Skip to main content
|

Η Ανάφη, μια φωτεινή σαΐτα στο Αιγαίο

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
7'

«Κυρίες και κύριοι σας πληροφορούμε ότι σε λίγη ώρα το πλοίο φτάνει στο λιμάνι της Ανάφης. Οι επιβάτες με προορισμό την Ανάφη, παρακαλούνται να ετοιμάζονται για αποβίβαση…». Όλο το βράδυ ακούγονταν ολόιδια ηχητικά μηνύματα, για κοντινότερους νησιωτικούς προορισμούς, πριν το πυκνό σκοτάδι διαλυθεί και με το πρώτο φως του ήλιου, φανεί το κυκλαδίτικο νησί.

Σύμφωνα με την μυθολογία το νησί «ανεφάνη» μέσα από πελώρια κύματα, μια νύχτα σκοτεινή, που οι Αργοναύτες αποπροσανατολισμένοι έψαχναν να βρουν τη ρότα του γυρισμού. Ο θεός Απόλλωνας, εισακούγοντας τις προσευχές του Ιάσωνα, έριξε τη φωτεινή σαΐτα του. Το σκοτάδι φωτίστηκε και φανέρωσε το μικροσκοπικό νησί της Ανάφης για να μπορέσουν βρουν καταφύγιο.

d

Πρώτος σταθμός, ανεβαίνοντας από το λιμάνι το δρόμο που σαν τυλιγμένο φίδι οδηγεί στη χώρα, το καφέ μπαρ «Βυθός». Στέκι για καφέ και πρωϊνό που παραμένει ανοικτό κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Οι πληροφορίες που έχω από Αθήνα, με κατευθύνουν να ψάξω για τον δάσκαλο του νησιού. O Θανάσης Βάρσος, για την ακρίβεια καθηγητής μαθηματικών, είναι ο διευθυντής του σχολείου. Μπαίνοντας στο καφέ αντικρίζω ένα μαγαζί γεμάτο ζωή. Νέοι άνθρωποι σε όλα τα τραπέζια, γέλια, ομιλίες, κεράσματα. Μια εντελώς διαφορετική εικόνα από τις συνήθεις μοναχικές και έρημες σκηνές, που εκτυλίσσονται συνήθως σε ανάλογα καφέ, τους χειμερινούς μήνες σε νησιά της άγονης γραμμής.

Στο μπροστινό τραπέζι κάθεται ο Χρήστος, μουσικός και η Αντωνία που τραγουδάει ερασιτεχνικά και οι δύο από την γειτονική Σαντορίνη. Δύο άνθρωποι τους οποίους τις επόμενες μέρες πρόκειται να ακολουθήσω στα «μουσικά» τους βράδια. Κανονίζουν για πεζοπορία. «Ποιος θα έρθει στο Ρούκουνα;» Αμέσως άλλοι τρεις-τέσσερις άνθρωποι ανταποκρίνονται στο κάλεσμα. «Θάνο θα ’ρθεις;» Πληρώνουν και ετοιμάζονται να φύγουν. Αν θέλω να μάθω αν είναι αυτός ο δάσκαλος, τώρα είναι η στιγμή να ρωτήσω. «Συγνώμη, μήπως είσαι ο Θανάσης; Ο δάσκαλος;» «Να έρθω μαζί σας;»

rfr

Η πεζοπορία ξεκίνησε και κάπως έτσι γνώρισα σχεδόν ολόκληρη την ορχήστρα, που αυθόρμητα αρκετά βράδια στήνουν γλέντια στο «Στέκι», εστιατόριο που μέχρι πρότινος άνοιγε μόνο για σεζόν την καλοκαιρινή περίοδο. Ο Θάνος, που η οργανική του θέση είναι καθηγητής στο μουσικό σχολείου του Ίλιου, βρίσκεται στην Ανάφη με απόσπαση. Η τεράστια αγάπη του για τη θάλασσα τον έφερε εδώ. «Κάποτε μιλούσα με κάποια στελέχη επιχειρήσεων σε εταιρείες μεγάλες και μέσα σε όλα με είχαν ρωτήσει, ποιες είναι οι προσδοκίες σου, τα όνειρά σου; Κι εγώ τους είπα το όνειρό μου είναι να φτιάχνω ελληνικό καφέ και να βλέπω τη θάλασσα. Και από αυτή την άποψη είμαι πλήρης, γιατί το έχω καταφέρει». Ο δάσκαλος με την κιθάρα του, μαζί με κάποιους ντόπιους, σαν τον Μάρκο που παίζει μπουζούκι και τον Αντώνη που παίζει κρητική λύρα, μαζεύονται τα βράδια στο μαγαζί του Παναγιώτη «Το Στέκι» και παίζουν μουσική. Είναι ευτυχής συγκυρία που ο γιος του Παναγιώτη επέστρεψε στο νησί και το μαγαζί, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, έμεινε ανοικτό το χειμώνα του ‘20. «Λοιπόν επειδή είδαν ότι υπάρχει η διάθεση από εμάς τους μουσικούς να δίνουμε το παρών, ειπώθηκαν κάποιες σκέψεις να το κρατήσει ο Παναγιώτης το μαγαζί και τον χειμώνα. Και ήταν αυτή η απόφασή του καθοριστική, να σαλέψει λίγο το νησί…». To ίδιο βράδυ, αλλά και αρκετά από τα επόμενα «γεύτηκα» τέτοιες μουσικές εμπειρίες στο «Στέκι». Ωραία εξέλιξη για τον τόπο, για τους ντόπιους, για τους καθηγητές, αρκετοί από τους οποίους είναι νέοι. Είναι όμως μόνο αυτό αρκετό για να βελτιώσει την καθημερινότητα των νησιωτών κατά τη διάρκεια του Χειμώνα;

Η Ζαμπέτα Αλεξοπούλου, ή «παπαδιά» όπως είναι γνωστή, μιας και ήταν η σύζυγος του παπά, μαζί με τα δύο της παιδιά, έχουν το κτήμα Ρούκουνα. Κτήμα με παραδοσιακή ταβέρνα, με ιστορία 30 χρόνων, πλάι στη παραλία Ρούκουνα. Πασίγνωστη, για την φιλοξενία που προσφέρει κάτω από τα τεράστια αλμυρίκια της, στους ελεύθερους κατασκηνωτές και τα υπέροχα γαλάζια της νερά. Ό,τι προσφέρει το μαγαζί στους επισκέπτες το καλοκαίρι, αλλά και ότι τρέφεται η οικογένεια το χειμώνα, προέρχεται αποκλειστικά από το κτήμα. Σε αυτό, εκτός από τα δέντρα, το αμπέλι και τους μπαξέδες γεμάτα με χόρτα, ντομάτες, πιπεριές, υπάρχουν κουνέλια, κότες, κοκόρια, χήνες και κύκνοι. Οι κατσίκες όμως κατέχουν περίοπτη θέση. «Ααα.. οι κατσίκες μου…τις έχω αναθρέψει με το μπιμπερό. Τη μεγάλη, τη Φλώρα, την έφερα από την Αθήνα. Έχω τον Γιώργη, τον είδες; Η Ασπρούλα έκανε τώρα ένα κατσικάκι, η Φλώρα έκανε τρία, η Δεσποινίς έκανε δύο, μαζεύονται 10 κεφάλια. Κι αυτά θέλουν φροντίδα, έχουν κι αυτά ένα έξοδο. Είναι ένας μισθός. Εγώ παίρνω τη σύνταξη και ίσα ίσα μου πάει να παίρνω τροφές για τα ζώα».

dd

Εκείνο το πρωινό, με το πρώτο φως του ήλιου είχα βρεθεί στο κτήμα. Με βήμα αργό, κατάφορτη με ζωοτροφές και τη σκυλίτσα της την Κανέλα να την ακολουθεί, ξεκινήσαμε για το τάισμα των ζώων. Στη διαδρομή για τον περιφραγμένο χώρο με τις κότες, τα κουνέλια και τους κύκνους, μας συνόδευαν μόνο τα τιτιβίσματα των πουλιών που ακούγονταν ανάμεσα από τις πανύψηλες καλαμιές και τις τεράστιες λεύκες που υπήρχαν κατά μήκος του ανηφορικού χωματόδρομου. Συνεχίσαμε για το μαντρί, αρμέξαμε τη Φλώρα, πήραμε τον Γιώργη, την Δεσποινίς και όλες τις κατσίκες και τις συνοδέψαμε απέναντι στον καταπράσινο λόφο, όπου αφέθηκαν ελεύθερες για την βοσκή τους, ωσότου ο ήλιος σβήσει και την τελευταία του ακτίνα. Συνέχισε με το σκάλισμα στους μπαξέδες, μάζεμα χόρτων και ζαρζαβατικών, κλάδεμα στο αμπέλι και αμέσως μετά, το γάλα από τις κατσίκες, τοποθετήθηκε στη χύτρα και ξεκίνησε η διαδικασία για το πήξιμο του τυριού.

Αεικίνητη. Είναι ήδη απόγευμα και την παρατηρώ να καλουπώνει το τυρί, να τοποθετεί τα αυγά από τις κότες της στο τραπέζι, να καταψύχει τα λαχανικά της. Μοιάζει να είναι αυτάρκης, δεν της λείπει τίποτα. Όμως όχι. «…ούτε φαρμακείο έχει, ούτε χασάπικο έχει, ούτε πολλά δεν έχει η Ανάφη… Φάρμακα παίρνουμε από τη Σαντορίνη. Δηλαδή παίρνουμε τη συνταγή και τη στέλνουμε στη φαρμακοποιό στη Σαντορίνη και μας τα στέλνει μέσω ταχυδρομείου. Τώρα κάτι παθαίνεις άξαφνα και δεν έχεις μία αντιβίωση, πρέπει να την παραγγείλεις. Είναι ζωή αυτή; Δεν υπάρχει χασάπικο στο νησί…θες να πάρεις ένα φρέσκο κρέας και δεν υπάρχει. Έχουμε μάθει τα κατεψυγμένα. Το δικό μας το κατσίκι θα φάμε φρέσκο εκείνη την ώρα και μετά πρέπει να το καταψύξουμε για να το έχουμε. Δεν είναι να πεις ότι θα πάρεις τον κιμά σου τον φρέσκο ή θα πάρεις λίγο μοσχάρι φρέσκο…»

Το βράδυ όταν η οικογένεια επιστρέφει στο σπίτι, ο Τάσος ο γιος της, ανάβει την ξυλόσομπα και η μέλλουσα σύζυγός του η Σοφία, στρώνει το τραπέζι. Η Ζαμπέτα, που το φως της φλόγας ζωγραφίζει το πρόσωπό της με πορτοκαλί χρώμα, κάθεται ανάμεσά μας. Η κουβέντα γυρνάει στο παρελθόν και οι αναμνήσεις σαν κουβάρι ξετυλίγονται. Παλιότερα? Πώς ήταν παλιότερα η ζωή? «…είμαστε δεμένες οικογένειες… τώρα υπάρχει μοναξιά γιατί κλείνεται ο κάθε ένας στο σπίτι του, γιατί έχει την τηλεόραση του και δεν βγαίνει έξω. Δεν έχει πού να πάει. Τι να’ χει πλην από το να πάει στα περιβόλια του; Κλείνονται στο καβούκι τους…».

Αυτό για τη μοναξιά, με ένα τρόπο λίγο διαφορετικό, πρόκειται πολύ σύντομα να το ξανακούσω.

