Βάσος Ι. Βόμβας, Αναμνησιολογία – Η διαδρομή μιας ζωής, Εκδ. Μύθος 2020
Αναμνησιολογία, μια λέξη υβριδική. Δεν υπάρχει στα λεξικά. Είναι εφεύρεση του συγγραφέα Βάσου Ι. Βόμβα για να μιλήσει για μια εποχή που ούτε και εκείνη υπάρχει πια. Είναι όμως χαραγμένη στη μνήμη βαθιά.
Ο Βάσος Βόμβας, αφού τελείωσε το γυμνάσιο στη Μυτιλήνη, σπούδασε Νομικά στη Θεσσαλονίκη, άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα και, αφού συνταξιοδοτήθηκε, ασχολήθηκε με το πάθος του που ήταν η Λογοτεχνία, οι Τέχνες, και η Λαογραφία της Λέσβου, κυρίως όμως το αρχείο του ποιητή πατέρα του Γιάννη Αλύτη-Βόμβα, του οποίου εξέδωσε τα Ποιήματα 1937-1977, καθώς και τον τόμο Οι φίλοι μου και εγώ. Γάμματα-Πεζά-Ποιήματα (εκδ. Σμίλη 2007 και 2013 αντίστοιχα). Φρόντισε ακόμα για τη διεθνή αναγνώριση του έργου του πατέρα του, το οποίο μεταφράστηκε στα ιταλικά από τον ελληνιστή Κρεσέντσιο Σανζίλιο και δημοσιεύτηκε στο ιταλικό περιοδικό Fermenti. Επίσης επιμελήθηκε την έκδοση των Ανθών του Κακού του Μπωντλαίρ, από τον Αντώνη Πρωτοπάτση (εκδ. Σμίλη 2019), δημοσίευσε ένα μέρος του λαογραφικού αρχείου που αφορά το έθιμο του κλήδονα, όπου πρωτοστατούσε ο πατέρας του, και αξιοποιήθηκε από τον Παναγιώτη Σκορδά στο βιβλίο του Τα αδιάντροπα, (εκδ. Μύθος 2017). Ο Βάσος Βόμβας γενναιόδωρα, γενναιόψυχα θα ανταμείψει τους φίλους και θα αποδώσει τιμές στους αγαπημένους του. Και το βιογραφικό του αυτό σημείωμα είναι η συμπύκνωση της Αναμνησιολογίας του ή η Αναμνησιολογία του είναι η ανάλυση του βιογραφικού του.
Ο λόγος για την ανάμνηση, λοιπόνˑ γι’ αυτή τη βασανιστική γλυκιά ή πικρή ικανότητα του εγκεφάλου να επαναφέρει στο προσκήνιο ό,τι ο χρόνος έχει απωθήσει και να ξυπνάει εντονότερα, όταν μεγαλώνουμε, όταν μας φεύγει η νιότη, η ομορφιά, με λίγα λόγια, η ζωή. Τότε ξαναθυμόμαστε τις όμορφες μέρες, αλλά και τις άσχημες, που κι αυτές δικές μας είναι, ξανακερδίζοντας τον χαμένο χρόνο.
Κάπως έτσι ο Μαρσέλ Προυστ, δυστυχής, άρρωστος, ασθματικός, σακατεμένος άρχισε να θυμάται. Την αφορμή του έδωσε ένα φλυτζάνι τσάι και ένα μικρό γλυκάκι, μια μικρούλα μαντλέν, που του έδινε η θεία Λεονί να το βουτήξει μέσα, πριν ο μικρούλης Μαρσέλ βγει έξω για την κυριακάτικη λειτουργία. Και αυτό ήταν σαν Θεία Κοινωνία.
Για τον Βάσο Βόμβα ποια είναι Θεία Κοινωνία;
Κοιτάζω τη φωτογραφία στο εξώφυλλο του βιβλίου και βλέπω το μικρό παιδάκι με τον πατέρα του. Νομίζω πως αυτή η φωτογραφία αντιστοιχεί σε μια ανάλογη του Προυστ. Αστός ο Μασρέλ, αστός και ο Βάσος. Άψογο ντύσιμο πατέρας και γιος. Φυλλομετρώ το βιβλίο, αρχικά, σαν άλμπουμ. Οι νεόνυμφοι γονείς. Εκείνος κομψός, στυλάτος, ποζάτος, χολυγουντιανό στιλ. Εκείνη ντελικάτη και πανευτυχής μέσα στο λευκό νυφικό της «μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο», όπως έβλεπε και ο Ελύτης τη δική του μητέρα. Άλλη φωτόγραφία: Ο πατέρας, η πανέμορφη μητέρα και το αγοράκι, σαν αγία οικογένεια. Πιο μέσα, το μικρό παιδάκι με ένα μεγάλο βιβλίο στα χέρια, διαβάζει, δηλαδή ποζάρει, δηλαδή ετοιμάζεται για ό,τι πρόκειται να γίνει στο μέλλον. Σε άλλη σελίδα, σκίτσο φιλοτεχνημένο από τον Αντώνη Πρωτοπάτση με τον Βάσο σε ηλικία εφτά ετών. Ο χρόνος τρέχει. Νεαρός φοιτητής στα σκαλιά της Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με άλλους πολλούς φερέλπιδες συμφοιτητές του. Πιο πέρα, καλοκαίριˑ ξένοιαστο ντύσιμο, η παρέα των νεαρών με τα ανοιχτά πουκάμισα, τα όνειρα στη καρδιά και τα πλατιά χαμόγελα, σκαρφαλωμένοι στην παραλία όλοι σ’ ένα κομμένο δέντρο, κοιτάζουν το μέλλον που ερχόταν δυναμικά. Οικογενειακές παρέες, οι γυναίκες με τα ταγιέρ, τις βάτες στους ώμους και τους αλά Μπάιρον γιακάδες τους. Σαράντα χρόνια μετά θα ξαναγίνονταν μόδα. Η αντροπαρέα με καλοραμμένα κοστούμια και γραβάτες, αστοί καλοταϊσμένοι, χορτάτοι, καλοδιαβασμένοι, καλιεργημένοι. Επαγγέλματα αστικά, δικηγόροι, συγγραφείς, καλλιτέχνες. Πιάνο κιθάρες, ακορντεόν, τραγούδια και χοροί. Θα έλεγες πως οι φωτογραφίες τους είναι παραλλαγή των πινάκων του Ρενουάρ, όπου χαρούμενοι άνθρωποι απολαμβάνουν το καλό φαγητό και πιοτό, τον ήλιο και τον έρωτα. Μια Μπελ Επόκ μετατοπισμένη ανατολικότερα, από το Παρίσι στη Μυτιλήνη, από το 1900 στο 1930.
Σ’ ένα νησί με αρχαία παράδοση και σύγχρονη άνθιση γραμμάτων και τεχνών που την είπανε Λεσβιακή Άνοιξη. Η Αθήνα την ίδια εποχή είναι επαρχία. Η Λέσβος έχει καλλιτεχνική αυτονομία. Δεν παρακολουθεί το κέντρο, παίρνει τα μηνύματα κατευθείαν απέξω. Είναι αυτάρκης και αισθάνεται την απόλαυση με την οποία την έχει προικίσει η φύση και οι συγκυρίες.
΄Όπως προκύπτει από την Αναμνησιολογία του Βόμβα, τίποτα δεν φαίνεται υπερβολικό. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, μια εκλεκτή παρέα, ο κύκλος της οικογένειας Βόμβα ή αυτό που λέει ο ποιητής «είμαστε από καλή γενιά». Με τον πόλεμο όμως όλα ανατρέπονται. Ο πατέρας φεύγει στο μέτωπο αλλά και από εκεί δεν παύει να στέλνει γράμματα και ποιήματα στον Τρίβολο, εφημερίδα της Μυτιλήνης. Έρχεται η Κατοχή. Η παρέα συνεχίζει τα γλέντια της κόντρα στα εθνικά δεινά, αλλά θα ενταχθεί και στο ΕΑΜ. Μικροί και μεγάλοι τραγουδούν:
Πάνω στην όμορφη Λέσβο δεν είναι πια Γερμανοί.
Δεν μας σκιάζει τον ήλιο μαυρίλα φασιστική
Κι ο μικρός Βάσος μαζί με τα άλλα αετόπουλα :
Μ’ ατρόμητη καρδιά, περήφανα Ελληνόπουλα και του λαού παιδιά.
Μετά, θα αρχίσουν οι διώξεις, η απόλυση του πατέρα από τη Νομαρχία, η δικαίωσή του, μετά από χρόνια, χωρίς να πάρει τα αναδρομικά του, αν και δικαιωμένος …
Ο πατέρας, ποιητικής φλέβας άνθρωπος, γράφει ποιήματα και δημοσιεύει στον Τρίβολο χρονογραφήματα, αναμεταδίδει ό,τι συμβαίνει στη φύση, στην κοινωνία και στους ανθρώπους. Όλα αυτά συγκεντρωμένα στον τόμο Οι φίλοι μου κι εγώ. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Γιάννης Βόμβας μας προσφέρει μια πλούσια γκάμα από αστραφτερά κείμενα, γεμάτα μπρίο, γνώσεις, σπιρτάδα, χιούμορ, υπονοούμενα. Αποσπάσματα αυτών των δημοσιευμάτων θα βρει ο αναγνώστης στην Αναμνησιολογία. Η χαρά της ζωής προηγείται γιατί ζωή είναι λίγη και ανεπανάληπτη κι ο Γιαννακός το ξέρει.
Με τον Τρίβολο ο Στρατής Παπανικόλας επηρέασε άμεσα την πνευματική καλλιέργεια του τόπου και ανέδειξε πολλούς σημαντικούς λογοτέχνες. Ήδη, από το 1939 είχε καθιερωθεί «σουρεαλιστική στήλη, όταν στην Αθήνα το είδος αυτό της ποίησης εκπροσωπεί μονάχα ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης και ο Νικόλας Κάλας. Τότε πρωτοεμφανίζεται και ο πατέρας μου», γράφει ο Βόμβας.
Στα 1961 οι απόφοιτοι της Νομικής στα σκαλιά της Σχολής, στημένοι για την αναμνηστική φωτογραφία, το εορταστικό πάρτυ, αραχτοί στις πολυθρόνες τους στο Δημοτικό πάρκο, καλοντυμένοι όλοι. Ήταν η εποχή που οι φοιτητές ξεχώριζαν ανάμεσα στο πλήθος.
Το 1962, ο Βόμβας παρακολουθεί την παράσταση Το τραγούδι του νεκρού αδελφού του Μίκη Θεοδωράκη. Ενθύμιο η φωτογραφία του Μίκη με αφιέρωση στο γραφείο του. Ο Βόμβας θα μιλήσει για τα πολιτικά της εποχής, θα επανέλθει στον αγνοημένο ποιητή πατέρα του, Γιάννη Αλύτη, θα παραθέσει ποιήματα του Ελύτη και του Αλύτη για την άναδειξη της παραλληλίας, καθώς και το χιουμοριστικό σχόλιο του Τρίβολου: «Ο νέος συνεργάτης μας κ. Οδυσσέςα Ελύτης είναι ο Πατριάρχης του σουρεαλισμού στην Ελλάδα. Ο δικός μας κ. Γιάννης Αλύτης δεν είναι ακόμα μήτε καντηλανάφτης. Συγκρίνετε και κρίνετε…».
Θα ακολουθήσουν κι άλλα πολλά κείμενα «Από το χρονοντούλαπο των Αναμνήσεων» του συγγραφέα, πάρα πολύ ενδιαφέροντα για κοινωνικά θέματα, καλλιτεχνικά –Μητσάκης-Χατζηδάκις-, ιστορίες της κατοχής, η περιπέτεια της «μετάφραση των Ανθών του Κακού του Μπωντελαίρ» από τον Αντώνη Πρωτοπάτση, η οποία τελικώς δημοσιεύτηκε με έξοδα του Βόμβα, η εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή, ανάμεσα στους εκτελεσμένους και ο Λευτέρης Αναστασιάδης, χαρούμενος πλάι στον Μανώλη Ανδρόνικο στη Ακρόπολη του 1940, μας χαμπογελάει,αγνοώντας τι τον περιμέμνει. Κι άλλα όλα όσα αφορούν πάντα ανθρώπινες σχέσεις και πολιτισμό. Το βιβλίο για τον Κλήδονα του εκλετού Διδάκτορα Φιλολογίας Παναγιώτη Σκορδά που βασίστηκε στα «στιχάκια» του ανεξάντλητου Γιάννη Βόμβα και του Ακίνδυνου Σκωπτικού. Τα πάρτι, η ΟΥΝΡΑ. Η αλληλογραφία με τον Ιταλό μεταφραστή Κρεσέντσιο Σανζίλιο, δίνεται αναλυτικά και αφορά τη μετάφραση των ποιημάτων του Γιάννη Αλύτη –Βόμβα, πράγμα που συνιστά μεγάλη τιμή και χαρά για τον γιο: η αναγνώριση της ποιητικής παρουσίας του πατέρα.
Η μνήμη πηγαινοέρχεται. Ιστορίες παλιές, πικάντικες και άλλες πολλές, προβάλλουν, γράμματα του πατέρα από το μέτωπο, το συγκλονιστικό ποίημα «Σειρήνες» που το γράφει, ενώ οι σφαίρες σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι του, «το ανεπίδοτο γράμμα», με συμβουλές του τύπου Προς Δημόνικον Επιστολής, και άλλα πολύ προσωπικά και συγκινητικά, τεκμηριωμένα από πολλές φωτογραφίες-μαρτυρίες που φέρνουν στο παρόν τις μέρες τις παλιές της νιότης και όλους εκείνους, από τους οποίους οι περισσότεροι δεν υπάρχουν πια.
Κι άλλες φωτογραφίες: Η πρωταθλήτρια ομάδα της Νομικής Θεσσαλονίκης 1956 και ο Βόμβας παρών, όπως και στην Ορειβατική, νέοι ξετρελαμένοι από την κατάκτηση της κορυφήςˑ «Οι γραβάτα φορούντες ήλθαν μεθυστέρως για το πάρτυ»!!! μας λέει. Στο παγκάκι με τη γυναίκα του την Άντα Βόμβα-Ραζή, σε άλλη φωτογραγφία τα παιδιά τους, ο Φοίβος στο Ταζ Μαχάλ και η Χριστίνα στο ρετιρέ της.
Η Αναμνησιολογία του Βάσου Βόμβα είναι μια προσωπική ματιά στα γεγονότα της ζωής του, αλλά και μια μικρογραφία του τι έζησε η Ελλάδα, με τη Λέσβο αφορμή, πολιτικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά. Μία γενναιόδωρη ματιά στην όμορφη εποχή, αλλά και στα πρόσωπα που βρέθηκαν πλάι του, μια εκ βαθέων εκπνοή ενός καημού για τον πατέρα και την όμορφη μητέρα. Είναι όλα εκείνα που είχε μαζέψει μέσα του και νιώθει πως ήρθε η ώρα να τα φέρει στο φως, να τα θυμίσει και στους άλλους που τα ξέχασαν ή στους νεότερους που δεν τα έμαθαν ποτέ. Είναι ένα βιβλίο εις μνήμην, μία εξόφληση λογαριασμών με χρέη τιμής και ψυχής προς τους ωραίους και αγαπημένους μιας άλλης εποχής, την εξόφληση των οποίων ανέλαβε ο Βάσος Βόμβας για λογαριασμό όλων μας.
* ΠΗΓΗ: