Βιβλίο

12/04/2014 - 09:47

«Ζωή από τον θάνατο» - Το νέο βιβλίο του Κώστα Βελούτσου

yle="text-align: justify;">Κυκλόφορησε την Παρασκευή 11/04/2014 το νέο βιβλίο του Κώστα Βελούτσου με τίτλο "Ζωή, από τον θάνατο" Στη Μυτιλήνη το βιβλίο θα το βρείτε στο βιβλιοπωλείο Ι. Χατζηδανιήλ στην οδό Ερμού.


Υπόθεση  (Οπισθόφυλλο βιβλίου):
"Ομολογείται άρα ημίν και ταύτη τους ζώντας εκ των τεθνεώτων γεγονέναι ουδέν ήττον ή τους τεθνεώτας εκ των ζώντων"
Πλάτωνας, 427-347 π.Χ. Φιλόσοφος.
Μετάφραση: "Συμφωνούμε λοιπόν, ότι οι ζωντανοί από αυτούς που έχουν πεθάνει έχουν προέλθει, όπως και αυτοί που έχουν πεθάνει από τους ζωντανούς."

"Τί είναι ο θάνατος; Για πολλούς η αφετηρία για μια άλλη ζωή.
Μεγάλοι φιλόσοφοι στην αρχαία Ελλάδα, όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και άλλοι, πίστευαν πως το σώμα είναι υλικό και φθείρεται, αντίθετα με την ψυχή που ζει και αναπνέει για πάντα. Το ίδιο κηρύττουν στο σύνολό τους ανατολικές θρησκείες και αιρέσεις.
Πεθαίνει κάποιος όταν δεν υπάρχει πια μέσα στη σκέψη μας και τα όνειρά μας δεν έχουν εκείνον πρωταγωνιστή.
Έτσι ήταν και ο Δημήτρης Σταυρόπουλος για τη μητέρα του την Πέρσα. Ο απόλυτος κυρίαρχος στον κόσμο της φαντασίας της. Από τη στιγμή που έφυγε από την ζωή ήταν μέσα στο μυαλό της και, πολύ περισσότερο, ζούσε στα δικά της όνειρα που γι' αυτήν ήταν πέρα για πέρα αληθινά, αφού τά' βλεπε με τα μάτια της ψυχής της.
Η μεγάλη αγάπη και η πίστη πως ο Δημήτρης υπάρχει, θα οδηγήσει την Πέρσα από τα πιο σκοτεινά μονοπάτια του θανάτου, σ' εκείνα τα λαμπερά και της ζωής "ξαναβρίσκοντας" τον δικό της Δημήτρη."



Ζωή από θάνατο

«Τίς δ' οἶδεν, εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν,
τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν; . . .

 καὶ ἡμεῖς τῷ ὄντι ἴσως τέθναμεν: ἤδη γάρ του ἔγωγε καὶ ἤκουσα τῶν σοφῶν ὡς νῦν ἡμεῖς τέθναμεν καὶ τὸ μὲν σῶμά ἐστιν ἡμῖν σῆμα…»

Σωκράτης. 470 -399 π.Χ. Φιλόσοφος.
Μετάφραση:  «Ποιος ξέρει εάν η ζωή μεν είναι θάνατος, ο δε θάνατος ζωή;», και εμείς ίσως είμαστε πράγματι πεθαμένοι. Ή μπορεί να συμβαίνει, όπως εγώ άκουσα από κάποιο σοφό, ότι τώρα εμείς είμαστε νεκροί και το σώμα είναι ο τάφος μας...»
 

ΖΩΗ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ.
« Σαν ένα όνειρο θα γυρνάω μέσα στα βράδια,
θα  ζωντανεύω  την αυγή, θα βλέπω τον ήλιο,
θα πεθαίνω και θα γεννιέμαι κάθε φορά, κάθε στιγμή.
Ένας αέρας θα γίνομαι ζεστός, και η δύση πάντα
θα με βρίσκει να καρτερώ την ζωή ξανά στο χάραμα,
μέχρι η ψυχή ν’ αδειάσει από ανάσες,
να γεράσει και να παρασυρθεί σαν σκόνη στου  πελάγους την ορμή.
Να λιώσει, να τελειώσει…»

Ω/12:30
 Τα  σκουρόχρωμα σύννεφα είχαν  πια  καλύψει απ’  άκρη  σ’  άκρη όλο  τον  ουρανό της Μακεδονίτικης πρωτεύουσας και η καταρρακτώδης βροχή που έπεφτε ασταμάτητα,  συνοδεύονταν  με  έναν  λυσσασμένο  αέρα,  που  στο  διάβα  του  παρέσερνε  οτιδήποτε  έβρισκε  μπροστά του.
Κορμοί  δέντρων να κείτονται στο  οδόστρωμα, μεταλλικοί  κάδοι  απορριμμάτων καταμεσής, λες  και κάποιοι είχαν  στήσει  με τα  χέρια  τους καλοφτιαγμένα κι  απροσπέλαστα οδοφράγματα, καθώς  και οι καραμπόλες οχημάτων να σημειώνονται ανελλιπώς σ’ όλες τις οδικές αρτηρίες της πόλης αλλά και  στις μεγάλες  λεωφόρους της συμπρωτεύουσας.
Ποτάμια ξεπηδούσαν από κάθε στενό, για να συναντήσουν τα μεγαλύτερα στους  μεγάλους δρόμους  της πόλης.  Στύλοι της ΔΕΗ, έσπαγαν ο ένας μετά τον άλλον, και τα βρεγμένα ηλεκτροφόρα καλώδια,  προκαλούσαν ακαριαίο θάνατο σ’ οποιοδήποτε έρχονταν σε επαφή μ’ αυτά.
Η πλατεία Αριστοτέλους και η λεωφόρος Νίκης είχαν προσωρινά σβηστεί από τον οδικό χάρτη της Θεσσαλονίκης, όπως και  όλοι οι μικροί ή μεγάλοι οδοί των δυτικών συνοικιών.
Ανατολικότερα, ως την Περαία,  ακόμα χειρότερη η κατάσταση και  κάθε λεπτό που περνούσε γίνονταν χείριστη. Οι λίμνες, που γρήγορα σχηματίστηκαν, αλλά και  τα ορμητικά ποτάμια που  αιφνιδίως ξεπετάχτηκαν, έδιναν την εντύπωση  κάποιου  μαγευτικού κατά τ’ άλλα τοπίου, βγαλμένο  από πίνακα επίδοξου ζωγράφου, που μόλις τώρα πραγματοποιεί  τα πρώτα καλλιτεχνικά του βήματα πάνω στον καμβά.
Αλλόφρονες πολίτες,  που  έτρεχαν  για  να  σωθούν ή  να  κρατηθούν στη  ζωή, ακόμα και  με τ’ ακροδάχτυλα τους απ’  τους  χείμαρρους  που  κυλούσαν στους  δρόμους, σηκώνοντας   ψηλά με   ιδιαίτερη  ευκολία  όχι  μόνο αυτούς,  αλλά  κι  οποιοδήποτε  μεταφορικό  μέσο,   συναντούσε στο δαιμονισμένο πέρασμά του.
Αυτοκίνητα, το ένα πάνω στο άλλο με εγκλωβισμένους οδηγούς να βγάζουν φωνές απελπισίας,    εκλιπαρώντας κάποιους άλλους για λίγη ακόμα ζωή.
Αστικά, καθώς και υπεραστικά λεωφορεία, είχαν ακινητοποιηθεί τα περισσότερα λόγω βλάβης, όπως ανέφεραν στους σταθμάρχες τους οι οδηγοί τους, αδυνατώντας εμφανέστατα να συνεχίσουν το δρομολόγιό τους. Παιδιά και  ηλικιωμένοι επιβάτες παρέμειναν μέσα σ’ αυτά, νοιώθοντας πως έτσι θα είχαν περισσότερη ασφάλεια. Όλοι οι άλλοι, οι πιο τολμηροί σκαρφάλωσαν στις οροφές των λεωφορείων, περιμένοντας να κοπάσει αυτό το κύμα της πρωτοφανούς, για τα ελληνικά δεδομένα, κακοκαιρίας, αλλά και προσδοκώντας  βοήθεια από ψηλά.
Παντού, πόρτες ερμητικά κλειστές,  διπλοκλειδωμένες από μέσα για  μεγαλύτερη σιγουριά,  και με   έντρομους  τους  ιδιοκτήτες των  σπιτιών, που τοποθετούσαν   ακόμα  και  τα  πιο  βαριά  έπιπλα πίσω  απ’  αυτές, πιστεύοντας πως έτσι, θα κρατήσουν μακριά  την σφοδρότητα του ανέμου.
Τα πλημμυρισμένα υπόγεια  αλλά και  ισόγειοι χώροι πολυκατοικιών  στο  κέντρο  της  Θεσσαλονίκης ήταν εκατοντάδες και  ο  αριθμός τους,  με απόλυτη ακρίβεια, ολοένα κι αυξάνονταν.
Οι τηλεφωνικές κλήσεις προς στους σταθμούς των  Πυροσβεστικών Υπηρεσιών, ολόκληρης της Θεσσαλονίκης, για κάθε μορφή παροχής βοήθειας ήταν αδιάκοπες,  παίρνοντας δραματικές διαστάσεις  από τον όγκο τους.
Η αγωνία αλλά και ο φόβος όλων, στα ύψη,  για το  επόμενο  λεπτό  της  ζωής  τους,  νιώθοντας τον θάνατο τόσο κοντά τους, που η  καυτή  ανάσα του πια,  έκαιγε.
Η εκκλησία του  πολιούχου  της  πόλης, του Αγίου  Δημητρίου,  γέμισε ασφυκτικά,  κι  ας ήταν 4 μέρες πριν από  τον εορτασμό  του, βρίσκοντας καταφύγιο  εκεί όλοι  οι  περαστικοί  αλλά  κι  εκείνοι που  είχαν εγκαταλείψει  αίφνης τα  σπίτια  τους τρέχοντας να  σωθούν.
Ένα  απεχθές  σκηνικό,  που  περισσότερο  θύμιζε  εικόνες  αποκάλυψης  και  τυφώνα  σε  πολιτεία  της Ν. Αμερικής,  που  έρχεται  χωρίς  καμιά   προειδοποίηση,  καταστρέφοντας  ανελέητα  περιουσίες,  αλλά  και  το χειρότερο,  οδηγώντας  βαθιά  στον  λασπώδη  βούρκο,  ανθρώπινες  ζωές, κάθε  ηλικίας.
Το χάος,  που όλοι  το ήξεραν μόνο σαν λέξη, τώρα πια το ζούσαν στον υπερθετικό βαθμό.
Ακριβώς αυτό  το   ίδιο  σκηνικό  της  καταστροφής,  μέσα  σε  λίγες  ώρες  απλώθηκε   παντού, αναγκάζοντας  έτσι  τις  αρχές  του  τόπου,  να  κηρύξουν  την Θεσσαλονίκη  σε κατάσταση  έκτακτης  ανάγκης, έστω την ύστατη στιγμή, μιας και  δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους ποτέ την προειδοποίηση των αρμοδίων αρχών, για τα  πρωτόφαντα  αυτά καιρικά φαινόμενα.
Για πολλοστή  φορά  οι  γραφειοκρατικοί λόγοι,  η  μετατόπιση των  ευθυνών αλλά και η απουσία των υπεύθυνων  από τις θέσεις τους, είχαν  θανάσιμο απολογισμό, όπως τελικά  αποδείχθηκε.
Συνεργεία  του  δήμου, πυροσβεστικά οχήματα και ασθενοφόρα, με  σειρήνες  που  στην κυριολεξία ούρλιαζαν,  ήταν παντού, προσφέροντας  βοήθεια  σε  ανήμπορους  πολίτες.
Ακόμα  και  νεοφερμένα ελικόπτερα  παντός  καιρού,  όπως  τα  είχαν  ονομάσει,  πετούσαν τόσο χαμηλά,  που θαρρείς πως ήταν πάνω από υψωμένα χέρια, που ζητούσαν απεγνωσμένα  βοήθεια, λίγο  πριν   παρασυρθούν  από  τα  ορμητικά  ποτάμια και  με  βέβαιο προορισμό,  το  θάνατο.  Τζαμαρίες διαμερισμάτων και πολυκατοικιών θρυμματίζονταν εύκολα από την ένταση του ανέμου, και κάθε είδους  αντικείμενων,  που υπήρχαν πάνω στα μπαλκόνια, μετακινούνταν  επικίνδυνα.
Σωροί αυτοκινήτων επέπλεαν, προτού οδηγηθούν αναπόφευκτα στο βόρβορο πυθμένα, όχι  μόνο  του  λιμανιού  της  πόλης,  αλλά  και ολόκληρου  του  Θερμαϊκού κόλπου  και  μαζί  τους, οι  εγκλωβισμένοι  οδηγοί, συνοδηγοί  αλλά και επιβάτες, που  βούλιαζαν αργά,  αφήνοντας  πίσω  τους οτιδήποτε  τους  ένωνε  με  την  ζωή.
Η  καταστροφή,  σαν  λέξη  ήταν  απειροελάχιστη,  για  να  δείξει  το  μέγεθος  της  συμφοράς  εκείνη  την  ημέρα στην  πρωτεύουσα  της  Βορείου  Ελλάδας. Σαν ένα ολοκαύτωμα, που στο πέρασμά του,  όλα τα ισοπεδώνει και που παρόμοιό του, δεν είχε ξανασυμβεί,  τουλάχιστον στην Ελληνική επικράτεια.
Όλες οι εναέριες συγκοινωνίες,  προς και από την Θεσσαλονίκη, είχαν ματαιωθεί επ’ αόριστον, και το υπουργείο εμπορικής ναυτιλίας εξέδωσε απαγορευτικό προς όλα τα  λιμεναρχεία της χώρας, με την επισήμανση του εξαιρετικά κατεπείγοντος. Όλα τα μεταφορικά μέσα ξηράς είχαν διακόψει τα δρομολόγια τους, προς και από την συμπρωτεύουσα,  όπως και μ’ όλες τις πόλεις της Β. Ελλάδας.
Οι συσκέψεις των υπουργών της τότε κυβέρνησης στο Μέγαρο Μαξίμου της πρωτεύουσας, ήταν πολύωρες  με την συμμετοχή του πρωθυπουργού της χώρας  ως προεδρεύων.  Η ενημέρωση από τον ίδιο, στον πρόεδρο της Δημοκρατίας για την πορεία των φαινομένων  και την εξέλιξη τους,  δεν άφηνε πολλά  περιθώρια αισιοδοξίας  και ελπίδας  τόσο για τις ανθρώπινες ζωές, όσο και για τον περιορισμό  των επικίνδυνων  αυτών  καιρικών συνθηκών.
 
Οι  εκτιμήσεις κορυφαίων μετεωρολόγων της χώρας, που προέβλεπαν  επιδείνωση του φονικού καιρικού μετώπου, για να προλάβουν  ακόμα πιο δυσάρεστες καταστάσεις, είχε ως αποτέλεσμα οι αρχές, άμεσα να διακόψουν την πορεία κάθε  συγκοινωνιακού οδικού μέσου που εκτελούσε δρομολόγιο προς την Μακεδονία, από το ύψος της Λάρισας και πάνω.
Με εντολή του τότε αρχηγού της Αστυνομίας και κατόπιν διαταγών του Υπουργείου Δημόσιας τάξης, ισχυρές επίγειες δυνάμεις, τοποθετήθηκαν πάνω στο οδόστρωμα της εθνικής οδού Αθηνών –Θεσσαλονίκης, απαγορεύοντας την κυκλοφορία των οχημάτων, προς όλες τις πόλεις της Μακεδονίας.
Οι τηλεοπτικοί σταθμοί σταμάτησαν την κανονική ροή στο πρόγραμμά τους και οι ανταποκριτές τους  μετέδιδαν με  ακρίβεια τις  εικόνες  πανικού και ζόφου  που επικρατούσαν στην περιοχή. Έμπειροι δημοσιογράφοι, ορκίζονταν πως παρόμοια και τόσο θλιβερά γεγονότα δεν είχαν περιγράψει ποτέ, στην πολύχρονη καριέρα τους.
Ήταν Οκτώβρης. Είκοσι δύο Οκτωβρίου του 1987.  Ο τελευταίος μήνας της ζωής, για πολλούς.
 
Ω/13:30
 
Με  την αγωνία  να είναι καρφωμένη στο  πρόσωπο  του Μιλτιάδη, και να γίνεται περισσότερο  ολοφάνερη  όσο περνούσε η ώρα για τον γιο του Δημήτρη, ο δρόμος  πια ήταν  ένας και μοναδικός.
Αγνοώντας προκλητικά τις συμβουλές του Σπύρου και της Ελένης, αλλά και  τις  υποδείξεις  των  υπεύθυνων, που  μέσου  εκτάκτων ραδιοφωνικών  εκπομπών,  απηύθυναν  αυστηρές  εκκλήσεις  προς  όλους  τους  κατοίκους της  Βορείου  Ελλάδας  να  μην  μετακινούνται,  εκείνος,  πήρε  το  αυτοκίνητο του  και  οδηγώντας  βιαστικά μα φοβισμένα,   έβλεπε  μπροστά  του  μία και μόνο μία οδό.
Αυτήν,  του  σχολείου  του  Δημήτρη.
Η καρδιά  αλλά και η ανάσα του είχαν ένα συγχρονισμένο τέμπο τόσο γρήγορο  που  δεν είχε  ποτέ ο ίδιος ξαναζήσει. Για  την  Πέρσα  δεν ανησυχούσε.  Ήταν  σχεδόν  σίγουρος  ότι  θα  έμενε   μαζί  με  τους  υπόλοιπους  καθηγητές  σε  ασφαλή  χώρο κι  όταν  θα έφτιαχνε  ο  καιρός,  θα  επέστρεφε  στο σπίτι. Άλλωστε,  είχε  συμβεί τόσες  πολλές  φορές  κατά  το  παρελθόν,  μα  η  σημερινή  ημέρα  δεν έμοιαζε σε τίποτα με καμία άλλη.
Βγαλμένη  λες  από  την  κόλαση,  αυτή  η  ημέρα,   ήταν  όπως  ακριβώς  μια  χειμωνιάτικη παγερή  νύχτα, τόσο  σκοτεινή  και  διψασμένη  για την ανθρώπινη ζωή, που αναδύθηκε  απ’  τα  πιο  βαθιά και μαύρα πελάγη, αφήνοντας  για  λίγο τα  ψυχρά   υπόγεια του  Άδη.
Η σατανική της  όψη   στοίχειωνε οτιδήποτε απ’  όπου κι αν  περνούσε,  και  το  βήμα  της  αργό,  έτοιμο  να  συνθλίψει  ζωές,  δίνοντας  ζωή, στο  θάνατο.
Σαν μια  θυσία πανομοιότυπη  με εκείνης της λατρείας των αρχαίων προς τους Θεούς, μόνο που η τωρινή, οδηγούσε  μια για πάντα,  και στα πιο απύθμενα μονοπάτια  του σκότους,  πολλές κι αθώες ζωές.
Τέσσερις ώρες μετά, το κομφούζιο καλά κρατούσε παντού,  αφότου  ξέσπασε αυτό το  πανδαιμόνιο, ειδικά στα κεντρικά σημεία της Θεσσαλονίκης.  Η πλατεία  Ναυαρίνου και η λεωφόρος Τσιμισκή, μετρούσαν τα περισσότερα ανθρώπινα θύματα της πόλης,  καθώς ήταν οι πλέον πολυσύχναστοι δρόμοι,  την ώρα που ξέσπασε  αυτή η θεομηνία.
Τα κύματα θεόρατα και λυσσαλέα, έπνιγαν κάθε ελπίδα  ζωής,  φτάνοντας ακόμα και μέχρι την πλατεία Αριστοτέλους από την μια, και ως τα Λαδάδικα από την άλλη, και μαζί τους παρέσερναν προς τον  αβυσσαλέο  Θερμαϊκό όλες τις  προσδοκίες των αρχών, για υποχώρηση των ακραίων  αυτών φαινομένων.  Ο ήχος  των κυμάτων θορυβώδης, να μουγκρίζουν σαν μυθολογικά τέρατα που χωρίς αιδώ, κατάπιναν πέρα των άλλων, κάθε ζωντανή ύπαρξη που βρίσκονταν στο κολασμένο καλπασμό τους.
Γρήγορα το λιμάνι της Θεσσαλονίκης  μετατράπηκε  σ’ ένα πρόχειρο νεκροταφείο  εκατοντάδων ψυχών,  από τα τόσα  πολλά  πτώματα κάθε ηλικίας, που νεκρά πια, αρμένιζαν προς το αδηφάγο πέλαγος και την αιωνιότητα, φαντάζοντας σαν ένα στρατόπεδο δολοφονηθέντων  του Άουσβιτς από τις αμέτρητες στοίβες των θανόντων.
 
Ω/14:00
Κι  ο  αέρας ολοένα γέμιζε  ασφυκτικά  αυτή  την μυρωδιά  της  κόλασης, που  έφερνε  μαζί  της  εκείνη  η  μέρα, και  απειλητικά  πλησίαζε τον  Μιλτιάδη.
Η  ανησυχία του έδωσε  τώρα την  σκυτάλη  στον  τρόμο. Ήταν τόσο φανερό  αυτό  το  συναίσθημα   στο  πρόσωπο  του,  αλλά  και  σ’  όλο  του  το  σώμα,   καθώς ήταν   η  ώρα που  θα   επέστρεφε  στο  σπίτι  με  το  σχολικό, ο γιός του,  ο Δημήτρης.
Η  ανάσα  του τώρα  ολοένα  και  γίνονταν  γρηγορότερη   καθώς  διέσχιζε  τα  νερά  που  είχαν  πλημμυρίσει  τους  δρόμους  λίγο μακριά από το κέντρο της  Θεσσαλονίκης, πολύ  κοντά  στο   σχολείο  του  Δημήτρη.
Οι  σκέψεις  του,  δίπλα  στο  παιδί  του,  και  οι  εικόνες  όλες  να έχουν ως  κύριο  πρωταγωνιστή  τον  Δημήτρη. Από  τότε  που  γεννήθηκε  μέχρι  σήμερα,  ως  τώρα.  Θα  ‘λεγες  πως  αυτές  τις  στιγμές  ούτε  άκουγε και  ούτε   έβλεπε  τίποτα,  παρά μόνο  τον μοναχογιό του  στον οποίο  ήταν  ο  νους  του.  Γι’   αυτό  το  πρόσωπο  του  χαλάρωνε,  κι από  τσιτωμένο  τώρα  γίνονταν  πιο  ήρεμο με ένα χαμόγελο ίσα   να  σκάει  στα χείλη  του,  που  δεν ακολουθούσε  σε  καμιά  περίπτωση    την  κατάσταση  που  επικρατούσε  έξω  απ’  το  αυτοκίνητο  του,  σχεδόν  δίπλα  του.   Αυτό κάποιες φορές ξεπερνούσε ακόμα και τα όρια του παραλόγου από τις εναλλαγές των συναισθημάτων, καθώς πύκνωναν τα χαμόγελά του και γίνονταν γέλια χαράς, αγγίζοντας πια με βεβαιότητα τα εδάφη της παράνοιας για τον Μιλτιάδη.
Το αλάνθαστο όμως πατρικό ένστικτο  ήταν εκεί, για να του θυμίζει πως ο γιος του ήταν ήδη νεκρός.
Οι  κατολισθήσεις,  σ’  όλο  το  μήκος  του  οδοστρώματος  συμπλήρωναν  το  τελευταίο  κομμάτι   σ’  ένα  άκρως  βομβαρδισμένο  τοπίο, σαν μια πόλη που  στο  εσωτερικό  της   ο  πόλεμος  μαίνονταν, και από  τις  ανελέητες  εχθροπραξίες,  παραδίδονταν πια, άνευ όρων  στους  βάρβαρους κατακτητές.
Η πόλις εάλω, ταίριαζε απόλυτα πια και στην Θεσσαλονίκη.
«…Τελευταία  πληροφορία που  έφθασε  στον  σταθμό  μας, αναφέρει  ότι  σχολικό  λεωφορείο παρασύρθηκε από  τα  ορμητικά  νερά  στο 20ο χιλιόμετρο  της  εθνικής  οδού  Θεσσαλονίκης  -Καβάλας και στο ύψος  των  Νέων  Επιβατών.
Νεκροί  είναι  τόσο  ο οδηγός  του  μοιραίου  λεωφορείου  αλλά  και  20  παιδιά, όλοι  μαθητές  του  σχολείου  που  επέστρεφαν στα  σπίτια  τους.   Μια  μαύρη  μέρα  για  όλους  μας…»
Έτσι ακριβώς ήταν ο σύντομος λόγος του εκφωνητή, του οποίου η φωνή ήταν σαν το αμυδρό φως ενός κεριού που τρεμοσβήνει απ’ τον αέρα. Η θλιβερή  αυτή  είδηση  δεν  έφτασε ποτέ στ’  αυτιά  του  Μιλτιάδη.
Ούτε  το κλάμα  άκουσε, του αρχισυντάκτη της ενημερωτικής αυτής  εκπομπής ούτε και την ευχή που έδωσε ζωντανά από το ραδιόφωνο, να μην είναι αλήθεια όλα όσα  έμαθε  από τους συναδέλφους του, που κάλυπταν το εξωτερικό ρεπορτάζ του σταθμού.
Αφοσιωμένος και δοσμένος απόλυτα στις  εικόνες  του  παιδιού  του, φέρνοντας στο νου του ακόμα και την παιδική φωνή του,  ξαναζωντάνευαν  μπρος του όλα  όσα  έζησαν  οι  δυο  τους.  Από  τα  παιχνίδια που έπαιζαν,  ώρες ατελείωτες, ως  και  τ’  αστεία  που  έκαναν,  μέχρι  και  τις  πρώτες    συμβουλές  που  έλεγε  στον  γιο  του.
Δεν  άκουσε  ούτε  καν  το  επόμενο  μακάβριο  σχόλιο  απ’  το  ραδιόφωνο  του  αυτοκινήτου    που  με  απόλυτη  σιγουριά  πια, μετέδιδε  ότι  η  είδηση  που  λίγο  πριν   είχε  ανακοινωθεί, ήταν  πέρα  για  πέρα  αληθινή,  σύμφωνα   με  τους  δημοσιογράφους  και  ρεπόρτερ  που  είχαν  καταφέρει, βάζοντας σε μέγιστο  κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή, να  φτάσουν  στην περιοχή  των  Νέων  Επιβατών.
Και  το  μυαλό  του  Μιλτιάδη  συνέχιζε  επίμονα να  μένει  πίσω  εκεί,  μαζί  με  τον  Δημήτρη,  στα  πρώτα  του  παιδικά  χρόνια,   αρνούμενο  πεισματικά  να  δεχθεί  το  μοιραίο  γι’  εκείνον.
Πως ο γιος του  χάθηκε  την ημέρα  που  θα  γελούσε χαρούμενος, περιστοιχισμένος  από  αγαπημένα  του  πρόσωπα,  που  ήθελαν  όλοι  να  τον σφίξουν  στην  αγκαλιά τους, να κλέψουν  κάτι από  τα  δικά  του  παιδικά  όνειρα.
Και  προς  το  τέλος  αυτής  της  γιορτής  θα τον σήκωνε  ψηλά στα  χέρια  ο  πατέρας  του, όπως  πάντα έκανε  όλα  αυτά  τα  χρόνια.
Μ’  αυτόν  το  τρόπο  τελείωνε  το  σενάριο  των  γενεθλίων  του  Δημήτρη, που  με  την πείρα καταξιωμένου θαρρείς  σκηνοθέτη,  ετοίμαζε όλα  αυτά  τα  χρόνια ο Μιλτιάδης.
Από  τα  τέσσερα  του  χρόνια  το  ίδιο  ακριβώς  σκηνικό.
Μ’  ένα  άσπρο  μαντήλι του έδεναν  τα  μάτια  κι  εκείνος  έπρεπε  να  ψάξει και να βρει, που  ήταν  κρυμμένο  το  δώρο  αυτής  της  ημέρας.  Μόλις  δύο  λεπτά  διαρκούσε  αυτή   η «τυφλή»  του εξερεύνηση,  αφού ήταν  εκεί,  δίπλα, ο  πανάκριβός  του  θησαυρός, μιας κι αυτή  την  ονομασία  είχε  δώσει στο  δώρο  των  γονιών  του   ο  Δημήτρης.  Κι όταν  έβγαζε  το  περιτύλιγμα κι  αποκαλύπτονταν  το  περιεχόμενο  του,  γελούσε  τόσο  δυνατά που  απ’  την χαρά  του φιλούσε  οποιονδήποτε έβρισκε  μπροστά  του. Κρατούσε  στην  αγκαλιά  του όσο  σφικτά  μπορούσε   το  δώρο και το   έσερνε  μαζί  του,  όσο  μεγάλο  κι αν  ήταν  αυτό.
Λίγο  μετά,  τα  φώτα  στο  σαλόνι  του  πολυτελούς σπιτιού  τους  άναβαν  και  τα  χειροκροτήματα  απ’ όλους  προς  τον  Δημήτρη  ήταν παρατεταμένα, όταν  έπαιρνε  μια  βαθιά  ανάσα  κι  έσβηνε  τα  κεριά  από  την  τούρτα.  Κι  ήταν  τόσο  ορμητικός  σαν ζεστός άνεμος,  εκείνος  ο  αέρας  που  έβγαινε  από  μέσα  του  παρασέρνοντας  με ορμή   άλλον  ένα  παιδικό  χρόνο  από  πάνω  του.
Κι η ανάσα του γίνονταν ακόμα πιο βαθιά, όταν ένιωθε στα χείλη του αυτό το κρύο του μετάλλου της φυσαρμόνικας, που από μέσα της ξεπηδούσαν χαρούμενες  ζεστές νότες με τα πιο όμορφα τραγούδια του. Έφερνε τα χέρια του πάνω και κάτω από αυτό το μικρό μουσικό όργανο κι άρχιζε τις μελωδίες. Το  λιλιπούτειο κορμάκι του, θαρρείς πως σπαρταρούσε από την χαρά που όλοι γνωστοί κι άγνωστοι τον άκουγαν κι έβλεπαν συμμετέχοντας στο δικό του τέμπο.  Ο ρυθμός του, απόλυτα συγχρονισμένος  με την γιορτινή αυτή ημέρα, καθώς οι διασκευές γνωστών  παιδικών τραγουδιών, είχαν την δική του μουσική πένα.  Τα μπράβο και τα συγχαρητήρια στον Μιλτιάδη και την Πέρσα, για τον γιο τους τον Δημήτρη που όλοι καμάρωναν, ήταν το ελάχιστο που μπορούσαν να πουν.
«Επιδέξιος ο  Δημήτρης μας, άξια και τα δικά μας παιδιά που τον έφεραν στον κόσμο,….» έλεγαν  οι δυο γιαγιάδες του, ξεχειλίζοντας από συγκίνηση και  χαρά.
Τα φλας άστραφταν,  αποτυπώνοντας το  χαμόγελο  του  μικρού. Το  ίδιο έλαμπαν  και  οι γονείς του από  περηφάνια για  τον μοναχογιό τους. Όλοι οι συγγενείς  του Μιλτιάδη και της Πέρσας  βαλμένοι στην σειρά, περίμεναν  να πάρουν εκείνο το φιλί,  του  δικού τους Δημήτρη , σφίγγοντας τον στην αγκαλιά τους.
Ίσως,  την  στιγμή  αυτή το  μυαλό  του Μιλτιάδη, να  ήταν  το  μοναδικό  ζωτικό όργανο  που  του  έδινε  λιγοστές  ανάσες  ζωής,  αφού  οποιοδήποτε  άλλο  έπαψε  να  λειτουργεί.
Κι είναι  αυτό  που  μένει  πάντα ζωντανό,  όσα χρόνια  κι  αν  περάσουν, φέρνοντας  εκεί  μπροστά,  εικόνες  απ’  το  παρελθόν,  όσο  μακρινό  κι αν είναι αυτό.
Οι όμορφες θύμησες, είναι αυτές που  κρατούν ζωντανό για πάντα ένα πρόσωπο  που  χάθηκε. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή.
Σα να μην έσβησε ποτέ.  Το παρελθόν δεν πεθαίνει ποτέ, και πάντα είναι απέναντι  από το παρόν, για να θυμίζει την ύπαρξή του.
Ο  Δημήτρης Σταυρόπουλος, ο  γιος  του  Μιλτιάδη και της Πέρσας,  δεν  ζει  πια.  Είναι  νεκρός.
Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ξεκίνησε  ο απεγκλωβισμός  τόσο των παιδιών όσο και του οδηγού και του συνοδηγού από το μοιραίο λεωφορείο, για να ολοκληρωθεί  τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης.
Διασωστικά συνεργεία, ασθενοφόρα και ειδικά αυτοκίνητα της τροχαίας με την συνδρομή  επίλεκτης μονάδας των  ανδρών  της Πυροσβεστικής, κατάφεραν κάτω από αντιξοότητες, ν’ ανασύρουν  από χαράδρα, βάθους  30 μέτρων,  τους σωρούς 25 παιδιών και 2  ενηλίκων.
Κάμερες τηλεοπτικών καναλιών, ελληνικών αλλά και ξένων, ήταν εκεί καταγράφοντας τα γεγονότα, και οι σχολιαστές τους έκαναν λόγω για βαρύ πένθος που βύθισε μια ολόκληρη χώρα.
Ενδεικτικός όμως ήταν ο σχολιασμός του μεσήλικα ρεπόρτερ, κορυφαίου Αυστριακού ειδησεογραφικού πρακτορείου, με εξειδίκευση στις φυσικές καταστροφές του πλανήτη, που πέραν των άλλων σημείωνε στον λόγο του, για την δυσκολότερη κι αποτρόπαια αποστολή που είχε ποτέ στην πολυετή σταδιοδρομία του.
Οι ευθύνες πολλές, και τα αίτια αυτής της ανείπωτης τραγωδίας βάραιναν τον οδηγό του σχολικού λεωφορείου από τους γονείς των μαθητών.
Με τις καταθέσεις τους σε άνδρες του ανακριτικού τμήματος της τροχαίας, οι υπεύθυνοι του σχολείου, μέρες αργότερα, υπεραμύνθηκαν απόλυτα την επιλογή τους, για την πρόσληψη του άτυχου οδηγού κάνοντας λόγω για τη μεγάλη του εμπειρία  και για την καλή ψυχική του κατάσταση, σύμφωνα με  τις μηνιαίες ιατρικές εξετάσεις που έκανε.
Ο διευθυντής των εκπαιδευτηρίων,  στην ένορκη κατάθεσή του,  υποστήριξε μεταξύ άλλων, πως  « Το κύμα αυτό της κακοκαιρίας  βρήκε καθοδόν  το λεωφορείο, προς τις ανατολικές περιοχές του δήμου Θεσσαλονίκης, πολύ κοντά  στον προορισμό,  τουλάχιστον  των περισσοτέρων παιδιών.
Οι δυσκολίες όμως που συνάντησε στον δρόμο του, ήταν πολλές καθότι με τις κατολισθήσεις, οι πλημμυρισμένες οδοί ήταν πέρα για πέρα απροσπέλαστες, κάνοντας ακόμα πιο απαιτητικό το έργο του οδηγού.  Σε επικοινωνία που είχαμε μέσω ασύρματου δικτύου με το όχημα αλλά και τον οδηγό του, εκείνος μας  ανέφερε χαρακτηριστικά από τη μια, για το δύσβατο των δρόμων, αλλά και από την άλλη ότι είναι  προσπελάσιμοι γι’ αυτήν την στιγμή, που είχαμε επαφή μαζί του.
Δεν είχα καμία αμφιβολία για τις ικανότητες του ως οδηγός, καθώς και πολύπειρος ήταν, αλλά και αρκετές φορές είχε φέρει εις πέρας άλλες παρόμοιες καταστάσεις μικρότερου  βεβαίως βεληνεκούς από την τραγωδία της 22ης Οκτωβρίου». Ολοκληρώνοντας την έγγραφη κατάθεσή του, απέδωσε σε τυχαίο  γεγονός την αιτία, η οποία θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε.
Σε ενδελεχείς  έρευνες που ακολούθησαν από πραγματογνώμονες και  τεχνικούς συμβούλους, κατόπιν υποδείξεων των γονέων,  πάνω στα συστήματα πέδησης, διεύθυνσης αλλά και φωτισμού του λεωφορείου, αποδείχθηκε μήνες αργότερα, ότι  για το τραγικό αυτό περιστατικό δεν φέρει καμία ευθύνη ο οδηγός του, και ένοχη θεωρήθηκε η διεύθυνση του σχολείου για την πλημμελή  συντήρηση του οχήματος.   Στο πόρισμα αυτό, βοήθησε τα μέγιστα, τις δικαστικές αρχές η γυναίκα του οδηγού, που έφερε στο φως της δημοσιότητας πληθώρα έγγραφων αναφορών του άτυχου συζύγου της, για τον ελλιπέστατο τεχνικό έλεγχο στο όχημα, και που αυτές έδειχναν την αδιάσειστη υπαιτιότητα των αρμοδίων......

 


* Ο Κώστας Ν. Βελούτσος γεννήθηκε, ζει κι εργάζεται στη Μυτιλήνη. Υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.

Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του :  «Σεργιάνι στη ζωή»  και "Τελευταία Φορά"

 

Μοιράσου το άρθρο!