11

Μία από τις επόμενες μέρες, βρίσκομαι να περνάω ανάμεσα από κάτασπρες αυλές, καθώς περπατώ στο καλντερίμι που διασχίζει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Στη διαδρομή συναντάω τον ηλικιωμένο Μανώλη Σιγάλα που επιστρέφει από την επίσκεψή του στον επίσης ηλικιωμένο αδερφό του Αντώνη. Κάθε πρωί ο κος Μανώλης με τη μαγκούρα του στο χέρι, επισκέπτεται τον αδερφό του και πριν επιστρέψει, περνάει μπροστά από το σπίτι του Μάρκου και της Μαρίας Πελέκη. Τα σπίτια τους είναι σχεδόν απέναντι. Όπως οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, όταν ο ήλιος κάνει την εμφάνισή του, ο κύριος Μάρκος και η κυρία Μαρία, εμφανίζονται με τα καρεκλάκια τους στην μικροσκοπική αυλή τους. Σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή, είναι η στιγμή που βγαίνουν από το «καβούκι» τους. Ακούω την κουβέντα τους. «Πόση ώρα είμαστε έξω… Ένας άνθρωπος δεν πέρασε…». «Μόνο την ώρα που σχολάνε τα παιδιά, αν είναι και περάσει κανένα, όταν επιστρέφουν σπίτι τους το μεσημέρι» Ο κύριος Μανώλης που στέκεται ακουμπισμένος στην αυλόπορτα μονολογεί «έλα βρε κόσμε, πού είσαι να περάσεις» και γυρνώντας προς το μέρος μου, λέει με παροιμιώδη τρόπο «τυχαίνει μέρα που μπορεί να περάσεις ξεβράκωτος και να μη σε δει άνθρωπος».

111

Ο χρόνος κύλησε γρήγορα και οι τελευταίες ημέρες του Φλεβάρη σήμαναν και το οριστικό τέλος του Χειμώνα. Την δεύτερη κιόλας μέρα της Άνοιξης, την Καθαρή Δευτέρα του 2020, λίγο πριν την 1η καραντίνα, ο ήλιος είχε θρονιαστεί ψηλά στον ουρανό και ένα εκτυφλωτικό φως αντανακλούσε σε όλη τη χώρα. Ήταν η τελευταία μου μέρα στο νησί. Το πλοίο του γυρισμού αναμένεται να δέσει στο λιμάνι το απόγευμα. Αν και έχω όλη τη μέρα μπροστά μου, ο χρόνος μου είναι μετρημένος, μιας και είναι αρκετοί οι άνθρωποι που δέθηκα μαζί τους και θέλω να αποχαιρετήσω. Πρώτη στάση έξω από το σπίτι του κ. Μανώλη. Μαζί με τον φίλο και γείτονά τον Μάρκο, καθισμένοι στα καρεκλάκια τους, επιδίδονται στην αγαπημένη τους συνήθεια. Μαζεύουν ήλιο ελέγχοντας το στενό δρομάκι για περαστικούς. «Καλή αντάμωση κυρ Μανώλη…». «Να έρθεις να μας δεις, μη μας ξεχάσεις...». Επόμενη στάση στο Ρούκουνα. Η κ. Ζαμπέτα έχει μουσαφιραίους και ένα μεγάλο τραπέζι με σαρακοστιανά έχει στηθεί στην αυλή. «Καλώς τον, κόπιασε…Πάρε μεζέ…». Μαζί με τον μεζέ με φόρτωσε με ένα σωρό πεσκέσια και κατηφόρισα για το λιμάνι. Ο Θάνος και υπόλοιποι καθηγητές βρίσκονται ήδη εκεί. Μπροστά από τις ανοικτές πόρτες του αυτοκινήτου του Μάρκου που παίζει μουσική, έχει στηθεί πρόχειρα πάγκος με λαγάνες και ταραμοσαλάτα, ενώ δυο τρεις χαρταετοί βρίσκονται ήδη στον αέρα. Όλοι όσοι ήθελα να χαιρετίσω βρίσκονται εκεί.

Βηματίζοντας αργά αργά προς τον καταπέλτη η μουσική και ομιλίες των καθηγητών αρχίζουν να σβήνουν. Ίσα που ακούγονται «Ποιος είναι το βράδυ για το Στέκι; Θάνο θα ‘ρθεις; Να φέρεις και την κιθάρα σου…».

 

 

---

Ο φωτογράφος του Αθηναϊκού - Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) Γιάννης Κολεσίδης ταξίδεψε στην Ανάφη με την αμέριστη βοήθεια του οργανισμού iMEdD.

ΣΣ: Κείμενο-φωτογραφίες για το ΑΠΕ-ΜΠΕ Γιάννης Κολεσίδης

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία