Η μακαρονάδα των Χριστουγέννων
Η ένδειξη «μη αποδεκτή συναλλαγή» στην πιστωτική του κάρτα ήταν το πρώτο μήνυμα πως τα φετινά Χριστούγεννα θα ήταν δύσκολα. Ζήτησε συγγνώμη από την ταμία του σουπερμάρκετ, αφαίρεσε κάποια πράγματα από το καλάθι και ξαναδοκίμασε. Τζίφος! Αφαίρεσε κι άλλα, ενώ μια σιωπηλή αγανάκτηση άρχισε να υποβόσκει στην ανθρώπινη ουρά που μεγάλωνε πίσω του.
«Μη επαρκές υπόλοιπο», ήταν η νέα αρνητική απάντηση στην οθόνη από τον ασυγκίνητο υπολογιστή της τράπεζας. Το διαβολομηχάνημα γνώριζε να χειρίζεται τη γλώσσα αλλά δεν καταλάβαινε γρι από ανάγκες κι επιθυμίες. Ξαναδοκίμασε, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Απλά το μηχάνημα, σε μια υπερφίαλη επίδειξη ελληνομάθειας, άλλαξε την απάντηση: «Υπέρβαση πιστωτικού ορίου».
Οι διαμαρτυρίες των πελατών πίσω του στην ουρά έγιναν έντονες. Παραμονή Χριστουγέννων κι όλοι βιάζονταν. Η διευθύντρια του καταστήματος έσπευσε αγχωμένη. Τους προώθησε στο διπλανό ταμείο και τον πλησίασε. Έμοιαζε αγριεμένη αλλά παραδόξως αντί να τον μαλώσει, έδειξε κατανόηση.
– Αν θέλετε βάλτε ένα-ένα τα πράγματά σας, να δούμε πόσο υπόλοιπο έχει η κάρτα σας, του είπε ευγενικά.
Την ευχαρίστησε με ένα νεύμα και ξεκίνησε. Δύο πακέτα μακαρόνια… ΟΚ, ένα φακελάκι καφέ… ΟΚ, ένα χαρτοκούτι γάλα… ΟΚ, ένα σακουλάκι ρύζι… ΟΚ, ένα βιβλιαράκι με ζώα της ζούγκλας για την κορούλα του… ΟΚ, ξυλομπογιές για να το ζωγραφίσει… Στοπ. Βούρκωσε· έβγαλε τον καφέ κι άφησε τις ξυλομπογιές.
Η διευθύντρια τον λυπήθηκε· έφερε καφέ από άλλη εταιρία που ήταν σε προσφορά κι ευτυχώς η κάρτα το δέχτηκε. Του άλλαξε το ρύζι με άλλης μάρκας που ήταν ‘1+1 δώρο’ και δεν του χρέωσε την πλαστική σακούλα, καθώς η κάρτα του δεν άντεξε ούτε το εννιάλεπτο που κόστιζε.
Κίνησε βαρύθυμος για το σπίτι. Φίλησε την κόρη του και την έβαλε για ύπνο. Τύλιξε σε μια παλιά γιορτινή συσκευασία τις ξυλομπογιές και το βιβλιαράκι, τα έβαλε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο κι έπεσε για ύπνο.
Όπως κοιμήθηκε έτσι ξύπνησε. Με το ίδιο πλάκωμα να τον βαραίνει. Τι κι αν ήταν Χριστούγεννα. Το χαμόγελο της κόρης του μόλις βρήκε το δώρο της, του έφτιαξε το κέφι. Έβαλε να της ζεστάνει λίγο γάλα, ενώ εκείνη άρχισε να χρωματίζει ένα λιοντάρι. Έφτιαξε κι εκείνος έναν καφέ και κάθισε δίπλα της, στον καναπέ. Την βοήθησε στις ζωγραφιές αλλά το μυαλό του δεν ήταν συγκεντρωμένο. Προσπαθούσε να βρει λύση στο ζήτημά του.
Γιορτινές μέρες και το μέλλον αβέβαιο. Και καλά για τον ίδιο αλλά τη μικρή πώς θα την ξεγελούσε. Το επίδομα ανεργίας είχε λήξει, δουλειά κανονική πουθενά. Την έβγαζε με κάτι μαύρα μεροκάματα που έβρισκε πού και πού, είχε και την πιστωτική, κατάλοιπο απ’ τις καλές ημέρες, τώρα μπούκωσε κι αυτή.
Στον τοίχο μια κορνίζα του θύμισε ένα πτυχίο που είχε πάρει κάπου, κάποτε. Τότε που γεμάτος ελπίδες είχε φύγει 18χρονος απ’ το νησί του κι ήρθε στην μεγάλη πόλη να δουλέψει και να σπουδάσει. Ήρθε κι έμεινε. Τα καλά χρόνια το πτυχίο του είχε προσφέρει μια καλή εργασιακή διέξοδο. Πήρε σπίτι, ένα δυάρι· μικρό, αλλά δεν είχε σημασία· στέγασε το κορμί του, στέγασε κι έναν έρωτα με σύμφωνο συμβίωσης, γιατί κάποια στιγμή προέκυψε το παιδί. Πήρε κι αυτοκίνητο. Όλα με δάνεια, τότε έβγαλε την πιστωτική. Δεν φοβήθηκε· δούλευαν κι οι δυο.
Ώσπου ξέσπασε η κρίση κι όλα αναποδογύρισαν. Άρχισαν οι πιέσεις και τα διλήμματα. Μείωση μισθού ή απόλυση· μείωση αναγκαστικά, τι να κάνει. Τροποποίηση της εργασιακής σχέσης ή απόλυση· τροποποίηση, φυσικά. Μετακίνηση στο νέο εταιρικό σχήμα, με πιο δυσμενείς συνθήκες, εννοείται· ναι σε όλα, μήπως είχε άλλη επιλογή.
Κάπως έτσι κύλησαν τέσσερα-πέντε χρόνια και στο τέλος απόλυση, με μια αόριστη υπόσχεση: «θα είστε η πρώτη μας επιλογή, όταν φτιάξουν τα πράγματα». Μπούρδες. Στην αρχή βολεύτηκε με το Ταμείο Ανεργίας, τώρα ούτε αυτό. Στο μεταξύ τα δάνεια φούσκωναν. Πούλησε το αυτοκίνητο, πριν το πάρει η τράπεζα· του έφυγε ένα βάρος. Το άλλο βάρος, το δάνειο του σπιτιού, δυσβάστακτο. Έκανε κάτι διακανονισμούς αλλά το χρέος… χρέος.
Έφυγε και η γυναίκα για δουλειά στο εξωτερικό, με προοπτική να επιστρέψει ώστε να τον βοηθήσει να ξελασπώσει. Του άφησε το κοριτσάκι. Έστειλε κάτι φράγκα στην αρχή, έπειτα μόνο μηνύματα στο viber και στο messenger και μετά σιωπή για μήνες. Στο εξάμηνο ένας δικηγόρος τον κάλεσε να υπογράψει τη λύση του συμφώνου συμβίωσης «καθώς οι αντικειμενικές συνθήκες δεν επιτρέπουν τη συνέχιση της συμβίωσης, λόγω της μόνιμης εγκατάστασης του ενός μέλους εκτός Ελλάδος».
– Και το παιδί; ρώτησε.
– Η πελάτις μου δεν το έχει διευκρινίσει αυτό το ζήτημα, θα το δούμε στην πορεία, ήταν η απάντηση.
Υπέγραψε· τα είχε χάσει όλα, δεν ήθελε να χάσει και την κόρη του. Μίλησε με δικηγόρο: «ο νόμος ευνοεί τη μάνα», του είπε, «αλλά αφού εγκατέλειψε το παιδί, έχεις πιθανότητες»· του έδωσε ελπίδες. Τελικά, δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτε, διότι μετά τη λύση της συμβίωσης δεν υπήρξε ούτε φωνή ούτε ακρόαση από εκείνη.
Έβαλε νερό στην κατσαρόλα να βράσει κι άνοιξε το ένα πακέτο μακαρόνια. «Χριστούγεννα με μακαρονάδα, πώς κατάντησα έτσι», μελαγχόλησε. Άνοιξε το ψυγείο· ήταν σχεδόν άδειο. Το τυρί και το βούτυρο είχαν τελειώσει. Μόνο δυο-τρεις ντομάτες υπήρχαν. Πήρε μία και την έτριψε στον τρίφτη, να φτιάξει τη σάλτσα. Ευτυχώς λάδι είχε.
