Άρθρα - Γνώμες

15/02/2019 - 06:42

Η ποιητική του έρωτα και ο άθλος της αγάπης

yle="text-align: justify;">Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ Ο ΑΘΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Του Αθανασίου Ι. Καλαμάτα
Θεολόγου Καθηγητή στο Πειραματικό ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης
του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ

Δεν είναι λίγες οι φορές, μάλλον είναι οι περισσότερες, που στο άκουσμα της λέξης έρως ουκ ολίγοι εξαντλούνται σε εκείνο το πονηρό χαμόγελο που δημιουργεί την αίσθηση ότι μιλάμε για κάτι το απαγορευμένο και ανίερο. Η δυσανασχέτηση αυτή δείχνει να μεγεθύνεται περισσότερο σε εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίες προέρχονται από τις γνωστές, χθεσινές και σημερινές, παρεκκλησιαστικές και ευσεβιστικές ομάδες που καυχώνται ότι ανήκουν στο χώρο της Εκκλησίας. Όσοι έχουν μελετήσει τη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία, σίγουρα θα έχουν δει περιπτώσεις, νέων κυρίως ανθρώπων, να σπαταλούν τη νιότη τους στην επικρατούσα από τους πνευματικούς τους ταγούς αντίληψη ότι ο έρωτας είναι αμαρτία. Όμως, αν εδώ απόψε κλήθηκα να σας μιλήσω για την ποιητική του έρωτα και τον άθλο της αγάπης, δεν σημαίνει ότι θα αναφερθώ σ’ αυτές στις περιπτώσεις δύσμοιρων νεανιών και νεανίδων, που κάποιοι τους έμαθαν ότι ο έρωτας είναι ένα θανάσιμο αμάρτημα. Ωστόσο, για να είμαι τίμιος και ειλικρινής απέναντί σας, στην αποψινή μου εδώ παρουσία, οφείλω να πω ότι πάντοτε το ευσεβιστικό στοιχείο της Εκκλησίας, στηριζόμενο στην «εξουσιαστική διάθεση ανθρώπων ανήμπορων να ζήσουν μια πραγματική ζωή – και είναι αλήθεια πως όποιος δεν ζήσει τη δική του ζωή παλεύει να ερημώσει τις ζωές των άλλων -, κατάφερε μια σχεδόν ολική αφαίμαξη της Εκκλησίας».
Με αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις μπαίνω λοιπόν στο κυρίως θέμα μου.


«Εχθές έχωσα κάτω απ’ την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της. Όλο το απόγευμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ’ τις αυλές με νόημα. Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο. Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε».


Χαρακτηριστικότατο ετούτο το απόσπασμα του νομπελίστα ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη, καθώς φαίνεται, ιεροποιεί τον έρωτα και από τη θέση της θεολογικής ευθύνης μου, για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, με θεολογική αυτοσυνειδησία οφείλω να σας πω ότι, αιώνες πριν το Ελύτη, τον 5ο αιώνα ο συγγραφέας των αρεοπαγιτικών κειμένων, ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, απευθυνόμενος στους χριστιανούς της εποχής του, τους έλεγε να μην φοβούνται το όνομα του έρωτα, πολύ περισσότερο δε την εμπειρία του. Στην προγενέστερη και τη μεταγενέστερη, βιβλική και πατερική παράδοση της Εκκλησίας ο έρωτας αποτελούσε το βασικότερο συστατικό της δημιουργίας του κόσμου. Ορθότατα, αγαπητός συνάδελφος θεολόγος, καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Χρυσόστομος Σταμούλης, γι’ αυτήν τη βασική συνιστώσα σχέσης Θεού κι ανθρώπου, με καίριο λόγο επισημαίνει τα εξής «ο Θεός από έρωτα δημιουργεί τον άνθρωπο, και τον καλεί στη δημιουργική έκφραση της ερωτικότητάς του. Και η σάρκωση δεν είναι τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο, παρά η μεγέθυνση τούτου του αρχικού έρωτα, η έκρηξη της αγάπης του Θεού, που δίνεται ολοκληρωτικά για να προσλάβει ολοκληρωτικά τον αγαθό καρπό της δημιουργίας του». Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανής η οντολογική προσέγγιση του έρωτα. Εξαιτίας του υπάρχουμε και εξαιτίας του είμαστε τα αποτελέσματα μιας «εκστατικής αγάπης που απλώνεται έως του σημείου να αποδεικνύεται κραταιά σαν το θάνατο».


Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας ο έρωτας δόθηκε από Θεό και θωρείται φυσικό ένστικτο. Δεν επιθυμώ εδώ να σας παραθέσω αποσπάσματα από τη διδασκαλία τους, άλλωστε αυτά μπορεί κανείς να τα βρει σε ιδιαίτερα κατατοπιστικές μελέτες συναδέλφων θεολόγων, που μακριά από νοοτροπίες που ταυτίζουν τον έρωτα μόνο με τη σεξουαλικότητα και τη λαγνεία, τον τοποθετούν στη σωστή του βάση, γράφουν θα ‘λεγα για τη θεολογία του έρωτα. Δύο, όμως, σύντομα παραδείγματα είναι νομίζω αναγκαία να αναφέρω, για να καταδείξω ότι η πραγματική φύση του έρωτα καμιά σχέση δεν έχει με το δίλημμα μεταξύ ενός ανέραστου και ενός έκλυτου βίου, που τελικά είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος θέλοντας να δείξει πως ο απόστολος Παύλος συνεχώς δήλωνε την αγάπη του προς το Χριστό, επικαλείτο τους ερωτευμένους, οι οποίοι δεν μπορούν να κρατήσουν κρυφό τον έρωτα και την αγάπη τους, αλλά τον κάνουν γνωστό σε όλους. Στην ίδια σχεδόν τροχιά κινείται και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος που παραβάλλει τον θείο έρωτα με τον ανθρώπινο. Για τον τελευταίο, μάλιστα, ο γνωστός Χρήστος Γιανναράς παλαιότερα, το 1971, έχει γράψει ένα εξαιρετικό βιβλίο: Η μεταφυσική του σώματος, η οποία από ένα αρκετά μεγάλο μέρος του θεολογικού κόσμου αδίκως κατακρίθηκε ως αιρετική, γιατί ο συγγραφέας σε μια εποχή που στον εκκλησιαστικό χώρο κυριαρχούσε ο ευσεβισμός και οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, τολμούσε και υποστήριζε το αυτονόητο: «ότι η δυνατότητα της ερωτικής αναφοράς, το πάθος της ερωτικής αγάπης, είναι η προϋπόθεση για τη σωστή σχέση με το Θεό, και αυτή η προϋπόθεση γίνεται αποδεκτή χωρίς τους ενδοιασμούς της αντικειμενικής (δηλαδή της απροσωποποιημένης κοινωνικής ηθικής».


Γίνεται, λοιπόν, φανερό πως στο πλαίσιο κατανόησης του έρωτα με υγιή θεολογικά και εκκλησιαστικά κριτήρια, η προσπάθεια ταύτισής του μόνο με το σεξ είναι πράγματι ένα πρόβλημα που οδηγεί είτε στην «εκπευμάτωση της ύλης» είτε στην «αποσάρκωση του πνεύματος». Γι’ αυτό στον αντίποδα τέτοιων εκφυλιστικών μορφών του έρωτα, εκεί όπου η βουλιμική παρόρμηση από τη φύση της γίνεται θηριώδης, εκεί που η «κλωνοποίηση του έρωτα είναι από τους πιο απάνθρωπους βιασμούς της ανθρώπινης φύσης», πάντα θα υπάρχει το βασικό αξίωμα που θέλει τη σχέση, δηλαδή τον έρωτα, να μην καταργεί το ανθρώπινο πρόσωπο ως «γεγονός ελευθερίας», γιατί αν καταργηθεί, τότε αυτό σε καμιά περίπτωση δεν θα είναι έρωτας κι αγάπη, αλλά τυραννία. Στον αληθινό έρωτα και στην αληθινή αγάπη το «ατομικό θέλημα σταυρώνεται και ανασταίνεται σε προσωπικό».


Οι ανθρωπολογικές και θεολογικές προϋποθέσεις σχετικά με τον έρωτα και την αγάπη σε ουδεμία περίπτωση δεν ερμηνεύονται ανάλογα με τις προσωπικές πεποιθήσεις που ο καθένας έχει. Φέρνω το παράδειγμα της λανθασμένης ταύτισης του έρωτα με τη σεξουαλικότητα για να γίνω πιο κατανοητός. Πολλοί είναι εκείνοι, ένθεν κακείθεν, από την πλευρά του ευσεβισμού που θέλει τον έρωτα απαγορευμένο διότι όπως πιστεύει είναι αμαρτωλός, κι από την πλευρά του εκφυλισμού που θέλει τον έρωτα να είναι μόνο η σεξουαλικότητα. Και οι δύο αυτές θεωρήσεις συνιστούν δύο τραγικές για τον άνθρωπο ερμηνείες του έρωτα. Η πρώτη, τον θεωρεί ανήθικο, ανίερο, απαγορευμένο, ενώ η δεύτερη, τον βλέπει εγωιστικά, ατομικά. Οφείλουμε, όμως, εδώ να τονίσουμε ότι η Εκκλησία δεν αποκλείει την σεξουαλικότητα, αλλά τη βλέπει ως μια κίνηση του ανθρώπου εκτός της ατομικής του ύπαρξης. Το παρακάτω απόσπασμα από την Κλίμακα του αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, νομίζω ότι είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό. Λέγει: «εκείνος που είναι αληθινά ερωτευμένος πάντοτε περιστρέφεται γύρω από το αγαπημένο πρόσωπο και με αυτό όλη την ώρα είναι αχόρταγα αγκαλιασμένος. Αυτός ούτε στον ύπνο του δεν αποχωρίζεται από το πρόσωπο του πόθου του, αλλά σ’ αυτό το αγαπημένο πρόσωπο κατασκηνώνει».


Κλείνω την ομιλία μου με δύο βασικές παρατηρήσεις. Στοχεύουν στην απενοχοποίηση του έρωτα που ως ποιητική έκφραση του ανθρώπινου προσώπου οδηγεί στον άθλο της αγάπης. Είναι γεγονός ότι σε παλαιότερες εποχές ο πολυδιαφημισμένος πουριτανισμός είχε οδηγήσει στην απαγόρευση της συζήτησης για τον έρωτα. Σήμερα η πολυδιαφημισμένη ερωτική ελευθερία έχει φτάσει στο άλλο άκρο, στην παθολογία της ταύτισης του έρωτα με την σεξουαλικότητα. Η ομορφιά, όμως, του ανθρώπινου προσώπου, κοινή σ’ όλους τους ανθρώπους της γης, δείχνει αυτό που γράφει ο πολύς Φιόντορ Ντοστογιέφσκι: «η αγάπη είναι ανώτερη από τη ζωή, η αγάπη είναι το στεφάνι της ζωής και πως είναι δυνατό να μην το προσκυνήσει η ζωή;»


Η δεύτερη παρατήρηση είναι ποιητική έκπληξη. Προέρχεται από τη γραφίδα της κορυφαίας σήμερα εν ζωή Ελληνίδας ποιήτριας, της Κικής Δημουλά. Έχω την γνώμη ότι κάποτε η Εκκλησία και η Θεολογίας της οφείλει να αναζητήσει και στην ποίηση το νόημα της αληθινής διδασκαλίας της: «Ο έρωτας όνομα ουσιαστικόν / πολύ ουσιαστικόν, / ενικού αριθμού, / γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού, / γένους ανυπεράσπιστου. / Πληθυντικός αριθμός / οι ανυπεράσπιστοι έρωτες».

---------------------

 

* Απόσπασμα της ομιλίας που έγινε στην Φραγκοκλησιά της Μυτιλήνης, στο πλαίσιο του πολιτιστικού Φεστιβάλ Island of Love, (7 Φεβρουαρίου 2017)

Μοιράσου το άρθρο!