Skip to main content
|

«Αντίο μανούλα» - «Tschüß Mutti»

Αντίο σε 323 τετραγωνικά μέτρα στο Schönhauser Allee του Βερολίνου: Η καγκελάριος Μέρκελ οφείλει αυτόν τον αποχαιρετιστήριο χαιρετισμό στη γαλακτοβιομηχανία Berchtesgadener Land

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
12'

Στο κέντρο του Βερολίνου τις τελευταίες ημέρες έχει αναρτηθεί ένα τεράστιο πλακάτ, στο οποίο εικονίζονται δυο χέρια που ενώνονται σε σχήμα διαμαντιού μπροστά σε έναν γυναικείο κορμό με πράσινο σακάκι. Το πρόσωπό της δεν φαίνεται, αλλά δεν είναι απαραίτητο.

«Tschüß Mutti», είναι η λεζάντα.

«Αντίο μανούλα»: Η Γερμανία αποχαιρετά την «αιώνια» καγκελάριό της, με αισθήματα νοσταλγίας αλλά και κούρασης, αγωνίας αλλά και ενθουσιασμού για τη νέα εποχή.

Και μόνο το γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες έχουν γραφτεί εκατομμύρια λέξεις για την Άγγελα Μέρκελ, αμέτρητα αφιερώματα, απολογισμοί, κριτικές και εγκώμια στον παγκόσμιο Τύπο, αρκεί για να καταδείξει τη σημασία της — όχι μόνο για τη Γερμανία, αλλά και για την Ευρώπη και όλο τον κόσμο. Και μπορεί ο ένας στους δύο Γερμανούς να δηλώνει τώρα ότι δεν θα του λείψει η καγκελάριος, όμως πολλοί ανησυχούν μήπως τους... λείψει στο μέλλον.

«Αντίο στη γυναίκα που κράτησε την Ευρώπη ενωμένη», γράφουν οι Irish Times. «Το χάος που αφήνει η Μέρκελ πίσω της», αναλύει το Manager Magazine. «Η εποχή των χαμένων ευκαιριών», συνοψίζει στο ίδιο πνεύμα το Der Spiegel. «Δεν ηγήθηκε, ακολούθησε μόνο το πνεύμα της εποχής», εκτιμά η Welt. «Η Άγγελα Μέρκελ φεύγει. Καιρός ήταν», γράφουν οι New York Times.

Η Άγγελα Μέρκελ δεν φεύγει βεβαίως ακόμη. Όποιο κι αν είναι απόψε το αποτέλεσμα των εκλογών, θα χρειαστούν πιθανότατα μήνες μέχρις προτού παραδώσει τη σκυτάλη — και το γραφείο της. Το 2017, απαιτήθηκαν 171 ημέρες για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Για την ιστορία, αν τώρα οι διερευνητικές συνομιλίες διαρκέσουν τουλάχιστον έως τη 17η Δεκεμβρίου, η κυρία Μέρκελ θα καταρρίψει το ρεκόρ παραμονής στην καγκελαρία που κατέχει ο μέντοράς της: ο Χέλμουτ Κολ.

Αυτό βέβαια που θα ενδιέφερε την απερχόμενη καγκελάριο περισσότερο είναι ο τρόπος που θα την θυμούνται, όχι η διάρκεια της θητείας της. Άλλωστε, όπως έκαναν σαφές οι δημοσκοπήσεις, με την πρωτοφανή δημοτικότητά της, αν ήθελε ίσως μπορούσε να κερδίσει κι αυτές τις εκλογές.

Έπειτα από 16 χρόνια στην εξουσία, η κληρονομιά της δεν θα μπορούσε παρά να είναι σε κάποια πεδία αμφιλεγόμενη. Κι αν σκέφτεται κανείς την κόρη πάστορα ως ορθολογίστρια, μετριοπαθή, ενδεχομένως δειλή στις επιλογές της, έπειτα από 16 χρόνια τείνει να ξεχνάει ότι υπήρξε πραγματική πρωτοπόρος σε πολλά. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα καγκελάριος, καθώς κι η πρώτη πολιτικός από την πρώην Ανατολική Γερμανία που ανέλαβε το αξίωμα. Όταν εγκαταλείψει την καγκελαρία, θα είναι η πρώτη καγκελάριος μεταπολεμικά που το κάνει με δική της επιλογή.

Την είπαν «καγκελάριο των κρίσεων», και «των χαμένων ευκαιριών» και η αλήθεια είναι ότι αυτά τα 16 χρόνια οι κρίσεις ήταν μάλλον περισσότερες από όσες της αναλογούσαν. Ήταν όμως το κατάλληλο πρόσωπο για να βρίσκεται στην ηγεσία σε αυτή τη γεμάτη προκλήσεις και καταστροφές περίοδο;

«Η εποχή της ήταν ο θρίαμβος της εξουδετέρωσης των κρίσεων, όχι της λύσης τους», έκρινε ο Guardian, ωστόσο η αριστερή Tageszeitung έγραφε το 2013: «Αποπνέει μια αίσθηση ότι με κάποιον τρόπο θα λύσει όλα τα προβλήματα, ακόμη και αν κανείς δεν καταλαβαίνει τον τρόπο».

Στην... πρώτη της ζωή, η Άγγελα Μέρκελ ήταν φυσικός. Επιστήμονας, η οποία εργαζόταν με αριθμούς, με πίνακες, με καμπύλες, με δεδομένα. Προφανώς δεν το επέλεξε μόνο επειδή –όπως είπε πρόσφατα– ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να... πειράξει τις φυσικές επιστήμες. Είναι προικισμένη με υψηλό επίπεδο νοημοσύνης, πραγματισμό, ψυχραιμία. Στις πιο δύσκολες στιγμές της θητείας της, παρέμενε ικανή να βλέπει πίσω από την εικόνα, να ψάχνει τα στοιχεία και να βρίσκει λύσεις: για τη χώρα της, για την Ευρώπη, για τον κόσμο. «Το αν τα κατάφερε πραγματικά καλά, θα το ξέρουμε σε λίγα χρόνια ή δεκαετίες», έγραψε εύστοχα το Spiegel, το οποίο ουδέποτε όλα αυτά τα χρόνια της χαρίστηκε, αλλά πάντα τη σεβάστηκε.

Την 5η Οκτωβρίου 2008, η Άγγελα Μέρκελ απευθύνεται στους Γερμανούς και τους διαβεβαιώνει: «Οι αποταμιεύσεις σας είναι ασφαλείς». Η κατάρρευση της Lehman Brothers κλυδώνιζε τότε το τραπεζικό σύστημα σε όλον τον κόσμο, οι χρηματαγορές κατέρρεαν. Όπως λένε τώρα αναλυτές της εποχής, η καγκελάριος αρχικά δεν είχε ιδέα πώς να αντιμετωπίσει τη χρηματοπιστωτική κρίση. Έκανε λοιπόν αυτό που ήξερε καλύτερα: Μελέτησε, ενημερώθηκε από ειδικούς, έμαθε όλα όσα χρειαζόταν προκειμένου να καταλάβει πόσο βαθιά ήταν η κρίση και πόσο θα κόστιζε η αντιμετώπισή της. Στο μεταξύ, η ανασφάλεια ήταν εμφανής. Οι Γερμανοί παράχωναν ήδη χαρτονομίσματα κάτω από τα στρώματα. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που η Καγκελάριος εμφανίστηκε με τον τότε υπουργό Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ (SPD) μπροστά στις κάμερες για να τους καθησυχάσει. Το ΑΕΠ της Γερμανίας συρρικνώθηκε τότε κατά 5,7%, αλλά η απασχόληση δεν επλήγη κι αυτό ήταν εντέλει το σημαντικό. Με αυτή την επιτυχία, η 'Αγγελα Μέρκελ απέκτησε νωρίς τη φήμη της καλής διαχειρίστριας κρίσεων.

Σύμφωνα ωστόσο με επικριτές της, έχασε τότε την ευκαιρία να αντιμετωπίσει τα ουσιαστικά προβλήματα, να αλλάξει μακροπρόθεσμα τις αιτίες της κρίσης, να προσφέρει στον κόσμο καλύτερο μέλλον. Η ίδια έχει κατ' επανάληψη αναφερθεί στα οφέλη της «Ατζέντας 2010» του προκατόχου της Γκέρχαρντ Σρέντερ (SPD), ο οποίος, παρότι σοσιαλδημοκράτης, προχώρησε σε βαθιές τομές στο κοινωνικό σύστημα, για να εξασφαλίσει την μελλοντική ευημερία των Γερμανών. Ξέρει όμως ότι κάπως έτσι το SPD έχασε την εξουσία.

Τη 19η Μαΐου του 2010 η 'Αγγελα Μέρκελ δηλώνει χωρίς περιστροφές: «Αν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει η Ευρώπη», σηματοδοτώντας έτσι την απόφασή της να δώσει το πράσινο φως για τη στήριξη της οικονομίας της Ελλάδας. Την προηγούμενη μέρα ωστόσο, μιλώντας σε κομματική συνεδρίαση, είχε πει ότι «δεν γίνεται να έχουμε κοινό νόμισμα και ο ένας να κάνει πολλές διακοπές, ενώ ο άλλος πολύ λίγες». Η στήριξη συνδέεται με όρους, είχε τονίσει. «Δεν μπορούμε απλώς να δείξουμε αλληλεγγύη και να πούμε ότι αυτές οι χώρες θα συνεχίσουν όπως πριν. Ναι, η Γερμανία βοηθάει, αλλά μόνο όταν και οι άλλοι καταβάλλουν προσπάθεια. Και αυτό πρέπει να αποδειχθεί». Αυτό ήταν. Ο μύθος του «τεμπέλη» Έλληνα, Πορτογάλου, Ισπανού, είχε γεννηθεί και θα σκίαζε όλη τη μετέπειτα περίοδο. Το Spiegel σχολίαζε πρόσφατα ότι η κυρία Μέρκελ «διαθέτει μεγάλη οξυδέρκεια, όμως καθόλου ταπεραμέντο». Και η κρίση του ευρώ χρειαζόταν κυρίως το δεύτερο. Η άποψη της για την Ευρώπη όμως ήταν κάπως διαφορετική από αυτή που θα ήλπιζε ο ευρωπαϊκός Νότος. Μεγαλωμένη στην Ανατολική Γερμανία, έμαθε να βλέπει την Ευρώπη απ' έξω. Δεν ήταν «πεπεισμένη Ευρωπαία», δεν αντιλαμβανόταν –τουλάχιστον στην αρχή– το εύρος και το βάθος της Ένωσης, ούτε τη σημασία της συνοχής της. Ευτυχώς, την αντιλήφθηκε έστω στο παρά πέντε. Και πάλι όμως, το «ευρωπαϊκό πάθος» του Χέλμουτ Κολ μάλλον δεν το απέκτησε ποτέ ή έστω δεν βρήκε ένα ανάλογο όραμα να την εμπνεύσει. Ίσως για αυτό, όπως ομολόγησε πριν από λίγες ημέρες η ίδια, το μεγαλύτερο βάρος στους ώμους της το ένιωσε όταν έπρεπε να ζητήσει τόσα πολλά από τους Έλληνες. Και από αυτό το βάρος εξέταζε μεν πώς θα απαλλαγεί, αλλά έδειξε σα να μη νοιάζεται για το τι θα αφήσει πίσω της.

Η διαχείριση της κρίσης χρέους στην ΕΕ δεν την βοήθησε ιδιαίτερα. Για τον Νότο, ήταν πολύ λίγη, πολύ άτολμη, πολύ αυστηρή. Για πολλούς Γερμανούς, παραμέλησε τα συμφέροντα της χώρας της. «Έστριψε τις βίδες από δω κι από κει, κράτησε τη μηχανή κατά κάποιο τρόπο σε λειτουργία, αλλά έλειπε μια ‘μεγάλη στρατηγική’ για μια ισχυρή Ευρώπη», της καταλογίζει (και πάλι) το Spiegel. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας περιέγραφε τότε τη «γαλήνια ακαταστασία γύρω της».

Το ευρώ τελικά δεν το διέσωσε εκείνη, αλλά ο Μάριο Ντράγκι και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η ίδια, έστω και αργά, πιστώθηκε μόνο την αποφασιστικότητά της απέναντι στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και στα σχέδιά του περί προσωρινής αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη το 2015. Στο μεταξύ, είχε αντιληφθεί ότι η δύναμη της Ευρώπης δεν πηγάζει αποκλειστικά και μόνο από την οικονομική ευρωστία της.

Τη 2η Οκτωβρίου του 2015, η 'Αγγελα Μέρκελ, αναφερόμενη στο περιστατικό με τον Βλαντιμίρ Πούτιν το 2007 στο Σότσι, όταν ο ρώσος πρόεδρος έφερε τον σκύλο του στη συνάντηση, ενώ γνώριζε ότι εκείνη φοβόταν τα σκυλιά, αναφέρει: «Αν και πιστεύω ότι ο ρώσος πρόεδρος γνώριζε πολύ καλά ότι δεν ήμουν ακριβώς πρόθυμη να χαιρετήσω τον σκύλο του, τον έφερε μαζί του. Και μπορεί κανείς να δει ότι προσπαθώ γενναία να κοιτάξω προς την κατεύθυνση του Πούτιν και όχι του σκύλου». Στους Γερμανούς δημοσιογράφους που τη συνόδευαν στην επίσκεψη, φέρεται να είπε: «Καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να το κάνει — για να αποδείξει ότι είναι άντρας... Φοβάται την ίδια του την αδυναμία. Η Ρωσία δεν έχει τίποτα, ούτε επιτυχημένη οικονομία ούτε πολιτική. Έχουν μόνο αυτό». Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι –περίπου– η Νέμεση της 'Αγγελα Μέρκελ. Ήταν στο Κρεμλίνο πριν από εκείνη, θα μείνει μετά.

Η καγκελάριος ανέλαβε μάλλον απρόθυμα, λόγω του παρελθόντος και της ρωσομάθειάς της, τον ρόλο του διαμεσολαβητή της Δύσης με τη Ρωσία. Έβλεπε ως καθήκον να φέρει τη Μόσχα στον ίσιο δρόμο. Όταν όμως το Κρεμλίνο πιθανόν διέταξε τη δολοφονία αντικαθεστωτικού Ουκρανού μέρα μεσημέρι στο πάρκο του Βερολίνου, όταν προσάρτησε την Κριμαία, όταν ενεπλάκη στους πολέμους στην Ουκρανία, στη Γεωργία και στη Συρία, όταν φέρεται να δηλητηρίασε τον Αλεξέι Ναβάλνι και να σάρωσε ακόμη και την Bundestag με κυβερνοεπιθέσεις, η κυρία Μέρκελ συζήτησε, πίεσε, διαπραγματεύτηκε, αλλά πέτυχε πολύ λίγα και κέρδισε ακόμη λιγότερα, σε βάρος της αξιοπιστίας της. Προφανώς δεν είχε σκοπό να φθάσει στη σύγκρουση με τη Ρωσία, ενώ κράτησε με νύχια και με δόντια την συμφωνία για τον αγωγό Nord Stream II από την Ρωσία στη Γερμανία, παρά την οργή των ΗΠΑ. Απέναντι στη Μόσχα, η καγκελάριος βρέθηκε πολλές φορές αντιμέτωπη με τα όριά της. Και οι ειλικρινείς κατά τα άλλα προθέσεις της να υπερασπιστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου είχαν μικρή σημασία.

Την 31η Αυγούστου του 2015, η Άγγελα Μέρκελ δηλώνει το –ιστορικό πλέον– «θα τα καταφέρουμε», αναφερόμενη στην υποδοχή προσφύγων κυρίως από τη Συρία οι οποίοι βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στη Βουδαπέστη. Δύο χρόνια πριν, είχε εκλεγεί για τρίτη φορά και βρισκόταν στο αποκορύφωμα της εξουσίας της. Αυτή τη φορά φαινόταν να ενεργεί περισσότερο με το συναίσθημα, παρά με τη λογική, σε αρμονία με την πλειοψηφία του λαού της που έτρεχε στους σιδηροδρομικούς σταθμούς να αγκαλιάσει τους πρόσφυγες. Αλλά δεξιότερα του κόμματός της, θέριευε η Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD), το ξενοφοβικό ακροδεξιό κόμμα που είχε ιδρυθεί αρχικά ως αντίδραση στη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και έβρισκε ξαφνικά νέο σκοπό ύπαρξης του με το προσφυγικό ζήτημα. Υπό την πίεση του κόμματός της και του αδελφού κόμματος στη Βαυαρία, των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU), η κυρία Μέρκελ αναζήτησε τρόπους να ανακόψει τις ροές των προσφύγων μέσω του Αιγαίου και της Ελλάδας. Ακόμη και παραδίνοντας τη δύναμή της –και αυτή των εταίρων της στην ΕΕ– σε έναν απολυταρχικό ηγέτη όπως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Πολλοί την κατηγόρησαν ότι δεν διέθετε σχέδιο και ότι επέτρεπε στον τούρκο πρόεδρο να την εκβιάζει, και μαζί όλη την Ευρώπη. Η προσφυγική κρίση της εξασφάλισε φήμη πέρα από την ήπειρο, στο εσωτερικό της χώρας της και της υπόλοιπης Ευρώπης όμως σήμανε την έναρξη της παρακμής της.

Τη 10η Νοεμβρίου του 2016, η Άγγελα Μέρκελ συγχαίρει, με τον δικό της τρόπο, τον Ντόναλντ Τραμπ για την εκλογή του στο αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ: «Η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνδέονται με αξίες, τη δημοκρατία, την ελευθερία, τον σεβασμό του νόμου, της αξιοπρέπειας του ανθρώπου ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματός του, τη θρησκεία του, το φύλο του, τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ή τις πολιτικές πεποιθήσεις του. Είναι στη βάση αυτών των αξιών που προτείνω μια στενή συνεργασία με τον επόμενο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Ντόναλντ Τραμπ». «Την αγαπώ», θα πει εκείνος δύο χρόνια αργότερα, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ. Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν το ακριβώς αντίθετο από εκείνη: διέθετε πολύ περισσότερο ταμπεραμέντο από ό,τι οξυδέρκεια. Υπερβολικός, παράλογος, αναίσθητος, αδίστακτος, λαϊκιστής, ματαιόδοξος μέχρι ανοησίας και αρνητής του συστήματος. Χάρη στις προφανείς αδυναμίες του κ. Τραμπ, η Άγγελα Μέρκελ ανέβηκε για λίγο, έστω απρόθυμα, στον θρόνο του ηγέτη της Δύσης. Δεν ήξερε ωστόσο τι ακριβώς ήθελε να πετύχει σε αυτόν, ενώ η απέχθειά της για τον Ντόναλντ Τραμπ και τη συμπεριφορά του επηρέαζε αισθητά την πολιτική της στάση. Ελάχιστοι μπορούν να την αδικήσουν για αυτό, όπως και το γεγονός ότι το 2020 υποδέχθηκε με έκδηλη ανακούφιση την εκλογή του Τζο Μπάιντεν.

Την 30ή Νοεμβρίου του 2015, η 'Αγγελα Μέρκελ συμμετέχει στη Διάσκεψη για το Κλίμα στο Παρίσι και κλείνει την ομιλία της λέγοντας: «Φιλόδοξη, περιεκτική, δίκαιη και δεσμευτική — μια παγκόσμια συμφωνία για το κλίμα πρέπει να είναι όλα αυτά. Είναι ζήτημα τόσο οικολογικής αναγκαιότητας όσο και οικονομικής ισότητας μεταξύ των γενεών. Είναι για μας ζήτημα ανθρωπιάς και από αυτό εξαρτάται το μέλλον της ανθρώπινης φυλής». Κάπως έτσι, η κυρία Μέρκελ αναγορεύεται σε «Καγκελάριο του Κλίματος», αν και μάλλον δεν μπόρεσε να δικαιώσει τον τίτλο. Οι επικρίσεις που δέχθηκε αφορούσαν τον δισταγμό της να έρθει σε ρήξη με τους τομείς της βαριάς βιομηχανίας της χώρας της για να οδηγήσει τη Γερμανία σε... φυγή προς τα εμπρός. Ο αρχικός ενθουσιασμός κατέληξε σε απογοήτευση, κυρίως επειδή ήταν ξεκάθαρο ότι η Άγγελα Μέρκελ ήταν σε θέση να αντιληφθεί πολύ καλά το διακύβευμα. Η παρέμβαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου που χαρακτήρισε την κλιματική πολιτική της φτωχή και άδικη για τις επόμενες γενιές είναι μάλλον χαρακτηριστική.

Τη 18η Μαρτίου του 2018 η Άγγελα Μέρκελ απευθύνει από τηλεοράσεως το μοναδικό διάγγελμα της θητείας της. «Είναι σοβαρό. Παρακαλώ πάρτε το στα σοβαρά. Από τη γερμανική επανένωση, όχι, από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν υπήρξε πρόκληση για τη χώρα μας για την οποία να είναι τόσο σημαντική η δράση στο πνεύμα της αλληλεγγύης (...). Η κατάσταση είναι σοβαρή και το αποτέλεσμα αβέβαιο». Με αυτά τα λόγια η καγκελάριος τοποθετεί την πανδημία του κορονοϊού στην πραγματική της διάσταση. Είναι σε θέση πρώτ' απ' όλα να καταλάβει τι σημαίνει «εκθετική αύξηση» για τον αριθμό των κρουσμάτων. Η θετική επιστήμονας βρίσκεται εδώ στο στοιχείο της, ενώ η εμπειρία και ο χαρακτήρας της την βοήθησαν να προτάξει την προστασία της ζωής από την ελευθερία χωρίς να ξυπνήσει μνήμες από το σκοτεινό παρελθόν της χώρας και χωρίς ποτέ να αμφισβητηθούν ούτε η ικανότητά της να αντεπεξέλθει στην πρόκληση ούτε η δυνατότητά της να σκεφτεί το καλύτερο για τον λαό της. Ίσως ήταν τα χρόνια της εμπειρίας, ίσως η φύση της υγειονομικής κρίσης: η Άγγελα Μέρκελ για πρώτη φορά φάνηκε να ενστερνίζεται ανυπόκριτα το προσωνύμιό της: «μανούλα». Εγκατέλειψε το γνωστό γραφειοκρατικό ύφος και τις τυπικές διατυπώσεις και έφτασε να δίνει συμβουλές ακόμη και για το πώς θα διατηρηθούν αποτελεσματικές οι μάσκες αν τις σιδερώσουμε. Όταν όμως η πανδημία οδήγησε (και) τη Γερμανία στα όριά της, έδειξε αδύναμη απέναντι στο ομοσπονδιακό σύστημα, που την εμπόδιζε να επιβληθεί στα κρατίδια. Ενδεχομένως εσκεμμένα, άφησε να φανούν όλα τα προβλήματα, να εκτεθούν συγκεκριμένοι «ταραχοποιοί» μεταξύ των κρατιδιακών πρωθυπουργών, μέχρις ότου τούς αφαιρέσει ουσιαστικά διά νόμου κάποιες από τις εξουσίες τους, προκειμένου να υπάρξει αποτέλεσμα. Ο κόσμος της Γερμανίας την αντάμειψε με αδιανόητα ποσοστά αποδοχής και δημοτικότητας, ειδικά για καγκελάριο στην εξουσία επί 16 χρόνια.

Στην αρχή αυτών των 16 ετών, ρώτησαν την Άγγελα Μέρκελ τι θα μπορούσαν να διδαχθούν οι Δυτικογερμανοί από μια Ανατολικογερμανίδα. «Την υπομονή», απάντησε αμέσως. Πράγματι. Όλα αυτά τα χρόνια δεν είδε κανείς την Καγκελάριο να χάνει την ψυχραιμία της — ούτε όταν τα δημόσια περιστατικά τρέμουλου συζητήθηκαν σε όλον τον κόσμο πριν από λίγα χρόνια, ούτε καν με τις μαραθώνιες συνεδριάσεις των Συνόδων Κορυφής για την Ελλάδα το 2015. Όλα αυτά τα χρόνια η κυρία Μέρκελ μπορεί να κατηγορηθεί π.χ. για δειλία στα μέτρα για το περιβάλλον, ή για την μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, αλλά δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι έβαλε τον εαυτό της πάνω από τη χώρα. Με αυτό θα διαφωνήσουν ίσως μόνο τα ηγετικά στελέχη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) που το 2018 την απομάκρυναν από την ηγεσία του, θεωρώντας την βαρίδι. Τότε η ίδια, με τρόπο ήρεμο και ταυτόχρονα δυναμικό, επέβαλε την ιδιότυπη διαρχία, με την παραμονή της στην καγκελαρία μέχρι το τέλος της θητείας της. Αυτό, αν το CDU απόψε ηττηθεί, θα είναι το πρώτο που θα της προσάψουν οι συνοδοιπόροι της. Οι ίδιοι βέβαια δεν ενοχλούνταν καθόλου τα προηγούμενα χρόνια, όταν η Άγγελα Μέρκελ τους οδηγούσε από νίκη σε νίκη, οδηγώντας το κόμμα αθόρυβα, αποτελεσματικά, αποφασιστικά στο κέντρο. Δεν δίστασε ποτέ μπροστά σε πολιτικές με κοινωνικό, ακόμη και σοσιαλιστικό, πρόσημο, όπως η εισαγωγή του κατώτατου μισθού ή η ενίσχυση των γυναικών στην εργασία, ο γάμος μεταξύ ομοφύλων, η εγκατάλειψη των πυρηνικών. Αν δεν τα κατάφερε στα μεγάλα διεθνή θέματα, στις σχέσεις με την Κίνα, στη Συρία, στη Λιβύη ή στο Αφγανιστάν, προφανώς δεν ευθύνεται μόνο η ίδια. Πέτυχε ωστόσο να επαναφέρει αναίμακτα την Γερμανία ως παγκόσμιο παίκτη, έπειτα από δεκαετίες –απόλυτα δικαιολογημένης– αποχής.

Με την πρώτη ματιά, η Άγγελα Μέρκελ μοιάζει άνευρη, αδιάφορη, απόμακρη. Για όσους την παρακολουθούν όλα αυτά τα χρόνια όμως, η απερχόμενη καγκελάριος υπήρξε ηγέτης πρώτα από όλα πολύ εύστροφη, με ιδιαίτερη ικανότητα να διεισδύει στις καταστάσεις, να αναλύει γεγονότα, να αξιοποιεί τη γνώση. Είναι χαρακτηριστική η συνήθειά της, στις συναντήσεις με τους δημοσιογράφους να καταλήγει να τους ακούει, παρά να τους μιλάει, σε αντίθεση με τους περισσότερους ηγέτες του διαμετρήματός της. Η Γερμανία της χρωστάει σίγουρα την εμβάθυνση της επανένωσής της, τη συμφιλίωση με τον εαυτό της, την ευημερία των πολιτών της σε περιόδους κρίσης. Για την Ευρώπη ο απολογισμός εύλογα διαφέρει, ανάλογα με την περιοχή και το ιστορικό. Αυτό όμως που σίγουρα ξεχωρίζει την Άγγελα Μέρκελ από τους περισσότερους πολιτικούς είναι ο τρόπος προσέγγισης της εξουσίας στον οποίο «εκπαίδευσε» όλα αυτά τα χρόνια τους Γερμανούς. Η γερμανίδα καγκελάριος απέδειξε ότι μπορείς να είσαι «η ισχυρότερη γυναίκα του κόσμου» χωρίς να μεθάς από την εξουσία. Ότι ακόμη και στην εποχή των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης και της παντοδυναμίας της εικόνας, μπορεί κανείς να παραμείνει στην εξουσία επί 16 χρόνια λέγοντας στον κόσμο μόνο αυτό που θεωρείς την αλήθεια, χωρίς φιοριτούρες και λαϊκισμούς, χωρίς «επικοινωνία». Ότι μπορείς να επιβάλεις ήρεμα και συστηματικά στον μεγαλύτερο αντίπαλό σου τον σεβασμό και την αναγνώριση στο πρόσωπό σου. Ότι μπορείς να χτίζεις πολιτικό κεφάλαιο με τους ψηφοφόρους σου και να το ξοδεύεις λελογισμένα για κάτι που πραγματικά πιστεύεις. Και, τελικά, ότι μπορείς να σέβεσαι τη δημοκρατία και τα δικαιώματα των άλλων χωρίς να χάνεις τη δύναμή σου. Η ίδια δεν ξάφνιασε κανέναν όταν στην τελευταία της συνέντευξη Τύπου δήλωσε ότι δεν είναι δική της δουλειά να κάνει τον ισολογισμό της καριέρας της. «Αυτό θα το κάνουν άλλοι. Εγώ αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου, με τη ζωή και τη βιογραφία μου. Νομίζω ότι και οι δύο μου έδωσαν καλές ευκαιρίες να συμβάλω στην πολιτική ζωή της Γερμανίας».

 

ΑΠΕ - ΜΠΕ

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία