Skip to main content
|

Χριστούγεννα στο χωριό…Γράφει ο Στράτος Γιαννής

Χριστούγεννα στο χωριό…Γράφει ο Στράτος Γιαννής

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
5'
Λέξεις Κλειδιά :
Στράτος Γιαννής

Γράφει ο Στράτος Γιαννής

Πάντα τα Χριστούγεννα είναι ιδιαίτερα για τα παιδιά, κάτι τα στολισμένα δέντρα, κάτι τα χρωματιστά λαμπάκια, τα κάλαντα, τα δώρα, οι διακοπές από το σχολειό, τα έκαναν την αγαπημένη γιορτή των παιδιών που αργότερα θα την θυμούνταν με μια γλυκιά μελαγχολία, όπως και όλα τα όμορφα πράγματα που ζούσαμε μικροί και τα βλέπαμε με μια διαφορετική, πιο αθώα ματιά. Κάπως έτσι τα θυμάμαι εγώ τα Χριστούγεννα και πιστεύω και αρκετοί άλλοι μαζί με εμένα…

Δεκέμβριος κάποιας χρονιάς περασμένης, τόσο περασμένης που σχεδόν είναι ξεχασμένη η χρονιά, αλλά όχι και η  γιορτή των Χριστουγέννων. Περίπου 20 χρόνια πριν (ίσως και λίγα παραπάνω) όταν ήμουν ακόμα παιδί και ζούσα στην Πελόπη, μία Πελόπη όχι πολύ διαφορετική από την σημερινή ,( άλλωστε στα χωριά οι ρυθμοί είναι πάντα λίγο πιο αργοί),  παντού στους δρόμους μύριζε το καμένο ξύλο από τις σόμπες και κάπου κάπου αναγνώριζες και την μυρωδιά από τα κάστανα που ψήνονταν σε κάποιο τζάκι. Οι δρόμοι ήταν άδειοι αφού όλοι οι συγχωριανοί μαζεύονταν από νωρίς στα καφενεία γύρω από τις φουφούδες με το κομπολόι στα χέρια και το καφεδάκι τους, που αργότερα θα έδινε την θέση του στο κονιάκ για να ζεσταθούν και λίγο αργότερα στο ούζο με τον μεζέ. Ακόμα θυμάμαι τον Βαγγέλη τον κουρέα του χωριού να κοιτάζει στον δρόμο πίσω από την τζαμαρία του μπαρμπέρικου του, λίγο παραδίπλα από το σπίτι μου και τον Λευτέρη απέναντι να ετοιμάζει τους μεζέδες στο καφενείο του. Ήσυχες μέρες και ακόμα περισσότερο ήσυχες νύχτες…. Η εικόνα αυτή τις γιορτινές μέρες άλλαζε ελάχιστα αφού τα στολίδια έξω στους δρόμους ήταν ελάχιστα, άλλες εποχές θα μου πείτε, μόνη αλλαγή τα χρωματιστά φώτα στο δέντρο στην αυλή του κυρ-Δημήτρη και τα χριστουγεννιάτικα σχέδια στα τζάμια του παντοπωλείου του κυρ-Γιώργου, αλλαγές μικρές ασήμαντες που όμως τώρα 20 χρόνια μετά ακόμα τις θυμάμαι.Μέσα στα σπίτια όμως η εικόνα άλλαζε….  τα Χριστούγεννα  τρύπωναν σε κάθε σπίτι του χωριού  σε κάθε γωνιά και άφηναν μία μαγική αίσθηση, οι καλονοικοκυρές έφτιαχναν από νωρίς τα γλυκά τους, μαφίσα (τα μελομακάρονα) και πλατσέντα ή φνίκια  (οι δίπλες ) όπως τα λέμε εμείς, για να έχουν να κερνάνε τους συγγενείς και τους φίλους που θα πέρναγαν αυτές τις μέρες από τα σπίτια και για αυτούς που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους,  τα χριστουγεννιάτικα δέντρα  (μικρά συνήθως) με την απαραίτητη χάρτινη φάτνη έπαιρναν την θέση τους στο σαλόνι ή την κουζίνα και στολίζονταν με τα λαμπιόνια τους , που κάθε χρόνο θα είχαν πρόβλημα και θα μας έκαναν να αναρωτιόμαστε  «αφού πέρσι άναβαν…!». Οι μικρότεροι  μέρες πριν από την ημέρα των Χριστουγέννων  βρίσκαμε τα τρίγωνα μας και κανονίζαμε τις ομάδες που θα βγαίναμε για να πούμε τα κάλαντα, πάντα την μέρα των Χριστουγέννων και αφού θα τελείωνε η πρωινή λειτουργία, (ο εκκλησιασμός ήταν απαραίτητος, συνήθεια που ακόμα κρατάω),  η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε αποτελούσε ολόκληρο στρατηγικό σχέδιο αφού θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από την Εκκλησία να περάσουμε από όλο το χωριό να καταλήξουμε κοντά στα σπίτια μας και να έχουμε περάσει πρώτοι από τα σπίτια των συγγενών μας, αφού πάντα από εκεί παίρναμε το καλύτερο μπαχτσίσι που γινόταν ακόμα μεγαλύτερο αν είχαμε και την πρωτιά. Ολόκληρο το προηγούμενο βράδυ είμασταν υπ΄ ατμόν, καθαρίζαμε τα τρίγωνα μας που πάντα μπλέκονταν μεταξύ τους από τα δαχτυλίδια  τους και τρίγωνο με χτυπητήρι γίνονταν ένα σώμα, είχαμε κατά νου και τα κάλαντα της προηγούμενης χρονιάς, πού είχαμε πάει και δεν μας άνοιξαν, πού  αργήσαμε να πάμε, ποια σπίτια ξεχάσαμε, το μόνο που δεν μας απασχολούσε ήταν το αν ξέραμε τα κάλαντα, αυτό το θεωρούσαμε αυτονόητο.

Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,

Χριστού τη θεία Γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,

ο Βασιλεύς των Ουρανών και ποιητής των όλων.

Κάπου εδώ κολλάγαμε και ένα και του χρόνου , χρόνια πολλά  και είμασταν  έτοιμοι, είχαμε φροντίσει βέβαια να το πούμε αρκετά αργά για να φαίνεται μεγάλο σε διάρκεια αλλά και για να δίνουμε και τον απαραίτητο χρόνο στις νοικοκυρές να πλύνουν τα χέρια τους (αφού τις πετυχαίναμε πάντα πάνω στην προετοιμασία του φαγητού) και να έρθουν να μας ευχηθούν. Νωρίς νωρίς λοιπόν ξυπνάγαμε, πηγαίναμε στην εκκλησία και με το Δι’ ευχών του παπά-Γιωργή ξεχυνόμασταν στο χωριό, ένα χωριό γεμάτο παρέες από παιδιά που με τα τρίγωνα στο χέρι σταματάγαμε σε κάθε πόρτα και ρωτάγαμε « να τα πούμε;», « να τα πείτε, να τα πείτε», ή όπως λέγαμε τότε στο χωριό «θεία να τα πούμη;» ,«πούτη τα, πούτη τα», πολύ σπάνια κάποιος να μην μας άνοιγε ή να μας έλεγε ότι πέρασαν άλλοι, τί στενοχώρια παίρναμε τότε, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε το γιατί, τι πείραζε να τα λέγαμε και εμείς; Μέχρι τις Δώδεκα περίπου το μεσημέρι γυρνάγαμε από σπίτι σε σπίτι και τα λέγαμε, κάπου κάπου συναντιόμασταν και με άλλες παρέες και ανταλλάσαμε τις εμπειρίες της ημέρας, ποιος μας έδιωξε, ποιος μας έδωσε μεγάλο μπαχτσίσι, ποιός όχι και το βασικότερο όλων, πόσα μαζέψαμε μέχρι αυτήν την στιγμή… είχαμε έναν άτυπο διαγωνισμό για το ποιος μάζεψε τα περισσότερα· όχι τόσο για τα χρήματα όσο για την πρωτιά, λες και μας βαθμολογούσαν για τις φωνητικές μας ικανότητες. Αφού γυρνάγαμε σχεδόν όλο το χωριό ερχόταν και η ώρα να μοιράσουμε τα χρήματα που είχαμε μαζέψει και να κάνουμε τον απολογισμό μας, τα πήγαμε καλύτερα από πέρυσι ή όχι, άραγε είμασταν εμείς οι καλύτεροι για φέτος; Ποιός νοιαζόταν  άραγε πραγματικά για το πόσα βγάλαμε, αφού λίγη ώρα αργότερα το μόνο που συζητούσαμε ήταν το πόση ώρα γυρνάγαμε στο χωριό, (εκεί ξεκίναγε και ο δεύτερος άτυπος διαγωνισμός για το ποιά ομάδα έκανε την περισσότερη ώρα) και ποιοί μας έδιωξαν από τα σπίτια τους χωρίς να μας αφήσουν να τα πούμε. Αυτό μας έμενε τελικά· η χαρά από την μεγάλη βόλτα στο χωριό και η πίκρα της άρνησης από τους λίγους… Όχι πολύ ώρα αργότερα βρισκόμασταν στο γιορτινό τραπέζι, λιτό αλλά γεμάτο, γεμάτο από ζεστασιά, αγάπη και θαλπωρή. Το φαγητό κάθε χρόνο αυτή  την μέρα ήταν το ίδιο· αρνάκι ή κατσικάκι με χόρτα φρικασέ και ενώ δεν ήταν η μόνη μέρα που το τρώγαμε, ήταν πάντα πιο νόστιμο γιατί ήταν το χριστουγεννιάτικο, λες και τα Χριστούγεννα έπεφταν σαν καρύκευμα στα φαγητά και τους έδιναν μια άλλη ξεχωριστή γεύση. Κάπως έτσι τα Χριστούγεννα μας αποχαιρετούσαν μετά το μεσημεριανό τραπέζι και οι ζωές μας έμπαιναν και πάλι στους καθημερινούς τους ρυθμούς…. για λίγο όμως μόνο αφού πολύ γρήγορα θα μας ερχόταν η Πρωτοχρονιά και θα μπαίναμε και πάλι στην διαδικασία των καλάντων, της βασιλόπιτας και του φλουριού (πιο πολύ αυτό μας ένοιαζε), αλλά και των δώρων που θα μας έφερνε ο Άγιος Βασίλης….

αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία… Καλά Χριστούγεννα σε όλους σας με υγεία

              και περισσότερα χαμόγελα…

 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία