Με εντολή Κασσελάκη απολύθηκε ο Νίκος Σβέρκος
Αν υπήρχε μια εκπομπή στο κομματικό ραδιόφωνο του ΣΥΡΙΖΑ που έκανε αξιοπρεπή νούμερα ακροαματικότητας αυτή ήταν η πρωινή εκπομπή του Νίκου Σβέρκου. Όλες οι άλλες εκπομπές έχουν σχεδόν μηδενική ακροαματικότητα. Αυτή η επιτυχία δεν άρεσε στο σύστημα του Κασσελάκη και οι παρατρεχάμενοί του που ανέλαβαν το κομματικό ραδιόφωνο του ΣΥΡΙΖΑ τον έδιωξαν με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς να του εξηγήσουν το παραμικρό. Εκδιώχθηκαν επίσης οι δημοσιογράφοι Θεόφιλος Σιχλετίδης, Σπύρος Ραπανάκης και Γιάννης Σμυρλάκης. Ο ίδιος ο Νίκος Σβέρκος εξήγησε με ανάρτησή του τι ακριβώς συνέβη:
Στο τέλος της σημερινής μου εκπομπής Στο Κόκκινο 105,5, σε μια μέρα με πολύ έντονη επικαιρότητα, έκανα ό,τι συνηθίζει να κάνει κάθε δημοσιογράφος την Παρασκευή: Να ανανεώνει το ραντεβού με τους ακροατές του για τη Δευτέρα. Και μάλιστα με την υπόσχεση να παρουσιαστεί όλη η επικαιρότητα και το ρεπορτάζ από την πολιτική και κοινωνική ζωή. Θα μεσολαβούσε άλλωστε και η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ...
Σε αυτό το ραντεβού, που κρατάει τόσα χρόνια, δεν θα πάω. Και ούτε θα μπορέσω να εξηγήσω το γιατί. Απλά θα εξαφανιστώ.
Γιατί αυτό επέλεξε η νέα διεύθυνση και διοίκηση του ραδιοφώνου. Να απομακρυνθώ από την εκπομπή που κατέγραφε την δεύτερη μεγαλύτερη ακροαματικότητα του σταθμού μας. Είχε δεκάδες χιλιάδες καθημερινούς ακροατές, που μάλιστα τους αύξησε το τελευταίο δίμηνο κατά 15%.
Φαίνεται ότι το σχέδιο για την «αποπαρασίττωση» του ραδιοφώνου και της εφημερίδας, για το οποίο καλουσαν οι στενοί συνεργάτες του κ. Κασσελάκη, ξεκινά από εμένα. Δεν είμαι όμως ο μόνος. Όπως θα μάθετε από τις σχετικές ανακοινώσεις, στο ραδιόφωνο δεν θα ακούγονται πια ούτε εγώ, ούτε χρονικά ο Θεόφιλος Σιχλετίδης, ούτε ο Σπύρος Ραπανάκης, ούτε ο Giannis Smirlakis.
Ο διευθυντής σε προφορική και γραπτή επικοινωνία μας μου πρότεινε να φύγω από την καθημερινή ζώνη και να πάρω εκπομπή το απόγευμα του Σαββάτου και της Κυριακής. Στις ερωτήσεις μου αναφορικά με τους λόγους της απομάκρυνσής μου, δεν έλαβα σαφή απάντηση, καθώς η πρότασή του ήταν τελείως ανορθολογική. Η εκπομπή πήγαινε καλά και δεν έλαβα κανένα παράπονο για την δημοσιογραφική επάρκειά μου.
Τον Νοέμβριο του 2006, πριν από σχεδόν 18 συναπτά έτη, μπήκα στο γιαπί της Σαρρή 19. Ήμουν 21 ετών. Μια ολόκληρη ζωή πέρασα σε αυτό, είτε πίσω από το μικρόφωνο είτε πίσω από έναν υπολογιστή, είτε στο ρεπορτάζ. Ανέλαβα πολλά και κορυφαία πόστα, άλλα πετυχημένα, άλλα αποτυχημένα. Σε όλες τις φάσεις, όμως υπήρχαν πολλές όμορφες στιγμές, αλλά και συγκρούσεις και στεναχώριες.
Πέρασα, πλάκα πλάκα, μια ολόκληρη ζωή στο ραδιόφωνο, μέχρι να μου αφαιρεθεί με τον πιο προσβλητικό τρόπο το δικαίωμα να αποχαιρετίσω τους ακροατές και τις ακροάτριες από την εκπομπή.
Δημοσιογράφος σημαίνει να κάνεις την δουλειά σου με αξιοπρέπεια και τηρώντας την δημοσιογραφική δεοντολογία. Να στέκεσαι ανάμεσα στην κοινωνία και την εξουσία, να καταγράφεις τα γεγονότα, να μιλάς με το θάρρος της γνώμης σου, με την υποκειμενική σου ματιά, χωρίς να υποτιμάς τους συνομιλητές σου και χωρίς να υποκύπτεις σε έξωθεν πιέσεις.
Έτσι θα συνεχίσω, γιατί έτσι θα έκαναν άνθρωποι που πορευτήκαμε μαζί. Ανάμεσά τους δύο, που δεν βρίσκονται στην ζωή: Ο Βαγγέλης Βέκιος, που εκείνο το καλοκαίρι με πήρε τηλέφωνο και ενθάρρυνε ένα άγουρο και άπειρο παιδί, και ο Γιώργος Ανανδρανιστάκης, που στεναχωρήθηκε όταν με «έκλεψε» άλλη εφημερίδα.
Ευχαριστώ όλους και όλες τους συνεργάτες και τις συνεργάτιδες, που κάναμε μαζί αυτές τις εκπομπές. Τεχνικούς, τηλεφωνητές, διοικητικούς. Όσες και όσους φιλοξενήθηκαν στις εκπομπές.
Και τους ακροατές και τις ακροάτριες.
Δεν θα χαθούμε, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.