκες του υπήρχε ένα κόκκινο μήλο. «Η διεκδίκηση της γνώσεως από τους δύο παίκτες» απάντησα. «Πρέπει να σας ομολογήσω, κύριε Γέρο, ότι η συμβολική ζωγραφική δεν μου αρέσει» μου είπε με ύφος εισαγγελέως. «Αν δεν υπήρχε, όμως, ο τίτλος μπορεί και να σας άρεσε» του είπα. «Α, βεβαίως», μου απάντησε, «είναι τόσο καλοφτιαγμένο και είναι πολύ ωραία αυτή η αντίθεσις του κόκκινου επάνω στην πράσινη τσόχα, αλλά ο τίτλος πάντως με εμπέρδεψε».

Επειδή η ημέρα ήταν πολύ όμορφη του ζήτησα να τον φωτογραφίσω έξω, στον μεγάλο και περιποιημένο κήπο. «Θα με φωτογραφίσετε μπούστο;» με ρώτησε. «Θα προτιμούσα, αν δεν έχετε αντίρρηση, να σας κάνω ολόσωμο» του είπα. «Α, μα τότε θα πρέπει να ανέβω να αλλάξω παντελόνι». «Δεν θέλω, κύριε Πρόεδρε, να σας βάλω σε κόπο», του είπα, «μπορώ να τα καταφέρω και έτσι». «Μα, τι λέτε, μου κάνετε τέτοια τιμή να με φωτογραφίσετε και να μη σας δώσω τη χαρά να το κάνετε όπως το έχετε σχεδιάσει; Αλλάζω παντελόνι και επιστρέφω» μου είπε. Ασφαλώς κάποιος που δεν γνωρίζει ποιον άνθρωπο περιγράφω θα βρίσκει υπερβολικές όλες αυτές τις ευγένειες, όμως νομίζω πως όλοι οι ενημερωμένοι Ελληνες θα κατανοήσουν ότι πρόκειται για την αυθόρμητη συμπεριφορά του μόνου Προέδρου που άφησε σε όλους μας τις καλύτερες εντυπώσεις.

Οταν, λοιπόν, ο Πρόεδρος κατέβηκε και κάθισε στην πολυθρόνα, διέκρινα κάποια αμηχανία, γι' αυτό και άρχισα να του μιλάω για διάφορα θέματα προκειμένου να ξεχαστεί και να καταφέρω σιγά σιγά να τον κάνω να αποβάλει την εικόνα του ανέμελου κυρίου που απολαμβάνει τις διακοπές του και να μου δείξει ξανά τον παλιό, δραστήριο πολιτικό με τη σπινθηροβόλα ματιά. «Με ασπρόμαυρο φιλμ με φωτογραφίζετε;». «Εναλλάξ», του απάντησα, «περισσότερο χρησιμοποιώ το ασπρόμαυρο, αλλά θα κάνω και λίγα με έγχρωμο». «Εμένα μου αρέσουν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες» μου είπε. Ξαφνικά, όμως, σηκώθηκε, και ζητώντας μου συγγνώμη πήγε προς το ποδήλατο που το χτυπούσε ο ήλιος για να το μεταφέρει κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου. Αμέσως έστειλα τον βοηθό μου για να το μετακινήσει, αλλά ο Πρόεδρος δεν τον άφησε και επέμεινε να το τακτοποιήσει μόνος του. Παρότι το ποδήλατο δεν ήταν δικό του, αλλά του το είχε δανείσει κάποιος Μυτιληνιός, και παρότι το δίτροχο δεν θα πάθαινε τίποτε αν έμενε λίγη ώρα στον ήλιο, εκείνος έσπευσε, με την ευσυνειδησία που τον διέκρινε, να το προστατεύσει, αρνούμενος μάλιστα και τη βοήθεια του νεαρού βοηθού μου.

Οταν επέστρεψε στην πολυθρόνα, ακούμπησε αυθόρμητα το κεφάλι στο χέρι του και ο Δημήτρης Νιάνιας που τον είδε από μακριά τού ζήτησε να μείνει σ' αυτήν την πόζα για να φωτογραφηθεί ως σκεπτόμενος. «Κολοκύθια, τι, σκεπτόμενος εγώ;...» είπε με μετριοφροσύνη. «Νομίζω, κύριε Πρόεδρε, ότι επιδιώκετε επαίνους και κομπλιμέντα τη στιγμή που έχετε την εκτίμηση όλων των Ελλήνων» του είπα. «Μα, υπάρχει ωραιότερο κομπλιμέντο από αυτό που μόλις τώρα μου εκάνατε;» και παρέμεινε με το κεφάλι στηριγμένο στο αριστερό του χέρι για να τραβήξω τη σκηνή. «Ολο στην ίδια πόζα νομίζω πως με φωτογραφίζετε» μου είπε, υπολογίζοντας, φαίνεται, το χρονικό διάστημα που καθόταν στην πολυθρόνα. Του εξήγησα ότι η πόζα μπορεί να είναι η ίδια, αλλά οι λήψεις ήταν από διαφορετικές γωνίες, άλλοτε κοντινές κι άλλοτε μακρινές.

Οταν αργότερα, για να αλλάξουμε πόζα, σηκώθηκε όρθιος, δεν ήξερε τι να κάνει με τα χέρια του και ζήτησε τη βοήθειά μου. Προτού του προτείνω κάτι, πήγε να τα βάλει στις τσέπες του, αλλά τα τράβηξε αμέσως. «Α, όχι», μου είπε, «δεν μου αρέσουν τα χέρια στις τσέπες» και τα άφησε παράλληλα στο σώμα του. Μετά ακούμπησε στον κορμό ενός δέντρου, μετά πάνω σε ένα μαρμάρινο τραπέζι, έπειτα τα έπιασε πίσω από τη μέση του, και στο τέλος τα έβαλε ξανά στις τσέπες! «Τουλάχιστον εσείς δεν ενοχλείσθε που σας φωτογραφίζω με τη μηχανή από χαμηλά, όπως ο Γκορ Βιντάλ που νόμιζε ότι έτσι θα φαίνονταν τα προγούλια του» είπα. «Εχω δει για αυτόν στην τηλεόραση ένα πολύ ωραίο φιλμ» μου είπε. «Μα είναι σπουδαίος συγγραφέας», απάντησα, «αλλά παρά τα ογδόντα του ενδιαφερόταν ακόμη για το πώς θα δείχνει στις φωτογραφίες». «Κι εγώ ογδόντα είμαι» μου είπε μάλλον απορημένος που δεν το γνώριζα. «Εχετε την ίδια ηλικία με τον κύριο Νιάνια;» τον ρώτησα. «Εκείνος είναι μεγαλύτερος από εμένα», είπε και συνέχισε γελώντας, «αλλά μη σας ξεφύγει».

Στο διάστημα που ήμουν μαζί του ήρθε μια ηλικιωμένη αρχοντοχωριάτισσα για να του φέρει γλυκά που είχε φτιάξει η ίδια, αλλά δεν μας διέκοψε, και επίσης κάποιο στέλεχος, από το πάλαι ποτέ κόμμα του, που αναπαυόταν παράμερα σε μια πολυθρόνα και περίμενε να τελειώσουμε τη δουλειά μας για να του μιλήσει. Ηρθε, επίσης, και ένας κλασικός τσοπάνης, αλλά χωρίς να έχει συναίσθηση της θέσεώς του, να υποβάλει τα σέβη του, τα οποία κατέληξαν με την προτροπή ανθρώπου που έχει πρόβλημα με τον ανδρισμό του: «Να κρατάτι, κυρ Πρόεδρι, ισείς τς παραδόσεις γιατί γιουμίσαμε ούλου άντρις μι σκλαρίκια»!

Είχα κάνει αρκετές λήψεις και παρότι, όπως σε κάθε φωτογράφιση, δεν ήμουν βέβαιος ότι είχα συλλάβει την καλύτερη στιγμή του, αποφάσισα να σταματήσω γιατί φοβήθηκα πως, αν τον είχα κουράσει, η ευγένειά του δεν θα του επέτρεπε να μου το πει.

«Μην ξεχάσετε, σας παρακαλώ, να μου στείλετε μια-δυο από τις φωτογραφίες και να έλθετε από τη Βαλαωρίτου να σας δω» μου είπε καθώς με αποχαιρετούσε.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Μοιράσου το άρθρο!