Skip to main content
|

Τι μαγειρεύει η Μαργαρίτα;

Φωτογραφίες: Κωστής Σωχωρίτης

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
8'
Λέξεις Κλειδιά :
Μαργαρίτα Νικολαΐδη

Κάθε φορά που λέω το όνομά της, σκέφτομαι κάτι που διάβαζα πρόσφατα για τα πολύτιμα μαργαριτάρια. Σχηματίζονται, λέει, αυθόρμητα στη φύση, γι’ αυτό είναι και εξαιρετικά σπάνια. Κάπως έτσι μοιάζει η Μαργαρίτα Νικολαΐδη όταν τη γνωρίσεις από κοντά.

Έχει έναν αυθορμητισμό που σπανίζει και μπορεί να κάνει πολλά. Από το να στεφθεί η πρώτη γυναίκα MasterChef στην Ελλάδα και να γράψει ιστορία ως η πιο αγαπητή παίκτρια ριάλιτι που πέρασε ποτέ από την ελληνική TV μέχρι να γίνει –άθελά της– ένα λαϊκό σύμβολο γυναικείας ενδυνάμωσης μέσα στον ανδροκρατούμενο χώρο της γαστρονομίας και μια αισιόδοξη βεβαιότητα ότι το καλό πάντα θα κερδίζει στο τέλος. Το καλύτερο, βέβαια, είναι ότι η φυσική της αντίδραση σε όλα τα παραπάνω θα μπορούσε κάλλιστα να συμπυκνωθεί στο μότο που έγραφε το μπλουζάκι που φορούσε όταν τη συνάντησα: «It’s Ok!».

 

Ο κόσμος σίγουρα θέλει να με γνωρίσει καλύτερα, εγώ όμως δεν θέλω. Θα σου τα πω έτσι τσακ μπαμ, λοιπόν. Γεννήθηκα στο Καζακστάν. Οι γονείς μου δούλευαν εκεί σε έναν πάγκο με κρέατα, στη λαϊκή. Όταν ήμουν τριών ετών, ο πατέρας μου πέθανε σε αυτοκινητιστικό και η μητέρα μου μας πήρε με τη μικρότερη αδερφή μου και ήρθαμε στη Μυτιλήνη, στη Σκάλα Καλλονής. Είχε μια κουμπάρα εκεί που της είχε βαφτίσει τον γιο και το κλίμα ήταν θετικό. Στην αρχή δυσκολεύτηκα με τη γλώσσα, μιλούσα μόνο ρωσικά, αλλά γρήγορα έγινα ένα με τους ντόπιους. Τα παιδικά μου χρόνια τα θυμάμαι ανέμελα, αν και στην επαρχία τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Ξέρεις, έχεις αυτό το «τι θα πει το χωριό». Η μαμά μου δούλευε σε πλυντήριο αυτοκινήτων και όταν έλειπε απ’ το σπίτι, εγώ έμπαινα στην κουζίνα και έκανα τα δικά μου. Έφτιαχνα κρέπες και κέικ. Κάπου εκεί ανακάλυψα την αγάπη μου για τη μαγειρική. Βασικά, αεροσυνοδός ήθελα να γίνω, αλλά, επειδή δεν τα πάω καλά με τα αγγλικά, δεν μου ’βγαινε. Ήμουν μέτρια μαθήτρια. Έδωσα Πανελλήνιες, δεν πέρασα πουθενά και έφυγα για Θεσσαλονίκη, να σπουδάσω ξενοδοχειακά, για να κάνω το χατίρι στη μαμά μου. Την πρώτη εβδομάδα την παίρνω τηλέφωνο και της λέω: «Τα παρατάω, θα γραφτώ σε σχολή μαγειρικής». Με άφησε να κάνω του κεφαλιού μου.

Στη σχολή τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως τα περίμενα. Ειδικά στην πρώτη πρακτική έφαγα πολύ ξύλο μαγειρικά. Δεν έζησα αυτό που λέμε «φοιτητικά χρόνια». Δεν είχα φίλους, όλοι είχαν έτοιμες παρέες. Ξαφνικά βρέθηκα μόνη σε μια μεγαλούπολη και θυμάμαι ότι το μόνο πράγμα που με εντυπωσίαζε ήταν ότι έβρισκα κάτι πίτσες-γίγαντες με ενάμισι ευρώ. Όλα μου τα χρήματα τα ξόδευα στο φαγητό. Είχα πιάσει δουλειά σε ένα μπιστρό για να βγάζω χαρτζιλίκι. Με είχαν βάλει στη λάντζα, αλλά έκανα και κανένα μπέργκερ πού και πού. Από τη σχολή με έστειλαν για πρακτική στη Ρόδο, στην ομάδα του Έκτορα Μποτρίνι. Ο Έκτορας είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος. Εντάξει, λέει καμιά κουβέντα παραπάνω, αλλά με έμαθε να στέκομαι μέσα σε μια κουζίνα και να αντεπεξέρχομαι. Πέρασα πολλές σεζόν μαζί του, ειδικά στη Μύκονο. Εκεί γνώρισα τον Χρήστο.

 

Ο Χρήστος δεν είναι μόνο σύντροφος, είναι το άλλο μου μισό. Για ένα διάστημα χωρίσαμε, δεν ήξερα πώς να το ξεπεράσω, έβαλα δυο ρούχα σε μια μικρή βαλίτσα και έφυγα με μια φίλη «ερωτική μετανάστρια» στο Λονδίνο. Στην αρχή μέναμε σε ένα hostel και κάθε μέρα έμπαινα στο μπάνιο που μοιραζόμουν με άλλα δεκαπέντε άτομα και έλεγα κλαίγοντας: «Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;». Μετά βρήκαμε ένα σπίτι στην τρίτη ζώνη, δουλειά σ’ ένα fine dining εστιατόριο, αλλά μου έλειπε η Ελλάδα. Έξι μήνες άντεξα στο Λονδίνο, τα μάζεψα, γύρισα πίσω, τα ξαναβρήκα με τον Χρήστο και έφυγα πάλι, αυτή τη φορά με προορισμό ένα μικρό χωριό στη Νορβηγία. Μια μέρα χάζευα στο Instagram και έπεσα πάνω σ’ ένα καταπληκτικό εστιατόριο που φτιαχνόταν εκεί, κάτι σαν τεράστιο κλουβί κάτω απ’ τη θάλασσα. Λέω εκεί θέλω να πάω. Έστειλα βιογραφικό και με πήραν για πρακτική. Ευτυχώς, βρήκα έναν Έλληνα που με βοηθούσε να συνεννοούμαι με τη γλώσσα. Πρόλαβα να καθίσω μόνο έναν μήνα. Ήταν μόλις είχε ξεσπάσει η πανδημία και είπα να φύγω, για να μη με βρει η καραντίνα εκεί. Το προηγούμενο καλοκαίρι δούλευα σε ένα μεζεδοπωλείο φίλων και, μια και ο χειμώνας που ερχόταν ήταν αβέβαιος για την εστίαση, αποφάσισα να κάνω αίτηση για το MasterChef. Έτυχε κι ο Χρήστος να φεύγει για δουλειά στην Ελβετία και λέω «τι θα καθίσω να κάνω στην Αθήνα μόνη μου;». Είχα κάνει ξανά αιτήσεις στο παρελθόν, με καλούσαν, αλλά δεν πήγαινα. Δεν ένιωθα έτοιμη. Στο σπίτι έχουμε έναν πίνακα όπου γράφουμε πράγματα για να μην τα ξεχνάμε και, πριν μπω στο παιχνίδι, έγραψα με μεγάλα γράμματα: «Μαργαρίτα, η νικήτρια του φετινού MasterChef». Όταν πας να παίξεις κάπου, θες να κερδίσεις, πώς θα γίνει;

