Κοινωνία

12/07/2015 - 07:23

Συμφωνίες ζωής και θανάτου στις γειτονιές της Σμύρνης - Αφίξεις στη Λέσβο

pan style="font-size: 13.0080003738403px; line-height: 1.538em;">Στον προσφυγικό καταυλισμό του Καρά Τεπέ, τέσσερα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη της Μυτιλήνης, η πιο δύσκολη ώρα ξεκινά με το μοίρασμα του φαγητού.Η κόρνα του λευκού βαν που μεταφέρει πάνω από 1.200 μερίδες βγάζει παράτυπους μετανάστες και πρόσφυγες έξω από τις σκηνές τους. Πολιορκούν το όχημα, γραπώνονται από τη οροφή, σπρώχνονται μεταξύ τους με κίνδυνο να ποδοπατηθούν. Ο οδηγός του οχήματος, Σταύρος Αγάς, προσπαθεί να τους ηρεμήσει.

«Θέλουν να τους χαμογελάς. Είναι άνθρωποι, δεν είναι ζώα», λέει. Γι' αυτούς τους ανθρώπους δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτόν τον χώρο, ενώ για τους τρεις λιμενικούς που προσπαθούν χωρίς διερμηνέα να συντονίσουν το πλήθος, να σχηματίσουν ουρές, να δώσουν προτεραιότητα στα γυναικόπαιδα, δεν υπάρχει καμία βοήθεια.
 
Από τις αρχές του 2015 τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έχουν δεχτεί πάνω από 48.000 ανθρώπους από Συρία, Αφγανιστάν, Πακιστάν και Ιράκ, ξεπερνώντας τους αντίστοιχους αριθμούς ολόκληρου του περσινού έτους μέσα σε μόλις έξι μήνες. Το μεγαλύτερο κύμα δέχεται η Λέσβος.
 
«Το πρόβλημα έρχεται από την Τουρκία», λέει ο δήμαρχος Μυτιλήνης Σπύρος Γαληνός. «Ορισμένοι διακινητές απέναντι βγάζουν δισεκατομμύρια εκμεταλλευόμενοι τον ανθρώπινο πόνο».
 
 
Στις γειτονιές της Σμύρνης
 
Από νωρίς το πρωί στη συνοικία Μπασμανέ εμφανίζονται τα καραβάνια των προσφύγων. Φορτωμένοι με σάκους στην πλάτη ξαποσταίνουν σε ομάδες των 20 και 40 ατόμων σε πάρκα και πλατείες. Αρκετοί ξαπλώνουν στα παρτέρια της Διεθνούς Εκθεσης Σμύρνης, μέχρι να τους απομακρύνουν τα ποτιστικά. Σύροι οι περισσότεροι γνωρίζουν ήδη τα ονόματα των επόμενων σταθμών που τους περιμένουν στην Ελλάδα. Ενας από αυτούς μας λέει ότι θέλει να πάει στην Αθήνα και από εκεί στην Ειδομένη, στα ελληνοσκοπιανά σύνορα, για να συνεχίσει το ταξίδι του με τα πόδια. Εδώ και τρεις μήνες λέει ότι έκοψε το κάπνισμα για να αντέξει τον ποδαρόδρομο. Μόλις έφτασε στη Σμύρνη, όπως και οι περισσότεροι πρόσφυγες στα γύρω πάρκα. Περιμένουν εκεί μέχρι να τους υποδείξουν οι διακινητές ή οι μεσάζοντες πού θα μείνουν.
 
Κάποιοι κουβαλούν μέσα σε μαύρες πλαστικές σακούλες τα σωσίβια που θα φορέσουν όταν επιχειρήσουν το θαλάσσιο πέρασμα προς την Ελλάδα. Τα αγόρασαν με 35 τουρκικές λίρες (11,6 ευρώ) το κομμάτι. Το Μπασμανέ, μια περιοχή ξενοδοχείων, έχει μετατραπεί σε πεδίο δράσης διακινητών. Αυτός είναι ο ενδιάμεσος σταθμός για να καταλήξει κάποιος στη Λέσβο ή στη Χίο. Ολα γίνονται τόσο απροκάλυπτα που ακόμα κι ένας ιδιοκτήτης κουρείου έχει κρεμάσει έξω από το μαγαζί του σωσίβια και σαμπρέλες.
 
Μακριά από το Μπασμανέ, στο βόρειο άκρο της προκυμαίας της Σμύρνης, κινείται ένας διαφορετικός κόσμος. Στο Αλσαντζάκ, την τουριστική συνοικία εστιατορίων και μαγαζιών, μένει ένας Σύρος διακινητής. Δέχεται να μας μιλήσει με την προϋπόθεση ότι δεν θα δημοσιευτεί το όνομα και η φωτογραφία του. Είναι 25 ετών, με μοντέρνο κούρεμα, i-phone 6 Plus και γυαλιά μυωπίας με φακούς που μεγαλώνουν τα μάτια του. Λέει ότι είχε φυλακιστεί από το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία, δραπέτευσε από τη χώρα του και όταν έφτασε στη Σμύρνη είχε 100 δολάρια στην τσέπη. Αρχικά, όπως υποστηρίζει, κοιμόταν στις πλατείες αναζητώντας μεροκάματο.
 
«Εκανα διάφορες δουλειές, ως μπογιατζής και σε εργοστάσια επιπλοποιίας, αλλά οι περισσότεροι Τούρκοι με εξαπατούσαν και δεν με πλήρωναν», λέει. Τότε αποφάσισε να μπει στα κυκλώματα διακίνησης, ως μεσολαβητής μεταξύ Τούρκου επικεφαλής και των παράτυπων μεταναστών και προσφύγων, για να κερδίζει περισσότερα χρήματα. Σήμερα είναι ένας από τους ενδιάμεσους κρίκους στην αλυσίδα της διακίνησης. Δεν μιλάει καταπρόσωπο με τους υποψήφιους πελάτες του και γι’ αυτό αρνείται να μας συναντήσει στο Μπασμανέ. Τα κανονίζει όλα τηλεφωνικά και έχει άλλον ένα συνέταιρο που ρυθμίζει επί τόπου τις λεπτομέρειες με τους μετανάστες. «Την αγορά την ελέγχουν οι Τούρκοι και τώρα ακρίβυναν οι τιμές γι’ αυτό και έχει πολύ κόσμο στις πλατείες της Σμύρνης», λέει.
 
Ο 25χρονος είναι φρέσκος στη δουλειά. Σε λιγότερο από ένα χρόνο λέει ότι έχει στείλει στη Χίο περίπου 500 ανθρώπους παίρνοντας προμήθεια που ξεπερνάει τα 50.000 δολάρια. Το μεγαλύτερο μερίδιο από τα ποσά που πληρώνουν οι μετανάστες καταλήγει στον επικεφαλής του κυκλώματος, ενώ μέρος των χρημάτων χρησιμοποιείται για την αγορά της βάρκας και της μηχανής.
 
 
«Με βρίσκουν από το τηλέφωνο», λέει ο 25χρονος. «Με συστήνει ο ένας στον άλλο. Η υπηρεσία που προσφέρουμε είναι η πιο ακριβή στην αγορά. Φέρνουμε εννιάμετρη βάρκα ιταλική με ιαπωνικό κινητήρα και τα καλύτερα σωσίβια. Βάζουμε 40 ανθρώπους μέσα. Και το νησί είναι 20 λεπτά μακριά από το σημείο. Με 1.000 δολάρια είσαι απέναντι».
 
Αυτή την τιμή κλήθηκε να πληρώσει και η 32χρονη Μούνα Ιμπραχίμ, πρόσφυγας από τη Συρία. Εδώ και έξι ημέρες βρίσκεται στη Σμύρνη μαζί με το σύζυγό τους και τα τρία παιδιά τους ηλικίας πέντε, έξι και επτά ετών. Μοιράζονται ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτια σε φτηνό ξενοδοχείο του Μπασμανέ. Πληρώνουν 15 λίρες (5 ευρώ) τη νύχτα ανά άτομο.
 
 
Ολα τα δωμάτια είναι γεμάτα με πρόσφυγες και μετανάστες. Το ξενοδοχείο, όπως τα περισσότερα στα γύρω στενά, είναι βρώμικο με κοινόχρηστες τουαλέτες. Ο ιδιοκτήτης προσπάθησε να εκμεταλλευτεί και την τελευταία σπιθαμή τοποθετώντας κόσμο ακόμη και στο δώμα. Εκεί, αντί για πόρτα οι μετανάστες έχουν κρεμάσει από το ταβάνι ένα χαλί. Επειδή υπήρχε μεγάλη ζήτηση τελευταία κάποιοι ξενοδόχοι της περιοχής αύξησαν την τιμή των καταλυμάτων τους στις 20 λίρες.
 
Η Ιμπραχίμ δεν έχει ζήσει ποτέ στην Ελλάδα. Οταν τη συναντάμε όμως μας μιλά στα ελληνικά, με κρητική προφορά. «Φοβούμαι για τα κοπέλια μου, για τη θάλασσα. Δεν κατέχω το δρόμο», λέει. Η προγιαγιά της είχε γεννηθεί στην Κρήτη και εγκατέλειψε το νησί στα τέλη του 19ου αιώνα. Μαζί με άλλους μουσουλμάνους κρητικούς εγκαταστάθηκαν τότε στην πόλη Χαμεντίγιε στη Συρία.
 
Προετοιμασία για το ταξίδι
 
«Μια ολιά ρούχα πήραμε μαζί», λέει η Ιμπραχίμ και δείχνει πώς διπλώνουν με μονωτική ταινία τα χρήματα για να μη βραχούν στη θάλασσα. Ο άντρας της παίρνει ένα από τα μικρά κουβάρια που φτιάχνει η γυναίκα του και το χώνει κάτω από τη σόλα του παπουτσιού του. «Ετσι θα ταξιδέψουμε», εξηγεί.
 
Οι μέρες τους στη Σμύρνη κυλούν μονότονα, μέσα στο μικρό δωμάτιο που βράζει από τη ζέστη και στις καρέκλες στην είσοδο του ξενοδοχείου. Δεν απομακρύνονται πολύ. «Επαέ μόνο κάθουμαι, επαέ. Να βγούμε όξω μια ολιά μόνο», λέει η Ιμπραχίμ. Είναι σε διαρκή αναμονή, όπως και όλοι οι πρόσφυγες στα γύρω στενά. Περιμένουν να τους ειδοποιήσει ο διακινητής, να ανέβουν κάποια νύχτα στο βαν που θα τους οδηγήσει στις δαντελωτές ακτές του Δικελί ή του Τσεσμέ και από εκεί να επιβιβαστούν στη βάρκα για την Ελλάδα.
 
Μαζί με την οικογένειά της Ιμπραχίμ θα ταξιδέψει και ο ξάδερφός της. Και αυτός είναι 32 ετών. Συστήνεται ως Στέφανος -το όνομα που του είχαν δώσει στην Ελλάδα. Εζησε στην Κρήτη από το 2005 έως το 2011 δουλεύοντας ως μπογιατζής και γύρισε στη Συρία ώσπου ξέσπασε ο πόλεμος. Ενώ οι περισσότεροι πρόσφυγες θέλουν να εγκατασταθούν στη Δυτική Ευρώπη ο ίδιος επιθυμεί να επιστρέψει στην Κρήτη. «Πάω στο αγαπημένο μου κράτος», λέει σε άπταιστα ελληνικά, αφού μας ρωτά για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και την πορεία των οικονομικών διαπραγματεύσεων λίγες ημέρες προτού εξαγγελθεί το δημοψήφισμα από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.
 
«Δεν ψάχνω να πεθάνω. Αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πάω», λέει. Αυτός ανέλαβε να βρει τον διακινητή στη Σμύρνη. Τον σύστησαν άλλοι συγγενείς του που έχουν ήδη πραγματοποιήσει το ταξίδι. Από την ίδια πόλη είχε φύγει και το 2005 όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα. Τότε είχε πληρώσει 3.500 δολάρια.
 
Το βράδυ που τον συναντάμε υποτίθεται ότι θα αναχωρήσει. Φοβάται για το πέρασμα. «Λένε ότι θα είμαστε 15 ή 35 άτομα στη βάρκα, ξέρεις παιδιά, γυναίκες μέσα. Αλλά όταν πάμε εκεί μπορεί να βρούμε 45, μπορεί και 50 άτομα. Αυτοί νοιάζονται να πάρουν τα λεφτά, δεν νοιάζονται αν θα ζήσεις ή θα πεθάνεις», λέει.
 
Κάθε τόσο ελέγχει το κινητό του. Ωσπου κοντά στα μεσάνυχτα ο διακινητής τον ενημερώνει ότι το ταξίδι αναβάλλεται. Μια βάρκα βυθίστηκε έξω από την Αλικαρνασσό, μετανάστες πνίγηκαν, του λέει. Στο δωμάτιο της ξαδέρφης του τα ανίψια του παίζουν με τα πορτοκαλί και κόκκινα σωσίβια. Κανένα από τα τρία παιδιά δεν ξέρει κολύμπι.
 
Διασώστες πολλών ρόλων χωρίς βοήθεια.
 
Παρά το δυστύχημα έξω από την Αλικαρνασσό τα δρόμολόγια άλλων διακινητών δεν σταματούν. Ενα πρόσφατο βράδυ επιβιβαζόμαστε σε πλωτό του Λιμενικού Σώματος Μυτιλήνης για περιπολία στην οριογραμμή με την Τουρκία. Προτού το τετραμελές πλήρωμα λύσει τα σχοινιά καλείται να διαχειριστεί το πρώτο περιστατικό. Μια φουσκωτή βάρκα με 39 ανθρώπους πλέει κοντά στις ακτές, στο ύψος του αεροδρομίου. Μόλις την προσεγγίζουμε κάποιος από τους επιβαίνοντες σκίζει τον πίσω αριστερά αεροθάλαμο. Η βάρκα μπάζει νερά.
 
«Please stop engine. We help you» («Παρακαλώ σταματήστε τη μηχανή. Θα σας βοηθήσουμε»), ακούγεται από το μεγάφωνο του πλωτού η φωνή του κυβερνήτη.
 
Ενα βρέφος κλαίει καθώς ο πατέρας του το πετάει στα ανοιχτά χέρια λιμενικού. Αλλος πρόσφυγας κάνει εμετό με το που επιβιβάζεται στο σκάφος του λιμενικού. Ολοι φορούν σωσίβια ή σαμπρέλες. Κάποιοι τρέμουν όπως είναι βρεγμένοι και φυσάει ο αέρας πάνω τους. Μέσα σε δέκα λεπτά όλοι έχουν διασωθεί.
 
Θα ακολουθήσουν άλλα δύο περιστατικά. Συνολικά 126 άνθρωποι θα οδηγηθούν στη στεριά από το πλήρωμα, ανάμεσά τους μία έγκυος και ένας τυφλός Σύρος. «Υπάρχει μεγάλη πίεση. Στόχος και καθήκον μας είναι να σώσουμε και τον τελευταίο άνθρωπο», λέει ο ανθυποπλοίαρχος Μιχαήλ Καπητανέλλης που μετρά 15 χρόνια περιπολιών. «Εχουμε ψυχολογική και σωματική κόπωση, αλλά σφίγγουμε τα δόντια», προσθέτει.
 
 
Ζητούν ενισχύσεις
 
Μετά τη διάσωση στη θάλασσα η πίεση μεταφέρεται στη στεριά. Μέχρι την ταυτοποίηση από την αστυνομία την επιτήρηση των μεταναστών αναλαμβάνει το λιμενικό. Την ώρα του φαγητού στον καταυλισμό του Καρά Τεπέ κάποιοι από τους μετανάστες που γνωρίζουν ελληνικά, γιατί είχαν απελαθεί παλιότερα από την Ελλάδα ή την είχαν εγκαταλείψει οικειοθελώς, προσπαθούν να συνδράμουν τους λιμενικούς. Φτιάχνουν με τα χέρια μια ανθρώπινη αλυσίδα και μοιράζουν τα πλαστικά πιάτα με τη φακή και καρβέλια ψωμί. Οι λιμενικοί εντοπίζουν στο πλήθος έναν άντρα με σφυρί στο χέρι. Το αρπάζουν και τον οδηγούν στο κοντέινερ τους. «Αυτός θα φάει τελευταίος», λένε.
 
Οταν οι μερίδες τελειώσουν οι δυσκολίες συνεχίζονται. Στο λασπωμένο κοντέινερ, με ένα κλιματιστικό που δεν έχει τοποθετηθεί στον τοίχο, οι λιμενικοί μετρούν τις λιγοστές προμήθειες: πέντε υπνόσακοι, ένα πακέτο χαρτιά υγείας, δέκα χυμοί. Ανά δύο λεπτά μητέρες με βρέφη στην αγκαλιά, αμούστακοι νεαροί και ηλικιωμένοι θα ζητήσουν γάλα, ρούχα ή φάρμακα. «Μας έχουν παρατήσει εμάς εδώ. Δεν είμαστε νοσοκόμοι, δεν είμαστε γιατροί», λέει ένας λιμενικός. «Σήμερα μας έφεραν εθελοντές 20 ζευγάρια παπούτσια. Με χίλιους ανθρώπους πώς να κρίνουμε ποιος θα πάρει πρώτος;»
 
 
Ο λιμενάρχης Μυτιλήνης Νικόλαος Βάρθης περιμένει μέσα στις επόμενες ημέρες ενίσχυση 20 ατόμων. Ασχολείται και ο ίδιος σχεδόν αποκλειστικά με το μεταναστευτικό και αναγνωρίζει τα σημάδια εξάντλησης στο προσωπικό του. «Κάποιες φορές δίνουμε ρεπό. Αλλες φορές δεν υπάρχει η δυνατότητα. Αναγκαζόμαστε να κλείσουμε ή να υπολειτουργήσουμε γραφεία για άλλα θέματα», λέει.
 
Ανέτοιμα τα νησιά για το μεγάλο κύμα δυστυχίας
 
 
«Ακουσα πολύ ωραία λόγια και υποσχέσεις. Αλλά οι βοήθειες είναι λίγες», λέει ο δήμαρχος Λέσβου Σπύρος Γαληνός για την κυβερνητική ανταπόκριση στα αιτήματά του.
Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, που ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο δήμαρχος Μυτιλήνης Σπύρος Γαληνός ζητούσε από την κυβέρνηση να ληφθούν μέτρα διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών. Το ίδιο έκανε με την αλλαγή πολιτικής ηγεσίας. «Υπήρξε η έλευση από τις επανειλημμένες προσκλήσεις μου του κ. Πανούση (υπουργού Προστασίας του Πολίτη) και της κ. Χριστοδουλοπούλου (αναπληρώτριας υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής). Ακουσα πολύ ωραία λόγια και υποσχέσεις. Αλλά οι βοήθειες είναι λίγες. Είναι σα να μην υπήρξαν ποτέ», λέει.
 
Προκειμένου να αποσυμφορήσει το λιμάνι όπου αρχικά στοιβάζονταν οι μετανάστες δημιούργησε στη ράχη ενός λόφου, στην περιοχή Καρά Τεπέ, έναν καταυλισμό. Οι 400 μετανάστες όμως που τοποθετήθηκαν το Μάιο γρήγορα ξεπέρασαν τους 1.500 τον Ιούνιο.
 
Το δεύτερο σημείο συγκέντρωσης βρίσκεται στο Κέντρο Ταυτοποίησης Μόριας που λειτουργεί με ευθύνη της αστυνομίας. Τα κοντέινερ όμως του περίφρακτου χώρου επαρκούν για 700 ανθρώπους. Ακόμη δεν έχουν ανοίξει δύο πτέρυγες δυναμικότητας 240 ατόμων που ανήκουν στην υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής, καθώς εκκρεμεί η στελέχωσή τους. Εξω από τις πύλες του κέντρου στήθηκε ένας ακόμη καταυλισμός για άλλους 700 μετανάστες. Ξαπλώνουν σε σκηνές που πυρώνουν από τον ήλιο ή αναζητούν ίσκιο στα πιο απίθανα μέρη, όπως μέσα σε μια παροπλισμένη αστυνομική κλούβα.
 
 
«Πρέπει να συντονίσω τα οχήματα της αστυνομίας, τη συνεργασία με το λιμεναρχείο και με αυτές τις ροές είναι πολύ δύσκολα, κάπου το χάνουμε που λέμε», λέει ο Κώστας Παπάζογλου, Αστυνόμος Α΄.
«Δεν έχουν μπει τα πράγματα σε ροή. Είναι δύσκολο να εντοπίσεις τους αλλοδαπούς όταν φτάσει η σειρά τους για ταυτοποίηση. Μπορεί να αναζητώ κάποιον στον καταυλισμό για ώρες, να μην τον βρω και να εμφανιστεί μετά από ημέρες», λέει ο Κώστας Παπάζογλου, Αστυνόμος Α΄ και υπεύθυνος αξιωματικός για θέματα αλλοδαπών στη Μυτιλήνη.
 
Μέσα στο κέντρο της Μόριας τέσσερις αστυνομικοί μαζί με έναν υπάλληλο της FRONTEX αναλαμβάνουν την ταυτοποίηση υπηκοότητας μεταναστών και προσφύγων σε τέσσερις σταθμούς του συστήματος Eurodac. Μόλις ολοκληρωθεί η καταγραφή, η δακτυλοσκόπηση και η φωτογράφιση τα στοιχεία στέλνονται σε βάση δεδομένων στο Λουξεμβούργο. Για κάθε άτομο η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει μέχρι και τρεις ημέρες. Ο ρυθμός απελευθέρωσης είναι μέχρι και 550 άτομα σε μία ημέρα.
 
Κάθε τόσο μετανάστες και πρόσφυγες ρωτούν τον κ. Παπάζογλου πότε θα μπορέσουν να φύγουν από τη Μόρια. Οπως μια νεαρή Αφγανή που διακόπτει τη συνομιλία μας. Θέλει να μάθει εάν έφτασε η δική της ώρα και εάν θα την ακολουθήσει και ο αδερφός της. Ο αστυνομικός τη διαβεβαιώνει ότι δεν θα χωριστούν με τον αδερφό της, αλλά δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα για το πότε θα ολοκληρωθεί η ταυτοποίησή τους. «Χρειαζόμαστε και άλλους σταθμούς Eurodac, μεταγωγικά οχήματα, οδηγούς και προσωπικό για να δουλεύουμε καλύτερα», λέει ο κ. Παπάζογλου.
 
Εθελοντές και τουρίστες καλύπτουν κενά
 
Η γρήγορη ταυτοποίηση είναι ζητούμενο για όλους. Οι μετανάστες θέλουν να τελειώνει η ταλαιπωρία τους για να συνεχίσουν το ταξίδι τους και οι ντόπιοι επιθυμούν να αποσυμφορείται το νησί. Το κενό της Πολιτείας καλύπτουν εθελοντές, όπως ο καθηγητής μουσικής Ευριπίδης Καλογρίδης που ως μέλος της συλλογικότητας «Χωριό του όλοι μαζί» μοίραζε πρόσφατα υπνόσακους. «Προσπαθούμε να βοηθήσουμε όχι μόνο αυτούς τους ανθρώπους αλλά και την τοπική κοινωνία ώστε να μην έχουμε ρατσιστικά φαινόμενα», λέει.
 
Συχνά βοηθούν και οι τουρίστες. «Ρωτούν τους μετανάστες εάν πεινούν και εάν θέλουν να τους προσφέρουν κάτι», λέει ο ξενοδόχος στο Μόλυβο, Δημήτρης Τεκές. «Δεν μας είπε κανένας από τους πελάτες που έρχονται χρόνια ότι δεν θα ξανάρθει». Λίγα μέτρα από το ξενοδοχείο του στο μόλο, πίσω από μια ταβέρνα, ξαπλώνουν στο χώμα 40 άνθρωποι. Περιμένουν κάποιο όχημα του λιμενικού για να τους μεταφέρει στους καταυλισμούς. Τουρίστες ανηφορίζουν με περιέργεια προς το μέρος τους και κερνούν τσιγάρα. Αλλοι τους δίνουν φαγητό εάν οι βάρκες προσαράξουν σε παραλία κοντά στα ξενοδοχεία τους την ώρα του πρωινού.
 
 
Οι τοπικοί τουριστικοί παράγοντες δεν γνωρίζουν ακυρώσεις που να έχουν γίνει αποκλειστικά για αυτόν το λόγο, εκτός από την απόφαση καπετάνιου του κρουαζιερόπλοιου Azamara Journey για αλλαγή ρότας. Το πλοίο των 677 επιβατών έδεσε τελικά στη Λήμνο αντί για τη Λέσβο. Άλλα δρομολόγια κρουαζιέρας θα πραγματοποιηθούν κανονικά.
 
«Μετά το δεκαπενταύγουστο ίσως έχουμε πρόβλημα καθώς τα πλοία για Παιραιά που μεταφέρουν καθημερινά 400 μετανάστες θα είναι πλήρη με εκδρομείς», παρατηρεί ο τουριστικός πράκτορας Αντώνης Πίκουλος. Εάν δεν υπάρξει οργανωμένο σχέδιο από την ελληνική Πολιτεία και τα ευρωπαϊκά όργανα ο κ. Γαληνός λέει ότι η κατάσταση στο νησί θα είναι «μη διαχειρίσιμη».
 
 
Οπως εξηγεί έχει ο ίδιος συγκεκριμένο σχέδιο που περιλαμβάνει τη δημιουργία κέντρων ολιγόωρης ή μονοήμερης φιλοξενίας στα σημεία εισόδου των μεταναστών και μεταφοράς τους έπειτα στους καταυλισμούς. Ζητά όμως επιπλέον ενίσχυση από την Πολιτεία για να το θέσει σε εφαρμογή. Σήμερα οι μετανάστες αναγκάζονται να περπατήσουν έως και 60 χιλιόμετρα για να φτάσουν από τις βόρειες ακτές του νησιού στους καταυλισμούς. «Μας ξεπερνούν οι συνθήκες. Χρειάζεται προσωπικό. Χρειάζονται υποδομές», λέει και ο Γιώργος Συκουτρής, συντονιστής της μη κυβερνητικής οργάνωσης Μετάδραση στη Μυτιλήνη, που προσφέρει υπηρεσίες διερμηνείας στη Μόρια και επιτροπείας ασυνόδευτων ανήλικων μεταναστών. «Πρέπει να ανοίξουν τα στρατόπεδα, να δημιουργηθούν και εκεί χώροι βραχείας διαμονής», προσθέτει.
 
Ο κ. Γαληνός πάντως επισημαίνει ότι έχει ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος. «Οταν έρθεις εκ των υστέρων να πάρεις αποφάσεις τρέχεις πίσω από τα γεγονότα», λέει. «Κινδυνεύουμε να αλλάξει η στάση της κοινωνίας, να μην φέρεται με ευγένεια».
 
 
Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
 
Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
 
Φωτογραφία: ENRI CANAJ
 
Μοντάζ: ΠΑΝΟΣ ΒΟΥΤΣΑΡΑΣ
 
 
 
 
 

Δείτε το εξαιρετικό βίντεο από το ρεπορτάζ της "Καθημερινής"  

Μοιράσου το άρθρο!