Skip to main content
|

«Σβήνει» ο ελαιώνας της Λέσβου - Ώρα ευθύνης

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
5'
  • -Άλλη μια ελαιοκομική περίοδος, αυτή που μόλις ολοκληρώθηκε, η οποία απογοητεύει ως προς την απόδοση του λεσβιακού ελαιώνα
  • -  Στατιστικά στοιχεία, επιστημονικές εξηγήσεις και συνειρμοί για τα αίτια της φθίνουσας παραγωγικής πορείας εδώ και 10 χρόνια

 

Γράφει ο Στρατής Σαμιώτης / εφημερίδα  Τα ΝΕΑ της Λέσβου

Δραματικά είναι τα στοιχεία της τελευταίας δεκαετίας για την παραγωγική δυνατότητα του λεσβιακού ελαιώνα, που καταγράφει κάθετη πτώση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τοπική οικονομία και τον αγροτικό τομέα, ο οποίος για το νησί μας είναι εστιασμένος στην ελαιοπαραγωγή. Πέραν πάσης αμφιβολίας ο ελαιώνας της Λέσβου είναι πλέον "ο μεγάλος ασθενής",  το ερώτημα ωστόσο είναι ποιοι θα αναλάβουν την πρωτοβουλία για να τον "βάλουν στην εντατική". Με άλλα λόγια να προωθήσουν μέτρα που θα βοηθήσουν τα δέντρα ώστε να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους, οι οποίες είναι εμφανώς εξασθενημένες.

 

Η περσινή παραγωγή

Σύμφωνα με την Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας της Περιφέρειας η παραγωγή του ελαιολάδου στην Λέσβο φτάνει τους 8.231 τόνους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των ελαιοτριβείων που καταχωρήθηκαν στην υπηρεσία τον Μάρτιο. Ο παραπάνω αριθμός αναμένεται να διαφοροποιηθεί κατά λίγο προς τα πάνω, καθώς κάποια ελαιοτριβεία δεν έχουν ακόμα προσκομίσει τα στοιχεία του Μαρτίου, σε κάθε περίπτωση όμως η παραγωγή του ελαιολάδου στον τόπο μας θα κυμανθεί (και αν θα κυμανθεί) στους 9.000 τόνους.

Η παραπάνω ποσότητα ελαιολάδου καθιστά την περσινή ελαιοκομική περίοδο μικρότερη της μεσαίας παραγωγής με βάση την καταγεγραμμένη δυναμικότητα του λεσβιακού ελαιώνα, όπως αυτή αποτυπώνεται στην περίοδο προ του 2004.

Όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία, από το 2004 και μετά  το νησί μας δεν μπόρεσε να έχει μια καλή παραγωγική χρονιά, με εξαίρεση την ελαιοκομική σεζόν 2005 - 2006, κατά την οποία "πιάσαμε"  20.148 τόνους λαδιού.

Βλέποντας κανείς τα στοιχεία της τελευταίας 10ετίας διαπιστώνει πως τις περισσότερες ελαιοκομικές περιόδους η παραγωγή του ελαιολάδου στην Λέσβο κυμαίνεται κάτω των 10.000 τόνων, ενώ στα 5 από τα 10 χρόνια οι ποσότητες ελαιολάδου που παρήχθησαν είναι από 6.000 τόνους και κάτω. Πρακτικά αυτό δείχνει πως χάθηκαν οι μαξουλοχρονιές κατά τις οποίες η Λέσβος παρήγαγε 25.000 τόνους λαδιού και άνω και το νησί μας πλέον περιορίζεται στο να καταγράφει κάθε χρόνο "χλιαρές" παραγωγές.

 

Ανατομία…

Σε μία πρώτη ανάγνωση η δημοσιογραφική εξήγηση που θα μπορούσε να δοθεί σε αυτό το φαινόμενο είναι πως η χρονιά κατά την οποία αρχίζει να παρουσιάζει κάμψη η παραγωγή του ελαιολάδου στο νησί μας συμπίπτει με την εφαρμογή της προηγούμενης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), όταν επί Υπουργού Βαγγέλη Μπασιάκου καταργήθηκε το μοντέλο της επιδότησης με βάση το ύψος της παραγωγής και εφαρμόστηκαν τα ιστορικά δικαιώματα, δηλαδή η σταθερή επιδότηση των ελαιοπαραγωγών έχουν, δεν έχουν παραγωγή.

Με άλλα  λόγια θα μπορούσε να πει κανείς πως η παραγωγή, όπως καταγραφόταν προγενέστερα, ήταν πλασματική σε ένα ποσοστό, λόγω των γνωστών πανωγραψιμάτων ή ότι σε κάθε περίπτωση οι ελαιοπαραγωγοί εξασφαλίζοντας σταθερές επιδοτήσεις από την τότε νέα ΚΑΠ δεν είχαν κίνητρο για να επιδιώκουν την μέγιστη παραγωγική ικανότητα των χωραφιών τους. Σ’ αυτό το σενάριο ωστόσο φαίνεται να διαφωνούν κάθετα αρκετοί γεωπόνοι της Λέσβου, οι οποίοι λόγω της επιστημονικής τους ιδιότητας είναι οι πλέον ειδικοί για να αποφανθούν κάνοντας εκτιμήσεις. Η διαφωνία των γεωπόνων ενισχύεται και από το γεγονός ότι ένα αντίστοιχο φαινόμενο κάμψης της παραγωγικής ικανότητας του λεσβιακού ελαιώνα έχει καταγραφεί στη Λέσβο και από το 1985 μέχρι το 1996, όπως πιστοποιούν τα στοιχεία από τις παραγωγές ελαιολάδου στο νησί μας.

Οι περισσότεροι γεωπόνοι με τους οποίους μίλησαν τα  "Νέα της Λέσβου"  αποδίδουν το πρόβλημα σε μεγάλη έξαρση των ασθενειών του ξύλου, στο κυκλοκόνιο, αλλά και σε άλλους μύκητες του εδάφους, η ανάπτυξη των οποίων άρχισε να φαίνεται περισσότερο από την περίοδο του 1998 και μετά. Το "άνοιγμα" ενός τέτοιου θέματος, όπως μπορεί να γίνει κατανοητό, δεν είναι δυνατό να περιοριστεί σε μια  σελίδα εφημερίδας και γι’ αυτό το λόγο σήμερα επιχειρούμε μια πρώτη προσέγγιση, με στόχο να ανοίξουμε το διάλογο πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα αφυπνίζοντας ταυτόχρονα τους αρμόδιους.

Συνειρμοί…

Ενδεχομένως για την ανάπτυξη των ασθενειών στα ελαιόδεντρα να διαμορφώθηκε  πρόσφορο έδαφος από το μεγάλο παγετό του Φεβρουαρίου του 2004, όταν έγιναν εκτεταμένα κλαδέματα και καρατομήσεις δέντρων. Ήταν η περίοδος που το χτύπημα του παγετού εξασθένησε τα δέντρα, τα οποία έγιναν περισσότερο ευάλωτα.

Σημαντικό ρόλο ωστόσο φαίνεται πως έχει παίξει και η καλλιεργητική πρακτική ενός σημαντικού αριθμού ελαιοπαραγωγών του νησιού μας, οι οποίοι περιόρισαν δραστικά για οικονομικούς λόγους τις καλλιεργητικές τους δαπάνες, αφήνοντας τα κλαδέματα και τις άλλες εργασίες στα χέρια ανειδίκευτων ντόπιων και αλλοδαπών εργατών, ενώ συνάμα χανόταν και η πολύτιμη εμπειρία των παλιών ελαιοπαραγωγών που φεύγοντας από την ζωή με την πάροδο των ετών έδιναν τη θέση στα παιδιά ή σε άλλους συγγενείς, οι οποίοι ωστόσο δεν είχαν την ίδια "τριβή" με τον ελαιοκομικό τομέα. Αυτός είναι και ένας λόγος που εγκαταλείφθηκε ένα τμήμα του λεσβιακού ελαιώνα, καθώς οι "παλιοί έφυγαν" και οι νέοι δεν ασχολήθηκαν με τον πρωτογενή τομέα, αφήνοντας τα χωράφια ακαλλιέργητα ή στην καλύτερη περίπτωση τα νοίκιασαν για μερικούς τενεκέδες λάδι σε οικονομικούς μετανάστες, οι οποίοι εστιάζουν στη συγκομιδή και όχι στην καλλιέργεια. 

Όλα τα παραπάνω αποτελούν βασικές παραμέτρους για τη φθίνουσα παραγωγική πορεία του λεσβιακού ελαιώνα, ενώ δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και το γεγονός πως προ δεκαετίες υπήρχε ουσιαστική υποστήριξη των γεωπόνων του κράτους στους αγρότες "στο χωράφι", ενώ εδώ και κάποια χρόνια που οι υπηρεσίες Γεωργίας έχουν περάσει στην αιρετή Αυτοδιοίκηση λειτουργούν αποψιλωμένες από προσωπικό και ουσιαστικά έχουν μετεξελιχθεί σε "διαχειριστές γραφειοκρατίας" αντί για "πυξίδα" του πρωτογενούς τομέα.

 

Το… κίνημα των γεωπόνων

Τα τελευταία χρόνια και καθώς πλέον τα σημάδια κόπωσης του λεσβιακού ελαιώνα επιβεβαιώνονται, κάθε χρόνο, πληθαίνουν οι φωνές στους κόλπους των γεωπόνων που δραστηριοποιούνται στη Λέσβο για τη δημιουργία ενός "κοινού μετώπου",  το οποίο θα πάρει πρωτοβουλίες ενημέρωσης των αγροτών, αλλά και ευαισθητοποίησης των αρμοδίων που μπορούν να υποστηρίξουν. Αυτό ωστόσο μένει ακόμα σε θεωρητικό επίπεδο, καθώς πολλοί γεωπόνοι έχουν φόρτο εργασίας για τα ευρωπαϊκά προγράμματα των πελατών τους, ενώ πολλοί είναι οι ελαιοπαραγωγοί που διαπιστώνουν το πρόβλημα στα χωράφια τους αλλά περιορίζονται σε λίγες κινήσεις, διστάζοντας να απευθυνθούν σε γεωπόνους για οικονομικούς λόγους και πολύ περισσότερο γιατί φοβούνται πως "θα φορτωθούν σκευάσματα" τα οποία δεν θα τους προσφέρουν αυτά που περιμένουν.

Με τα παραπάνω δεδομένα γίνεται αντιληπτό πως η πρωτοβουλία ανήκει καταρχάς στις αρμόδιε

 υπηρεσίες της Περιφέρειας και του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, προκειμένου να δρομολογηθεί μιας κάποιας μορφής μελέτη από την οποία θα δοθούν συνολικά επιστημονικές εξηγήσεις και κατευθύνσεις.

Η ελαιοκαλλιέργεια στο νησί μας συνεχίζει ακόμα να αποτελεί την αιχμή της αγροτικής παραγωγής για τη Λέσβο και με δεδομένο πως το ελαιόλαδο ως προϊόν διατροφής αρχίζει χρόνο με το χρόνο να κατακτά σημαντική θέση στην αγορά,  με τις μελέτες που αναδεικνύουν την σπουδαιότητά του στην προστασία της υγείας λειτουργώντας ως ασπίδα σε χρόνιες παθήσεις, είναι προφανές ότι το μέλλον του καταγράφεται ιδιαίτερα αισιόδοξο. Προϋπόθεση για να επωφεληθούν από αυτό οι αγρότες της Λέσβου είναι να μην αφήσουν τις εξελίξεις να τους προσπεράσουν, αλλά να "κρατήσουν ζωντανό" τον ελαιώνα στον οποίο άλλωστε οφείλουν πολλά γενιές και γενιές.

 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία