Αγροτικά - Αλιεία

20/06/2011 - 13:07

Στα 5,29 εκατομμύρια οι σωρευμένες ζημίες για την ΕΑΣ Λέσβου

Από την εφημερίδα "ΕΜΠΡΟΣ" / Γράφει ο Νίκος Μανάβης

Τις δύσκολες μέρες που περνάει το συνεταιριστικό κίνημα της Λέσβου, αλλά και η αγροτική οικονομία του νησιού, απεικονίζεται στους ισολογισμούς τής ΕΑΣ Λέσβου που εγκρίθηκαν την Τετάρτη. Πρόκειται για τους ισολογισμούς τού 2008 και του 2009. Η Ένωση, τόσο με το μεγάλο τζίρο που πραγματοποιεί όσο και με τις υποδομές που διαθέτει, παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του πρωτογενή τομέα του νησιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πτώση της τιμής του ελαιολάδου στη Λέσβο το φετινό χειμώνα, κάτω από το επίπεδο των τιμών στην Πελοπόννησο, λόγω αδυναμίας της Ένωσης να παρέμβει στην αγορά. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι ισολογισμοί της Ένωσης απεικονίζουν τα προβλήματα που επί χρόνια δεν έχουν αντιμετωπισθεί. Αναφερόμαστε σε διαρθρωτικά προβλήματα του πρωτογενή τομέα, αλλά και σε στρεβλώσεις στη λειτουργία των συνεταιρισμών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται στον ισολογισμό της Ένωσης, ο τζίρος της το 2007 ήταν 15,17 εκατ. ευρώ, το 2008 14,64 εκατ. ευρώ και το 2009 διαμορφώθηκε στα 10,87 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για κάθετη πτώση, που οφείλεται στη μεγάλη μείωση των πωλήσεων ζωοτροφών από την ΕΑΣ Λέσβου. Λόγω του τρόπου που επιδοτείται η μεταφορά ζωοτροφών, η ΕΑΣΛ βγήκε εκτός παιχνιδιού και τώρα οι ζωοτροφές διακινούνται απ’ ευθείας από τους πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς. Ο τζίρος τού 2007 είναι μειωμένος σε σχέση με παλαιότερα χρόνια, που προσέγγιζε τα 20 εκατομμύρια. Αυτοί οι τζίροι θα επαναπροσεγγιστούν μόνο στην περίπτωση που αυξηθεί η παραγωγή ελαιολάδου στη Λέσβο, ή εάν η ΕΑΣ Λέσβου αναπτύξει νέες δραστηριότητες. Τα μικτά αποτελέσματα εκμεταλλεύσεως του 2007 ήταν ζημίες ύψους 170 χιλιάδων ευρώ, του 2008 ζημίες 160 χιλιάδων ευρώ και το 2009 κέρδη 166 χιλιάδων ευρώ. Δηλαδή η συρρίκνωση του τομέα των ζωοτροφών είχε θετική επίδραση στην κερδοφορία της Ένωσης. Τα καθαρά αποτελέσματα χρήσεων έδωσαν ζημίες 780,69 χιλιάδων ευρώ το 2008 και 719,88 χιλιάδων ευρώ. Οι σωρευμένες ζημίες ανέρχονται στα 5,29 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τον ισολογισμό τού 2009. Κρίσιμο μέγεθος στη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων χρήσης της Ένωσης είναι η αύξηση των χρεωστικών τόκων. Το 2007 ήταν 109,15 χιλιάδες ευρώ, το 2008 ανέβηκαν στους 178,17 χιλιάδες ευρώ και το 2009 εκτινάχθηκαν στις 303,43 χιλιάδες.

Οι υποχρεώσεις Οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις τής ΕΑΣ Λέσβου ήταν το 2008 2,5 εκατ. ευρώ και το 2009 εκτινάχθηκαν στα 7,5 εκατομμύρια. Αυτό οφείλεται στα δάνεια που πήρε για να ανακατασκευάσει το κτήριο του Υφαντηρίου. Σήμερα στο κτήριο αυτό στεγάζεται η Αστυνομική Διεύθυνση Λέσβου και η Περιφερειακή Διοίκηση της Αστυνομίας. Έτσι, η ΕΑΣ Λέσβου εισπράττει περί τις 300.000 ευρώ σε ενοίκια από το Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία δαπανώνται για την αποπληρωμή του δανείου. Οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τής ΕΑΣ Λέσβου το 2007 ήταν 9,42 εκατομμύρια, το 2008 ανέβηκαν στα 10,47 εκατομμύρια και το 2009 υποχώρησαν στα 10,13 εκατ. ευρώ.

Πρόβλημα τα ίδια κεφάλαια

Όπως όλες οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις, έτσι κι η ΕΑΣ Λέσβου έχουν ως μόνιμο πρόβλημα τα χαμηλά ίδια κεφάλαια. Τα καταβεβλημένο συνεταιριστικό κεφάλαιο στην ΕΑΣ Λέσβου είναι μόλις 188,12 χιλιάδες ευρώ. Ποσό εξαιρετικά μικρό για τον τζίρο της επιχείρησης, που την αναγκάζει να καταφεύγει σε δανεισμό για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας της. Εκτός από το συνεταιριστικό κεφάλαιο, στα ίδια κεφάλαια προστίθενται 571,9 χιλιάδες ευρώ από επιχορηγήσεις και 3,03 εκατομμύρια από τα αποθεματικά. Όμως πρέπει να αφαιρεθούν οι σωρευμένες ζημιές των 5,29 εκατ. ευρώ. Έτσι τα ίδια κεφάλαια είναι αρνητικά κατά 1,49 εκατ. ευρώ το 2009. Οι ορκωτοί λογιστές που εξέτασαν τους ισολογισμούς τού 2008 και του 2009, υπογραμμίζουν ότι τα ίδια κεφάλαια της Ένωσης διαμορφώνονται αρνητικά σε ποσό μεγαλύτερο του 1/3 του συνολικού ποσού της ευθύνης των μελών της Ένωσης. Είναι ένα ζήτημα που η διοίκηση της Ένωσης οφείλει άμεσα να το αντιμετωπίσει.

Η «λευκή τρύπα» Η περιουσία τής ΕΑΣ Λέσβου σε ακίνητα είναι η «λευκή τρύπα» του ισολογισμού της. Η Ένωση διαθέτει ακίνητα στη Μυτιλήνη, τα Πάμφιλα, την Καλλονή, την Αγιάσο, τη Γέρα και την Αγία Παρασκευή. Ωστόσο, η αξία αυτών είναι αποτιμημένη με βάση την αξία κτίσης και τις δαπάνες που έχουν γίνει επί αυτών, μια και η Ένωση ακολουθεί το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο. Δηλαδή στον ισολογισμό της Ένωσης δεν απεικονίζεται η πραγματική τους αξία, που σίγουρα είναι πολύ μεγαλύτερη. Αν αποτυπωθεί η πραγματική αξία των ακινήτων, η εικόνα του θα είναι πολύ διαφορετική. Σύμφωνα με την έως τώρα αποτίμησή τους, δεν έχει γίνει απόσβεση της αξίας τους για το 2009 κατά 8,4 εκατ. ευρώ. Δηλαδή κάλυψε το 50% των συνολικών υποχρεώσεών της. Η πραγματική αξία των ακινήτων τής ΕΑΣ Λέσβου είναι βεβαίως τουλάχιστον διπλάσια από αυτή που φαίνεται στον ισολογισμό της.

ΕΠΩΝΥΜΩΣ

Δύο σκέψεις για την Ένωση και τους συνεταιρισμούς Η αποτίμηση της οικονομικής κατάστασης της ΕΑΣ Λέσβου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Διότι δεν πρόκειται για μια ακόμη επιχείρηση, αλλά για έναν από τους βασικούς πυλώνες του πρωτογενή τομέα του νησιού. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μια επιχείρηση του τομέα της κοινωνικής οικονομίας, αφού στόχος της δεν είναι η επίτευξη κέρδους, αλλά η εξυπηρέτηση των συνεταιρισμένων παραγωγών του νησιού.

Παρά τα προβλήματά της, η Ένωση καταφέρνει έως τις μέρες μας να έχει μια σημαντική παρέμβαση κυρίως στον τομέα του ελαιολάδου, η οποία αν λείψει θα έχει δραματικές επιπτώσεις στον πρωτογενή τομέα του νησιού. Έχοντας ως βάση τα παραπάνω, μπορεί να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση για τον τρόπο που πορεύεται η ΕΑΣ Λέσβου. Εκτίμησή μας είναι πως η Ένωση και οι πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ενιαίο σύνολο που δε θα απεμπολήσει ποτέ το συνεργατικό χαρακτήρα του. Κρίσιμο ζήτημα είναι να ανασυγκροτηθούν οι συνεταιρισμοί με βάση τις παραγωγικές δυνατότητες, κι όχι με χωροταξικά κριτήρια. Οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί θα πρέπει να συμφωνήσουν ότι η συμμετοχή τους στους συνεταιρισμούς συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις σαφώς προσδιορισμένα. Δεν έχει κανένα νόημα η συμμετοχή ενός ελαιοπαραγωγού σε συνεταιρισμό όταν η τιμή που πουλάει το λάδι του στην Ένωση ή το συνεταιρισμό του είναι η ίδια με αυτήν που το πουλάει κι όποιος ελαιοπαραγωγός δεν είναι μέλος. Η ανασυγκρότηση των συνεταιρισμών θα δώσει πλεονάζον προσωπικό, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους. Η συγκέντρωση μεγαλύτερων ποσοτήτων ελαιολάδου θα επιτρέψει στην Ένωση να πουλάει η ίδια λάδι στους Ιταλούς εμπόρους αντί για τους Έλληνες μεσάζοντες. Επίσης στον τομέα αυτό θα πρέπει να αναπτυχθούν νέα προϊόντα, αλλά και να γίνει διαφοροποίηση στα τυποποιούμενα ελαιόλαδα. Για παράδειγμα, το ελαιόλαδο του Συνεταιρισμού Στύψης, μέσα σε έναν ενιαίο σχεδιασμό, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε premium ελαιόλαδο του νησιού.

Ο σχεδιασμός για δημιουργία κοινοπραξίας που θα εμπορεύεται τις ζωοτροφές, πρέπει να επανέλθει και να υλοποιηθεί. Όπως επίσης είναι ανάγκη να παρέμβει η Ένωση στην αγορά του γάλακτος και του κρέατος, σε συνεργασία με τους πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς. Πέραν αυτών, η Ένωση και οι συνεταιρισμοί πρέπει να τολμήσουν την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων. Για παράδειγμα, είναι εξωφρενικό σε ένα νησί με τόσο μεγάλο αριθμό τοπικών προϊόντων να μην υπάρχουν συνεταιριστικά πρατήρια εμπορίας τους. Αν γίνουν οι παραπάνω κινήσεις, η Ένωση και οι πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί δεν έχουν κανένα λόγο να φοβούνται το μέλλον. Αντιθέτως, πιστεύουμε ότι έχουν πολλές δυνατότητες να αναπτυχθούν και να συμβάλουν ουσιαστικά στη βελτίωση της θέσης των παραγωγών του νησιού. Ας μην ξεχνάμε ότι το ελαιόλαδο, παρά τις χαμηλές τιμές παραγωγού, είναι ένα προϊόν με λαμπρές προοπτικές, του οποίου η κατανάλωση διαρκώς διευρύνεται. Μάλιστα, τα εξτρίσιμα ελαιόλαδα (πολύ καλής ποιότητας έξτρα παρθένα ελαιόλαδα) δίνουν ικανοποιητικό εισόδημα και στους παραγωγούς. Μια ματιά στις τιμές ελαιολάδου που συναντάμε σε ορισμένες περιοχές της Ιταλίας, αποδεικνύει τη βασιμότητα των όσων αναφέρουμε. Ας μην ξεχνάμε πως η αντιμετώπιση των άμεσων οικονομικών προβλημάτων τής ΕΑΣ Λέσβου απαιτεί να υλοποιηθούν αποφάσεις που ήδη έχουν ληφθεί. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχει πρόθεση να πουληθεί ένα ακίνητο της Ένωσης προκειμένου να μειωθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της και να βελτιωθεί η ρευστότητα. Είναι ανάγκη, όμως, η απόφαση αυτή να υλοποιηθεί. Εναλλακτικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κι άλλες μορφές αξιοποίησης ακινήτων.

Μοιράσου το άρθρο!