Του έστελνε η αδερφή του από το νησί· όχι πολύ, αλλά τα βόλευε. Αν δεν ήταν κι εκείνη θα πεινούσαν. Τους έστελνε και κανένα πακέτο πού και πού. Λίγα αυγά, ένα ξερό τυρί, μερικά κομμάτια πίττα, μια κότα σπανιότερα. Ό,τι μπορούσε, γιατί με τέσσερα κουτσούβελα δυσκολευόταν. Φέτος δεν έστειλε πακέτο.
Ο γαμπρός του μουρμούριζε, κι ας τον είχε αφήσει γενικό διαχειριστή της πατρικής περιουσίας, χωρίς να έχει απαιτήσεις. Του είχε κακοφανεί που πούλησε το μοναδικό οικοπεδάκι που είχε από τη μάνα του, κι ας το έκανε για να γλιτώσει το δυάρι, να μην του το πάρει η τράπεζα.
Όταν ξεμπέρδεψε με το σύμφωνο συμβίωσης, σκέφτηκε σοβαρά να πουλήσει το δυάρι και να γυρίσει στο χωριό. Πήγε το καλοκαίρι με τη μικρή αλλά το περιβάλλον δεν τον σήκωνε. Τα μισόλογα πίσω από την πλάτη του, μυτερά καρφιά στο σταυρό που κουβαλούσε.
«Σαράντα χρονών μαντράχαλος και κάθεται!»
«Ήθελε και παιδί, σα δε ντρέπεται».
«Καλά του έκανε και τον παράτησε η γυναίκα».
«Σιγά που ήταν γυναίκα του, αστεφάνωτη την είχε!»
Έλειπε χρόνια και είχε ξεμάθει αυτή την πλευρά της επαρχίας, τα σκληρά σχόλια που σε σταυρώνουν καθημερινά. Ο ίδιος θα το ξεπερνούσε αλλά δεν ήθελε να μεγαλώσει το κορίτσι του σε τέτοιο περιβάλλον. Αντί να πουλήσει το δυάρι και να φτιάξει ένα προκάτ στο οικοπεδάκι της μάνας του όπως σχεδίαζε, πούλησε το οικόπεδο για να ξεχρεώσει το σπίτι στην πόλη κι έριξε μαύρη πέτρα.
Έβαλε τα μακαρόνια στο βραστό νερό και τη λειωμένη ντομάτα στο τηγάνι με λίγο λάδι. Ο ατμός της κατσαρόλας θάμπωσε τα γυαλιά του και τα μάτια του δάκρυσαν. Ή μήπως ήταν από τις πικρές αναμνήσεις.
«Δεν είχαν πολύ άδικο», μουρμούρισε, «σαράντα χρονών και δεν μπορώ ούτε την κόρη μου να ταΐσω», του ήρθε ο λυγμός σαν σκέφτηκε τα γεγονότα στο χωριό.
– Κοίτα μπαμπά! Η φωνούλα της μικρής, που του έδειχνε από το τραπέζι το ζωγραφισμένο λιοντάρι, τον επανέφερε στο σήμερα.
– Τέλειο, της φώναξε, και μια απαλή αύρα του στέγνωσε τη βροχή από τα μάτια.
Σέρβιρε την μακαρονάδα σε δυο πιάτα και κάθισαν στο τραπέζι.
– Μμμμ! Πολύ νόστιμη, ψιθύρισε η μικρή μπουκωμένη.
Το σαγόνι της ήταν πασαλειμμένο από την σάλτσα. Έβαλε τα γέλια και της το σκούπισε.
– Σαν ξωτικό του Άη Βασίλη, είσαι, την πείραξε.
– Σου έχω κι εγώ ένα δώρο, του είπε εκείνη πονηρά.
Έτρεξε στο δέντρο. Από πίσω είχε κρύψει ένα μικροσκοπικό δεματάκι, τυλιγμένο σε χρωματιστό χαρτί. Του το έδωσε με ένα φιλί.
– Καλά Χριστούγεννα, μπαμπά! φώναξε γελαστή.
Το ξετύλιξε. Ήταν ένα σοκολατάκι.
– Μας τα έφερε στο νηπιαγωγείο μια κυρία και πήρα και για σένα, φώναξε με καμάρι η μικρή κι έκανε αυτή την απίθανη γκριμάτσα που του έδιωχνε κάθε έγνοια.
Την πήρε αγκαλιά, την στριφογύρισε στον αέρα και τα ξέχασε όλα. Σήμερα είναι Χριστούγεννα, σκέφτηκε. Για αύριο έχει ο Θεός.