Μυτιλήνη: Δίνουμε 80.000€ αποζημίωση και ελπίζουμε το 2027 να έχουμε νέα προκυμαία
Τέλος στη συνεργασία με την ανάδοχο εταιρεία του έργου ανάπλασης της προκυμαίας Μυτιλήνης έθεσε το Δημοτικό Συμβούλιο κατά τη διάρκεια της κρίσιμης αποψινής συνεδρίασης, σηματοδοτώντας μια νέα αφετηρία για την ολοκλήρωση ενός από τα πλέον σημαντικά έργα υποδομής της πόλης. Μετά από μήνες στασιμότητας, καθυστερήσεων και αυξανόμενων προβληματισμών για την πορεία του έργου, αποφασίστηκε ομόφωνα η λύση της σύμβασης και η καταβολή αποζημίωσης στην ανάδοχο εταιρεία, η οποία εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στα 80.000 ευρώ.
Το θέμα έφερε προς ψήφιση η δημοτική αρχή, προκρίνοντας τη λύση της συνεργασίας έναντι της δικαστικής προσφυγής κατά της πρόσφατης απόφασης του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων, που είχε απορρίψει την έκπτωση του αναδόχου.
Κατά τη συνεδρίαση, ο εκπρόσωπος της εταιρείας του εργολάβου υποστήριξε ότι το έργο ήταν εξαρχής οικονομικά ασύμφορο λόγω της αναντιστοιχίας τιμών μεταξύ της προκήρυξης (2020) και της πραγματικής έναρξης (2023). Υπογράμμισε επίσης ότι η μελέτη παρουσίαζε ουσιώδεις αδυναμίες, οι οποίες οδήγησαν σε τεχνικά εμπόδια κατά την εφαρμογή της.
Αντίθετη εικόνα παρουσίασαν οι δημοτικές υπηρεσίες. Ο διευθυντής της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου μίλησε για ένα εργοτάξιο χωρίς οργάνωση, χωρίς συνέπεια και χωρίς καθημερινό σχεδιασμό.
Μέχρι στιγμής έχει υλοποιηθεί περίπου το 35% του φυσικού αντικειμένου, με καθοριστικά τμήματα – όπως η Πλατεία Σαπφούς, η οδός Χριστουγέννων και η ασφαλτόστρωση της Π. Κουντουριώτη – να παραμένουν ημιτελή.
Η απόφαση αυτή ανοίγει πλέον τον δρόμο για την επανεκκίνηση του έργου με νέο ανάδοχο και σύγχρονες προδιαγραφές, υπό την προϋπόθεση ότι θα αξιοποιηθεί το διάστημα έως τη νέα δημοπράτηση για την επίλυση των τεχνικών και διοικητικών προβλημάτων που ανέκυψαν κατά την προηγούμενη φάση. Ο στόχος είναι ξεκάθαρος: ένα βιώσιμο, λειτουργικό και ολοκληρωμένο έργο έως το τέλος του 2027
Η κατάσταση με τις εργολαβίες σε δημόσια έργα, όπως αυτή της προκυμαίας Μυτιλήνης, αναδεικνύει χρόνιες παθογένειες του ελληνικού συστήματος υλοποίησης τεχνικών έργων. Η συνήθης πρακτική των «εκπτώσεων» στις δημοπρατήσεις, που οδηγούν σε ασύμφορες συμβάσεις για τους εργολάβους, καταλήγει συχνά είτε σε καθυστερήσεις, είτε σε έργα χαμηλής ποιότητας, είτε – όπως εν προκειμένω – σε αποζημιώσεις για να λυθεί πρόωρα η συνεργασία. Το Δημόσιο πληρώνει τελικά δύο φορές: μία για να ξεκινήσει το έργο και άλλη μία για να το ξαναξεκινήσει. Αντί να τιμωρείται η ασυνέπεια, επιβραβεύεται με αποζημιώσεις, ενώ η τοπική κοινωνία πληρώνει το τίμημα με καθυστερήσεις σε κρίσιμες υποδομές. Ίσως έχει έρθει η ώρα να επαναξιολογηθεί συνολικά το πλαίσιο ανάθεσης και παρακολούθησης δημοσίων έργων, ώστε να μην χτίζεται η ελπίδα πάνω σε συμβιβασμούς και πρόχειρες λύσεις, αλλά σε διαφάνεια, τεχνοκρατική σοβαρότητα και αυστηρούς ελέγχους. (σχόλιο Μ.Δ.)