Η ψαροταβέρνα του Ανδρέα από τη Βρίσα στο κέντρο της Αθήνας
Η περιοχή γύρω από την Ομόνοια ήταν ανέκαθεν πολύβουη, πολυτάραχη και πολυαγαπημένη. Διαβάζοντας την ιστορία της, σκέφτομαι ότι θα ήθελα πολύ να την είχα ζήσει την εποχή που ήταν εντελώς εξοχική και από το κέντρο της περνούσαν δύο ρέματα, ένα που κατέβαινε από την Πανεπιστημίου και ένα από τη Σταδίου. Υπήρξε κατάφυτη από αμπέλια, μετά άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται μέρος του άστεως και ολόγυρά της φυτεύτηκαν βελανιδιές.
Αργότερα προστέθηκαν διάφορα δέντρα και εξωτικά φυτά για να μεταμορφωθεί σε κοσμική πλατεία και όταν η Αθήνα ξεκίνησε να γεμίζει μεγάλα, άκομψα κτίρια, άρχισε να αποκτά εμπορική σημασία, για να γίνει λίγο-πολύ αυτό που είναι και σήμερα.
Τη δεκαετία του ’60, αν κάποιος ήθελε να δώσει ραντεβού με κάποιον που δεν ήξερε τίποτα από Αθήνα, θα επέλεγε κάποιο σημείο στην Ομόνοια. Όλοι περνούσαν από κει, γι’ αυτό και σε όλους τους γύρω δρόμους είχαν ανοίξει διάφορα μαγαζιά, από εμπορικά με ρούχα και παπούτσια μέχρι μανάβικα, ψαράδικα και κρεοπωλεία.
Η οδός Θεμιστοκλέους ήταν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους. Υπήρχαν πολλά υποδηματοπωλεία, καφενεία και διάφορες υπηρεσίες με πολλά γραφεία στους ορόφους των πολυκατοικιών.
Ένα από αυτά τα καφενεία ήταν τόπος συγκέντρωσης των παραγγελιοδόχων της Μυτιλήνης. Αν ήθελες κάτι να σου φέρουν από το νησί, θα πήγαινες εκεί και όλο και κάποιον διανομέα θα έβρισκες. Σε αυτό το μαγαζί ήρθε να δουλέψει το 1958 ο Ανδρέας Κουγκουλιός από τη Μυτιλήνη. Ο Ανδρέας αγάπησε την περιοχή και το μαγαζί. Σιγά-σιγά κατάφερε να γίνει συνέταιρος στο καφενείο και το 1970 ήρθε στα χέρια του.
Γεννημένος σε ένα χωριό της Μυτιλήνης, τη Βρίσα, είχε συνηθίσει να περνάει τα καλοκαίρια του στην ταβέρνα που διατηρούσε ο πατέρας του στην πιο κοντινή παραλία, στα Βατερά. Ήταν λογικό, λοιπόν, να θέλει να μετατρέψει το καφενείο σε ένα μαγαζί όπου θα μπορούσε κάποιος να απολαύσει έναν μεζέ ή ένα πιάτο φαγητό.
Σε αυτήν τη σκέψη του συνηγόρησε και η ύπαρξη ενός ψαράδικου στην είσοδο της στοάς όπου μέχρι σήμερα είναι το μαγαζί. Έτσι, αποφάσισε να κάνει το καφενείο ψαρομεζεδοπωλείο. Κάτι ανάλογο δεν υπήρχε ακόμη στην περιοχή, γι’ αυτό και είχε την εντύπωση ότι θα κατάφερνε να ξεχωρίσει. Έτσι κι έγινε.
Στην αρχή το μαγαζί είχε λίγα τετραγωνικά και μικρή κουζίνα. Έφερνε ο Ανδρέας τα μπουκαλάκια ούζο με τα κοφίνια από τη Μυτιλήνη, έψηνε και τα ψάρια που έπαιρνε από το ψαράδικο μπροστά και γινόταν η δουλειά. Σήμερα έχει εξαπλωθεί σε όλα τα μαγαζιά της στοάς, η οποία λειτουργεί σαν χαριτωμένη αυλή.
Αν και βρίσκεσαι μια ανάσα από την Ακαδημίας, μόλις στρίβεις στην ταβέρνα ξεχνάς ότι είσαι στην καρδιά της πόλης. Ο Μπάμπης, γιος του Ανδρέα, είχε μπει στο μαγαζί από το 1998. Ουσιαστικά κι αυτός μέσα στο μαγαζί μεγάλωσε. Ξέρει τη δουλειά καλά και, πάνω απ' όλα, ξέρει καλά την περιοχή και την αγαπάει.
«Τα Εξάρχεια είναι μία από τις πιο όμορφες περιοχές και η Θεμιστοκλέους ένας αγαπημένος δρόμος. Μπορεί κάποιοι να μην το ξέρουν, αλλά ανήκουμε κι εμείς στο ιστορικό κέντρο. Έχει γοητεία η περιοχή μας, ανέκαθεν ζούσαν ή σύχναζαν σε αυτήν μοναδικοί και ιδιαίτεροι άνθρωποι», μου λέει και ταυτίζομαι απόλυτα με την άποψή του.
Τα Εξάρχεια είναι μια μαγική περιοχή. Και η ταβέρνα του Ανδρέα παραμένει ένα ωραίο στέκι που έχει το πλεονέκτημα ότι μπορείς στα τραπεζάκια του να είσαι όσο privé θέλεις. Τι εννοώ με αυτό; Επειδή το μαγαζί είναι ουσιαστικά πολλά μαγαζιά ενωμένα, υπάρχουν διάφορα δωμάτια όπου μπορείς να βρεθείς με την παρέα σου, αποφεύγοντας την πολυκοσμία. Μάλιστα, ένα δωμάτιο από αυτά χωράει μόλις ένα μεγάλο τραπέζι, κάτι σαν σεπαρέ στην πιο λαϊκή του μορφή.
Το μαγαζί μαζεύει κάθε λογής κόσμο. Αν πας από νωρίς και πιάσεις τραπεζάκι, είναι σαν να παρακολουθείς μια ζωντανή παράσταση. «Μπορεί στην ταβέρνα να έρχονται πολλοί επαγγελματίες του δικαστικού χώρου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη νιώθει άνετα και χαλαρά στο μαγαζί. Υπάρχει μια οικογενειακή ατμόσφαιρα που την αντιλαμβάνεσαι μόλις κάθεσαι και την υιοθετείς χωρίς καν να το καταλάβεις», μου λέει ο Μπάμπης και παρατηρώ αμέσως ότι αυτό συμβαίνει.
Ένας κύριος που μέχρι εκείνη την ώρα καθόταν κι έτρωγε μόνος του, είχε πιάσει κουβεντούλα με ένα ζευγάρι που κάθισε απέναντί του, αφού πρώτα πέρασε από τη βιτρίνα με τα ψάρια και διάλεξε τι θα δώσει στον ψήστη. Εννοείται ότι ο Μπάμπης τους ήξερε όλους με τα μικρά τους ονόματα. Αλλά και όσους δεν ήξερε, τους περιποιούνταν με έγνοια.
Αυτό που μου άρεσε ήταν ότι υπήρχαν αρκετοί μοναχικοί άνθρωποι που φαίνονταν να έχουν οικειότητα με το μέρος. Είναι σημαντικό να υπάρχουν μαγαζιά όπου να μπορεί να πηγαίνει μόνος του, χωρίς να αισθάνεται ότι μεγαλώνει η μοναξιά του.
Εκτός όμως από το ανθρώπινο περιβάλλον, στον Ανδρέα υπάρχει καλό φαγητό. Μπαίνοντας από την κεντρική πόρτα του μαγαζιού, απέναντι από την οποία βρίσκεται η ανοιχτή κουζίνα, υπάρχει μια μεγάλη βιτρίνα με θαλασσινά: μεγάλα και μικρά ψάρια, μύδια, κυδώνια, στρείδια, γαρίδες και ό,τι άλλο μπορείς να επιθυμήσεις και μυρίζει Αιγαίο. Το μαγαζί προμηθεύεται τα πάντα από ένα ιχθυοπωλείο της κεντρικής αγοράς με το οποίο διατηρεί συνεργασία παραπάνω από σαράντα χρόνια.
Ο Μπάμπης δεν θέλει να έχει κανένας πελάτης παράπονο, γι’ αυτό δίνει μεγάλη προσοχή στην πρώτη ύλη. Φέρνει κάποια παστά από το νησί, προτιμά τα μυτιληνιά ούζα, μαγειρεύει με μεσσηνιακό λάδι, κοιτάει τα λαχανικά του να είναι νόστιμα, διαλεγμένα από πάγκους που ξέρει. Το πιο σημαντικό είναι ότι για τα ψητά του χρησιμοποιεί κάρβουνο, κάτι το οποίο είναι πια σπάνιο να βρεις, ιδίως στα μαγαζιά του κέντρου. Και όπως είναι γνωστό, το κάρβουνο δίνει ξεχωριστή νοστιμιά τόσο στο κρέας όσο και στο ψάρι.
Το τηγάνι του είναι επίσης καλό. Βγαίνει το ψάρι ελαφρύ, χωρίς να έχει κρατήσει λάδι. Με μια μερίδα χόρτα ή σταμναγκάθι, ένα πιάτο με ψιλή αθερίνα, μια πατάτες και μια ταραμοσαλάτα, γίνεσαι ευτυχισμένος στον Ανδρέα, ανά πάσα στιγμή.
Αν θέλεις να το ζήσεις ακόμη πιο πολύ, θα πάρεις τα όστρακα και την αχινοσαλάτα σου, θα προσθέσεις ένα ωραίο, ψητό λυθρίνι στο κέντρο του τραπεζιού με βραστά λαχανικά και θα ζήσεις μια μικρή προσομοίωση μεσημεριανού σε νησιώτικο ταβερνάκι.
«Σίγουρα, όποιος έρθει, θα δοκιμάσει το σαγανάκι μας με τις γαρίδες. Ήμασταν από τους πρώτους που φτιάξαμε γαρίδες σαγανάκι στην Αθήνα και οι πρώτοι που σερβίραμε χταποδοκεφτέδες. Ωραία πιάτα και τα τρία. Όπως και οι σουπιές με το σπανάκι και το μοσχοχτάποδο με το κοφτό μακαρονάκι που έχουν την τιμητική τους όλη τη Σαρακοστή», μου προτείνει ο Μπάμπης, ενώ χαζεύω τον κατάλογο και παρατηρώ ότι οι τιμές του είναι πραγματικά καλές.
Τον ρωτάω σχετικά και μου απαντάει ότι θέλει με κάθε τρόπο να τις διατηρήσει λογικές, για να μπορούν να έρχονται όλοι, ενώ θυμώνει με εκείνους που ανεβάζουν τις τιμές στα ύψη επειδή βρίσκονται σε τουριστικά σημεία. Δίκιο έχει και νομίζω ότι με την ίδια φιλοσοφία θα δουλεύει το μαγαζί ακόμη και όταν η περιοχή αποκτήσει περισσότερους τουρίστες, όπως φαίνεται να γίνεται.
Όταν έφυγα από τον Ανδρέα, στην πίσω σάλα βρισκόταν μια παρέα ηλικιωμένων που απολάμβαναν τα θαλασσινά μαζί με το κρασάκι τους. Στον κήπο της στοάς μια μητέρα με ένα κοριτσάκι έτρωγαν το μεσημεριανό τους, μια κυρία έπινε το τσιπουράκι της, τσιμπολογώντας αθερίνα, ένας εργάτης έκανε το διάλειμμά του και δύο δικηγόροι βρισκόντουσαν σε γεύμα εργασίας. Σε λίγο το μαγαζί θα γέμιζε – πλησίαζε μεσημέρι και τα κάρβουνα στη σχάρα είχαν πάρει φωτιά.
Ο Ανδρέας, Θεμιστοκλέους 18, Αθήνα, 210 3821522
πηγη: