Κοινωνία

02/06/2011 - 14:48

Ετών 101 με… τέσσερα τρισέγγονα! Έφυγε η τελευταία βρακοφορούσα του Ακρασίου (ίσως και της Λέσβου)

Είχε περάσει τα 100 χρόνια η Πελαγία Νικολάου Θαλασσέλλη, η τελευταία βρακοφορούσα του Ακρασίου (ίσως και της Λέσβου). Ζούσε μαζί με τον άνδρα της σ’ έναν απομακρυσμένο οικισμό (Πηγάδια) έξω από το Ακράσι. Καλλιεργούσαν δυο - τρία κακοτράχαλα χωράφια. Ένα ντάμι, ένα ζευγάρι βόδια και λίγα πρόβατα ήταν η περιουσία τους.

Πλούσια η παιδοποιία.

Γέννησε εννιά παιδιά. Τα τρία μέσα στ’ αλώνι, πάνω στα στάχυα. Απέκτησαν 27 εγγόνια, 17 δισέγγονα. Και τέσσερα τρισέγγονα!!! Μέχρι τα 90 της κυνηγούσε το μεροκάματο στο λιομάζωμα. Τη βράκα της δεν την αποχωρίστηκε ποτέ. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια αποτελούσε για ντόπιους και ξένους το πιο αξιοθέατο πρόσωπο του χωριού. Πόσο απίστευτα φαίνονται τα παραπάνω στη σημερινή μας κοινωνία! Κι όμως, τα επιβεβαιώνω.

Γιάννης Κοντέλλης ---------------------------------------------

Άρθρο του Στρατή Μπαλάσκα  όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στις 11 Αυγούστου 2003

Η τελευταία «κουκλίτσα»

Η «κουκλίτσα» είναι μια 94χρονη γιαγιά που ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζει με τα όμορφα χαρακτηριστικά της. Εντυπωσιάζει όμως και για δύο ακόμα λόγους. Που καταφέρνει να ζει μόνη της στο χωριό της, στο ορεινό Ακράσι μαζεύοντας ακόμα ελιές, αλλά και για το ότι είναι η τελευταία κάτοικος της περιοχής, η τελευταία ίσως σε ολόκληρη τη Λέσβο, που ντύνεται ακόμα με την παραδοσιακή μυτιληνιά γυναικεία βράκα! Στα ασβεστωμένα σκαλοπάτια του σπιτιού της, από τότε που χήρεψε, έβγαλε την πλουμιστή βράκα και το αντίστοιχο πλουμιστό κεφαλοπάνι και έβαλε τα μαύρα... Και θαρρείς και αναδείχθηκε ακόμα περισσότερο η 94χρονη ομορφιά της, ένα κράμα υπέρτατου αυτοσεβασμού και παλικαριάς... «Ζεσταίνεσαι με τη βράκα;», τη ρωτήσαμε χθες. «Γιατί να ζεσταίνομαι; Το χωριό έχει δροσιά», απάντησε. Μάνα οκτώ παιδιών η Πελαγία Θαλασσέλλη, από τα οποία έζησαν τα έξι, τέσσερα στην Αθήνα, ένα στην Αφρική και ένα στην Αυστραλία. Επί χρόνια ζούσε στο βουνό με τον άντρα της, στα «Πηγάδια». Από εκεί πάνω, η «κουκλίτσα», όπως την αποκαλούν όλοι οι συγχωριανοί της, είδε να περνά από μπροστά της όλος ο 20ός αιώνας. Από το 1909 που γεννήθηκε ως τα σήμερα... «Πότε κατέβηκες για τελευταία φορά στη Μυτιλήνη;», τη ρωτήσαμε. «Πριν από δύο χρόνια που αρρώστησα», απαντά. «Ποια είναι η δουλειά μου να κατεβαίνω στη Μυτιλήνη;» Όσον αφορά στην άποψή της για τις γυναίκες σήμερα, απαντά με ένα μοναδικό, δικό της τρόπο: «Για ποιες γυναίκες λες; Σαν εμένα ή σαν τις άλλες;»

Απ’ τη «φ’στάνα» στη βράκα…

Από βιλιοπαρουσίαση του Χρήσου Παπακώστα στο βιβλίο της Μαρίας Αναγνωστοπούλου «Η λεσβιακή γυναικεία φορεσιά 18ος - 19ος αιώνας»

[…] Μαθαίνουμε λοιπόν για την ύπαρξη στο νησί, από τα μέσα του 18ου και μέχρι τις αρχές του 19ου αι., της φορεσιάς με το φουστάνι, φούστας δηλαδή μακριάς με τιράντες ή μπούστο προσραμμένο σ’ αυτήν που αφήνει προκλητικά ελεύθερο το στήθος, όπως μαρτυρεί εντυπωσιακή εικόνα γυναίκας από τη Μυτιλήνη σε χαλκογραφία της εποχής. Άλλοτε πάλι το στήθος καλυπτόταν από λευκό σα γάζα πουκάμισο ή μαντίλι, το λεγόμενο στηθόπανο, κεντημένα δείγματα του οποίου μπορεί να δει κανείς σήμερα στη Μονή Λειμώνας στη Λέσβο αλλά και στο Μουσείο Βικτώριας και Αλβέρτου στο Λονδίνο. Χαρακτηριστικά συμπληρώματα αυτής της φορεσιάς, τα γνωστά με τις ονομασίες «κουρούπα», «κλουνιά», «κ’λούρ’», καλύμματα της κεφαλής. Ενδιαφέρουσα και η αναφορά στη διαφορά ενδυμασίας ανάμεσα στην πρωτοκόρη και την «καλογριά», την υστερότερη κόρη της οικογένειας. Το γνωστό μας σαλβάρι ή βράκα φαίνεται ότι εμφανίζεται γύρω στις αρχές με μέσα του 19ου αι., σε στενή σχέση με τη Μ. Ασία, είτε ως κατωκόρμι της φορεσιάς με το φουστάνι είτε ως αυτόνομη φορεσιά, που διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα του 19ου αι. και φορέθηκε κύρια στις ορεινές και ελαιοπαραγωγικές περιοχές του νησιού. Η συγγραφέας μας δίνει πληροφορίες για τις παραλλαγές της βράκας, τα συνοδευτικά της ενδύματα, την κατασκευή της, τα υφάσματα, τα χρώματα, τις χρήσεις. Οι πολύ καλές φωτογραφίες και τα σκίτσα βοηθούν να καταλάβουμε τι είναι το «λουκούμι», η «αστραπή», η «κολοκυθόπιτα» κ.λπ., σχέδια της υφαντής βράκας, ενώ οι στίχοι που παραθέτονται μας μεταφέρουν στο κλίμα της εποχής: «Δεν πάγου στου Πλουμάρ’ γιατ’ είνι πουταμός / φουρούν τα σαλβαρέλλια κι είνι παλαβουμός». Βράκα λοιπόν στα ορεινά και όπου κυριαρχούσαν οι αγροτικές εργασίες, αλλά στα παράλια και στα αστικά κέντρα επικράτησε κύρια το φουστάνι ή «φ’στάν’» ή «φ’στάνα», φούστα δηλαδή με πιέτες και ζωνάκι στη μέση και με καταφανείς τις δυτικές επιρροές.

Αναδημοσίευση από εφημερίδα "ΕΜΠΡΟΣ"  2/6/2011

-----------------------------------

Μοιράσου το άρθρο!

geotee