Με το που μπήκα στο πλατό, ψάρωσα. Δημοσιογράφοι, κάμερες, κριτές, κουζίνες. Λέω θα μείνω κι όσο αντέξω. Δεν είχα στο μυαλό μου σενάρια και στρατηγικές. Το ’χα πει και στον Χρήστο. Εγώ, του λέω, θέλω να είμαι ο εαυτός μου και σε όποιον αρέσω. Στο σπίτι με δυσκόλεψε λίγο η συγκατοίκηση και ο ανταγωνισμός. Δυο-τρεις φορές είπα «τι ήρθα τώρα να κάνω εγώ εδώ;». Δεν μπορώ τις εντάσεις, τις κόντρες, τις ίντριγκες. Πώς γίνεται να σε απαξιώνουν όταν δεν τους δίνεις δικαιώματα; Το ξεπέρασα γρήγορα με λίγο κλάμα και με ένα «ε, δεν πάτε τώρα να…». Αν με ρωτήσεις τώρα, θα σου πω ότι από το MasterChef κρατάω τους υπέροχους ανθρώπους που γνώρισα. Όχι μόνο τους παίκτες, αλλά και τα παιδιά πίσω από τις κάμερες. Η πρώτη μου αποχώρηση ήταν μια αλυσίδα ατυχιών και μετά δεν ήθελα να ξαναμπώ. Είχα έναν εγωισμό. Δεν ήθελα να μπω και να αποτύχω ξανά. Με παρότρυνε ο Χρήστος και τελικά μου βγήκε σε καλό. Στον τελικό όλοι είπαν ότι ήταν μια μάχη μεταξύ του καλού και του κακού. Εγώ δεν το είδα έτσι, γιατί και ο Διονύσης είναι καλός, μαγειρικά τουλάχιστον. Είναι λίγο κυκλοθυμικός, αλλά τώρα που τον γνώρισα εκτός παιχνιδιού μού φάνηκε πολύ διαφορετικός, όχι τόσο οξύθυμος όσο φαινόταν στο παιχνίδι. Μη γελιόμαστε. Κανείς δεν σου βάζει το μαχαίρι στον λαιμό για να είσαι κάπως. Όσοι βγήκαν κακοί χαρακτήρες μόνοι τους το επιδίωξαν.

Το έπαθλο θα το κρατήσω για καβάτζα, να ’χω κάτι στην άκρη για μια ώρα ανάγκης. Δεν σκοπεύω να ανοίξω δικό μου εστιατόριο. Δεν αρκεί να ξέρεις να μαγειρεύεις, πρέπει να ξέρεις και να διοικείς, κι εγώ αυτό δεν το κατέχω. Θέλω να δουλέψω στις κουζίνες άλλων σεφ, να πάρω εμπειρίες ή να κάνω κάτι στην τηλεόραση που να μου ταιριάζει. Ίσως κάτι ταξιδιωτικό, να γυρνάμε την Ελλάδα με μια παρέα και να μαγειρεύουμε. Δεν καίγομαι να φάω τη θέση κάποιου, θέλω να έχω ουσιαστική επαφή με τον κόσμο. Δεν μου λέει τίποτα το να κάθομαι σε μια κουζίνα μπροστά από μια κάμερα και να μαγειρεύω έτσι απρόσωπα. Πριν από έναν μήνα, μετά τη νίκη μου, είχα πολλές προτάσεις και ένιωσα να βυθίζομαι στο χάος. Τηλεοπτικά, διαφημιστικά, περιοδικά. Δεν τα ξέρω εγώ όλα αυτά, είναι άγνωστα νερά. Είμαι και λίγο αφελής, για να πω την αλήθεια. Θα βρω, όμως, τι θα κάνω. Δεν με φοβάμαι. Ο Πάνος Ιωαννίδης μού είχε πει κάτι πολύ τιμητικό, που ακόμα όταν το σκέφτομαι μου δίνει δύναμη. Είχε πει ότι έχω ένα ταλέντο να φαντάζομαι τη γεύση. Ισχύει. Μέχρι τότε δεν το ’χα καταλάβει, αλλά, όταν το είπε, κάτι ξύπνησε μέσα μου. Έτσι ακριβώς μαγειρεύω. Ξεκινάω με τη σκέψη τού τι θα μου άρεσε εμένα να φάω. Θα μου άρεσε να δοκιμάσω παστουρμά με φράουλες; Αν πω ναι, θα το φτιάξω και θα ’ναι και νόστιμο. Είναι τόσο τιμητικά όλα τα σχόλια που λαμβάνω, που είμαι σίγουρη ότι θα με οδηγήσουν στον σωστό δρόμο.

♦Δεν σκοπεύω να ανοίξω δικό μου εστιατόριο. Δεν αρκεί να ξέρεις να μαγειρεύεις, πρέπει να ξέρεις και να διοικείς, κι εγώ αυτό δεν το κατέχω. Θέλω να δουλέψω στις κουζίνες άλλων σεφ, να πάρω εμπειρίες.♦

Με έχει τρομάξει λίγο η τηλεόραση, αυτή η ξαφνική δημοσιότητα. Σου φοράνε ταμπέλες στην TV. Εγώ πήρα την ταμπέλα του λαϊκού-καλού παιδιού. Όχι ότι δεν μου αρέσει, ίσα ίσα, αλλά όσο περνάει ο καιρός θα ξεχαστεί κι αυτό, θα ’ρθει ένας άλλος να πάρει τη θέση σου και θα ξεφουσκώσεις. Η μαμά μου τις προάλλες μίλησε αυθόρμητα σε μια πρωινή εκπομπή για τον θάνατο του πατέρα μου και αισθάνθηκα πολύ άβολα. Τι χρειάζεται να ξέρει ο κόσμος πού μεγάλωσα εγώ και τι έχω περάσει; Σε τι αποσκοπεί; Σε έναν διαγωνισμό μαγειρικής μπήκα. Αν ήθελα να πουλήσω το δράμα μου, θα πήγαινα σε άλλη εκπομπή. Δεν θέλω να σκαλίζω το παρελθόν, δεν ωφελεί. Να στενοχωρηθώ για πράγματα που ούτε καν θυμάμαι; Δεν είμαι αχάριστη με τη ζωή. Πέρασα δυσκολίες, αλλά δεν μου έλειψε ποτέ τίποτα. Μεγάλωσα με αγάπη, δίπλα σε υπέροχους ανθρώπους. Ξέρεις, τώρα τελευταία πολλοί μού λένε να κάνω ψυχοθεραπεία, αλλά σκέφτομαι «αφού δεν ξέρω τι πρόβλημα έχω, τι να πάω να πω;».

Το δίλημμά μου τώρα είναι αν θέλω να συνεχίσω να είμαι μπροστά από τα φώτα ή αν θέλω να χωθώ σε μια κουζίνα και να μη με αναγνωρίζει κανείς. Η δημοσιότητα είναι αδηφάγο πράγμα. Από κει που σε έχουν ψηλά, με ένα σου λάθος μπορεί να σε ρίξουν πολύ χαμηλά, κι εγώ δεν τη θέλω αυτή την πτώση. Ειλικρινά, δεν φαντάζομαι μεγάλες καριέρες, να δουλεύω 24 ώρες για ένα όνομα. Εγώ θέλω να παντρευτώ, να κάνω τα παιδιά μου, να έχω τους φίλους μου, να αράζω στο σπίτι μου, να γελάω. Η ζωή θέλει αφοσίωση και δεν σκοπεύω να τη χαρίσω όλη στη μαγειρική. Προσπαθώ να προστατεύω τον εαυτό μου, για να μην αναλωθώ.  Χάρηκα πολύ που ήμουν η πρώτη γυναίκα που πήρε τον τίτλο. Δεν ένιωσα ότι δίνω κάποιο παράδειγμα, γιατί δεν προσπάθησα ποτέ γι’ αυτό, αλλά το «πρώτη φορά γυναίκα» έχει ιδιαίτερη σημασία. Χωρίς να το καταλάβω, έδειξα ότι μια γυναίκα μπορεί να σταθεί μόνη στα πόδια της και να διεκδικήσει το όνειρό της. Αν το πέτυχα, χαίρομαι πολύ γι’ αυτό, αλλά δεν το έκανα βάσει πλάνου.

♦Το δίλημμά μου τώρα είναι αν θέλω να συνεχίσω να είμαι μπροστά από τα φώτα ή αν θέλω να χωθώ σε μια κουζίνα και να μη με αναγνωρίζει κανείς. Η δημοσιότητα είναι αδηφάγο πράγμα.♦

Οι άνθρωποι φοβούνται το διαφορετικό, και στις κουζίνες υπάρχει πολύ μπούλινγκ. Ήμουν τυχερή, δεν είχα κάποιο άσχημο περιστατικό, αλλά έχω υπάρξει σε συνθήκες έντονης λεκτικής βίας. Προσωπικά, και θα τσακωθώ και θα πω τη γνώμη μου, αν χρειαστεί να υπερασπιστώ τις αξίες μου. Χαίρομαι για τις γυναίκες που γίνονται μια φωνή και μπορούν να μιλάνε ανοιχτά. Όταν κινδυνεύεις, πρέπει να μιλάς αμέσως, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο σε αυτά τα πράγματα. Εγώ έμαθα από το σπίτι μου ότι η καλοσύνη είναι ένας δρόμος να προχωράς μπροστά στη ζωή, παρά τις αντιξοότητες. Δεν θυμάμαι τα κακά, τα απωθώ, αλήθεια. Κι αυτό θέλω να ξέρει ο κόσμος για μένα. Αυτό και ότι από τα χεράκια μου μπορεί να φάει καταπληκτικά.

 

 

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κ», τεύχος 945.

Βλάσης Κωστούρος via gastronomos.gr

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία