Το μεγάλο πανηγύρι του Ταξιάρχη
Γράφει ο Μιχάλης Στ. Λημναίος
Ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Ορθοδοξίας, ο Ταξιάρχης του Μανταμάδου, κοντά στα άλλα προσκυνήματα του νησιού της Λέσβου, αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.
Σύμφωνα με την παράδοση, το μοναστήρι υπήρχε ήδη τον 10ο αιώνα. Λέγεται ότι δέχθηκε επίθεση από Σαρακηνούς πειρατές, που σφαγίασαν τους μοναχούς της. Που ύστερα από την απομάκρυνση τους, ο μοναδικός επιζών, ο μοναχός Γαβριήλ, κατασκεύασε την ανάγλυφη εικόνα του Ταξιάρχη, από πηλό και αίμα των σφαγιασθέντων μοναχών.
Πολλά τα θαύματα που θρυλούνται και πιστώνονται στην χάρη του Αγίου. Και σαν συνέπεια αυτών, να συρρέουν κάθε χρόνο, όλες τις εποχές και ιδιαίτερα στην γιορτή του, χιλιάδες πιστοί από το νησί, από την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό. Ακόμα και απ’ την Τουρκία απέναντι.
Εκτός από τις 8 Νοεμβρίου, την ημέρα των Ταξιαρχών, το μοναστήρι γιορτάζει και την Κυριακή των Μυροφόρων, που είναι η επέτειος των εγκαινίων του ναού.
Ο γιορτασμός αυτός συνοδεύεται από μεγάλο θρησκευτικό και εμπορικό πανηγύρι. Με την προσφορά ταύρου (καθώς και άλλων σφαχτών) για να παρασκευαστεί το περίφημο «κισκέτς».
Τις τελευταίες μάλιστα δεκαετίες, συνηθίζεται να μεταβαίνουν τις μέρες του πανηγυριού, εκτός από τους εποχούμενους προσκυνητές, κι ένα σωρό άλλοι, καβαλάρηδες, από μακρύτερα ή κοντινότερα χωριά. Κι ακόμα περισσότεροι πεζοί, διανύοντας αποστάσεις μέχρι και σαράντα χιλιόμετρα.
Κι έβλεπες χθές Σάββατο, την παραμονή της γιορτής, αλλά και από την Παρασκευή, μπουλούκια – μπουλούκια, νεαρών κατά κανόνα προσκυνητών από τα χωριά της περιφέρειας της Καλλονής, να περνάν από τον κεντρικό δρόμο της Αγίας Παρασκευής, με προορισμό τον Μανταμάδο. Και βέβαια, πάλι στον ίδιο προορισμό, κινούνταν από άλλους δρόμους από τα κοντινά χωριά καθώς και από την πρωτεύουσα τη Μυτιλήνη.
Το αδιαχώρητο στα μαγαζιά εστίασης Παρασκευή και Σάββατο, από τους ντόπιους και τους περαστικούς προσκυνητές. Που νόμιζε κανείς πως βρίσκεται στο μήνα Αύγουστο…
Πεζοί προσκυνητές λοιπόν, με ελαφρά περιβολή για την μεγάλη πεζοπορία (που σ’ αυτό βοήθησε και ο ήπιος, σχεδόν καλοκαιρινός καιρός) και για αρκετούς από αυτούς να μεταφέρουν κάτι τεράστιες λαμπάδες. Που ήταν τάματα στον Άγιο, από αυτούς τους ίδιους (ή από άλλους πιο ηλικιωμένους), από όσους τέλος πάντων θεωρούσαν ότι βοηθήθηκαν σε κάποια στιγμή της ζωής τους ή ήλπιζαν σε μελλοντική βοήθεια και μεσολάβηση του Μεγαλόχαρου. Κι είναι σαν να ακούμε τον κάθε χριστιανό ταματάρη να κάνει το τάμα του και να μονολογεί στην δύσκολη ώρα του: «Βουγήθσι μι Ταξιαρχέλ’, τσι γω θα σ’ φέρου μια λαμπάδα ίσαμι του μπόγ’ μ’».
Σεβαστές οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός και βέβαια όλου του κόσμου. Ας πιστεύουν όπου και όπως θέλουν. Στους υπόλοιπους δεν πέφτει λόγος. Προσωπικά και μένα στον Ταξιάρχη με βάφτισαν κείνα τα χρόνια, ύστερα από σχετικό τάμα του πατέρα μου. Τότε που δεν υπήρχε αμαξιτός δρόμο και η επικοινωνία γινόταν μέσα από μονοπάτια με τα γαϊδούρια.
Παρακάτω δύο εύθυμες ιστοριούλες, σχετικές με το πανηγύρι του Ταξιάρχη.
Την πρώτη τη διηγείται ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της, ο οδηγός λεωφορείου, ο Παράσχος Μ.
Δεν υπήρχαν τότε, ούτε πολλά Ι.Χ. αυτοκίνητα, ούτε η συνήθεια των πεζών προσκυνητών, όπως καλή ώρα σήμερα. Οπότε το λεωφορείο του φίλου μας έκανε συνεχή δρομολόγια Μυτιλήνη – Μανταμάδο, Σάββατο και Κυριακή, για την εξυπηρέτηση των πολλών προσκυνητών.
Σ’ ένα δρομολόγιο λοιπόν, παίρνει χαμπάρι ο οδηγός, στον χώρο, πίσω από το κάθισμά του, να κείτεται ένας τεράστιος κόκορας, (κοντά τέσσερις οκάδες καθαρό κρέας τον καράταρε), δεμένος σε πόδια και φτερά, ρεγάλο από κάποιον επιβάτη - προσκυνητή στο μοναστήρι.
«Κρίμα ένι να ντου φάν’ τσι τούτουν παπάδις τσι ιπιτρόπ…», σκέφτεται. «Ιξάλλου ένα σουρό αρνιά τσι κατσ’κάδια θα ντους πάν’ πάλι φέτους… Άσι που του κισκέτς γίνιτι τώρα, μπόλ’κου, να φά ούλους ι κόζμους… Ανάτζ’ δεν έχ’ν απ’ ένα πιτ’νό… Δε ντου τρώμι πιο καλά μεις…!»
Τί πολλά και λίγα λοιπόν. «Αμ’ έπος αμ’ έργον». Με την συνδρομή του εισπράκτορα του λεωφορείου, «ξέκλεψαν» τη ματιά του ιδιοκτήτη του κόκκορα, και «μπουρντίσαν» τον λαιμό του κακόμοιρου του πτηνού, που σε λίγο βρισκόταν χωρίς πνοή στη θέση του.
Και σαν έφτασαν έξω από το μοναστήρι σε μισή ώρα, και πήγε ο αμέριμνος άνθρωπος να παραλάβει το δώρο του για τον Μεγαλόχαρο, «τι έπαθι ι πειτ’νός, καλά ντουν άφ’σα, πούς δεν ανιμίζιτι… Τί θα ντου κάνου τώρα…;»
«Τί ήθιλις να ντου κάν’ς ρε γκ’μπάρι; Ψουφ’μένου πειτ’νό θα πάς σντουν Άγιου; Τ' φέρ’νς ένα ζουντανό τι χρόν'…» απόσωσε ο Παράσχος.
«Δίτσιου έχ’ς μ’ φαίνιτι».
«Έμ δίτσιου έχου για... Άγ τώρα που θα γυρίζου ζ’ Μυτιλήν’, θα ντου σαβουρντίξου σι κανέ λαγκάδ’», υποσχέθηκε ο οδηγός του λεωφορείου, πρόθυμος να βοηθήσει δήθεν τον προσκυνητή να απαλλαγεί από το ψόφιο ζώο. Μόνο που ο στραγγαλισμένος κόκορας δεν πετάχτηκε πουθενά για να γίνει βορά στα ζουλάπια της περιοχής. Αλλά έγινε νοστιμότατο στιφάδο, που χόρτασε την παρέα του Παράσχου το βράδυ της Δευτέρας, στο χωριό.
Στην δεύτερη ιστορία μας, δυο φίλοι, κολλητοί, ο Μιχάλης κι ο Γιάννης, απ’ τα χωριά του Λισβοριού, καιρό τώρα τόχαν αποφασισμένο. Έτυχε να κάνουν κάτι το παράνομο, κι ως ήταν άνθρωποι του Θεού, που δεν συνήθιζαν σε αμαρτωλό τρόπο ζωής (η κακιά ώρα τόχε φέρει τώρα να παρανομήσουν) και για να εξιλεωθούν, αποφάσισαν να πάνε στο πανηγύρι του Ταξιάρχη με τα πόδια. Πάνω από σαράντα χιλιόμετρα δρόμο. Κι επειδή θεωρούσαν ότι το παράπτωμα τους ήταν βαρύ, σκέφτηκαν να βάλουν μέσα στα παπούτσια τους κάμποσα από τα ρεβύθια του χωριού τους, έτσι για να υποφέρουν παραπάνω.
Κίνησαν λοιπόν την ώρα που είχαν προγραμματισμένη, νωρίς το πρωί του Σαββάτου, για το μακρύ ταξίδι. Μια στάση θα έκαναν στην Αγιά Βελόνη, στην Αχλαδερή κι ακόμα μια, πιο μεγάλη, στην Αγιά Παρασκευή, να έπιναν κι ένα ούζο στους καφενέδες της. Λογάριαζαν να φτάσουν στον Άγιο τους αργά το απόγεμα.
Μόνο που «άλλα μιλιτούν τα βόδια, τσ’ άλλα μιλιτά ι ζηυγάς…» όπως λέει κι αυτή η παροιμία. Ύστερα από ένα χιλιόμετρο δρόμο, ο καημένος ο Μιχάλης, δεν βάσταξε: «Να μι σχουρέσ’ ι Ταξιάρχ’ς ρε Γιάνν’, δε μπουρώ άλλου. Τα πουδάρια μ’ δε τα νοιώθου μι φτάνα τα αρβύθια μέσ’ τα παπούτσια... Σένα σι βλέπου ξικούραστου… Δε σι πειράξαν;»
«Γιατί, ουμά τα έβαλις τ’ αρβύθια; Γω τα έβρασα πρώτα…» δικαιολογήθηκε ο πιο ξύπνιος Γιάννης. «Για αρβύθια είπαμι μόνου. Είπαμι τίπουτα για ουμά γη βραζμένα; Δεν είπαμι…»
Η φωτογραφία παρακάτω, με τα καζάνια το φετινό κισκέτς στην αυλή του μοναστηριού, είναι από ανάρτηση του φίλου Χρήστου Σαμαρά.